3 Ιουν 2024
Το αιτούν δικαστήριο (Tribunalul Specializat Mureş, Ειδικό Δικαστήριο Μούρες, Ρουμανία) υπέβαλλε στο ΔΕΕ αίτημα προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης UG κατά SC Raiffeisen Bank SA, η οποία αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1 § 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, αναφορικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Το αίτημα υπεβλήθη στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του UG, καταναλωτή, και της SC Raiffeisen Bank SA ως προς τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, οι οποίες περιέχονται σε σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων, με προηγούμενη την άσκηση αγωγής του καταναλωτή ενώπιον του Πρωτοδικείου Sighișoara της Ρουμανίας, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση καταχρηστικότητας των ρητρών της επίμαχης σύμβασης πίστωσης, σχετικά με τη δυνατότητα της τράπεζας να τροποποιήσει το επιτόκιο. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 § 2 της Οδηγίας 93/13 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τις συμβατικές ρήτρες οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, και, ένεκα του επιδιωκόμενου σκοπού της Οδηγίας, ήτοι της προστασίας των καταναλωτών από τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με επαγγελματία, η εν λόγω εξαίρεση ερμηνεύεται στενά. Σε δεύτερο επίπεδο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι συμβατικές ρήτρες, που περιλαμβάνονται στην επίδικη τροποποιητική πράξη, είχαν προκαθορισθεί από τη Raiffeisen Bank, ο δε ενάγων της κύριας δίκης δεν είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί τις ρήτρες ή να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενό τους. Περαιτέρω, προκύπτει ότι, κατά την κρατούσα νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, οι συμβατικές ρήτρες που περιέχονται σε τροποποιητικές πράξεις, τις οποίες εφαρμόζουν επαγγελματίες, δεν υπόκεινται σε έλεγχο ως προς τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα τους, ακόμη και αν οι ρήτρες αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως με τον καταναλωτή. Καταληκτικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 1 §2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης καταναλωτικού δανείου, συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, οσάκις ο επαγγελματίας έχει επιφέρει τροποποιήσεις στις εν λόγω ρήτρες προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η σύμβαση συνάδει προς εθνική κανονιστική ρύθμιση αναγκαστικού δικαίου σχετική με τον τρόπο καθορισμού του επιτοκίου, αν η ρύθμιση αυτή απλώς καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο για τον καθορισμό του επιτοκίου της εν λόγω σύμβασης, καταλείποντας στον επαγγελματία περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τόσο την επιλογή του δείκτη αναφοράς του επιτοκίου αυτού, όσο και το ύψος του σταθερού περιθωρίου το οποίο μπορεί να προστεθεί στο εν λόγω επιτόκιο. Διαδοχικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία οι τροποποιήσεις τις οποίες επιφέρει ένας επαγγελματίας στις ρήτρες σύμβασης καταναλωτικού δανείου, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμβατότητα της σύμβασης με εθνική κανονιστική ρύθμιση καταλείπουσα περιθώριο εκτίμησης στον επαγγελματία, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου για ενδεχόμενη καταχρηστικότητα, ακόμη και αν οι ρήτρες αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον καταναλωτή.