21 Ιουν 2024
Το αιτούν δικαστήριο (Bundesverwaltungsgericht, Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) υπέβαλε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης QY (υπηκόου Συρίας στην οποία χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα στην Ελλάδα) κατά Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), σχετικά με την απόφαση της τελευταίας να απορρίψει την αίτηση της QY για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα. Περαιτέρω, η αίτηση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 §1 δεύτερη περίοδος του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, του άρθρου 4 §1, δεύτερη περίοδος, και του άρθρου 13 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφορικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, καθώς και του άρθρου 10 §§ 2-3 και του άρθρου 33 §1 και §2 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το ΔΕΕ έχει κρίνει με τη νομολογία του ότι, κατ’ εξαίρεση, οι αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει το άρθρο 33 §2 στοιχείο αʹ της Οδηγίας 2013/32, να απορρίψουν αίτηση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα διεθνής προστασία από άλλο κράτος μέλος, όταν έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προβλέψιμες συνθήκες διαβίωσης που θα αντιμετωπίσει ο αιτών ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας σε αυτό το άλλο κράτος μέλος θα τον εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη. Η κοινή πολιτική που αναπτύσσει η Ένωση στον τομέα του ασύλου έχει ως στόχο να παρέχει το κατάλληλο καθεστώς σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζει την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 3 §1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 604/2013, το άρθρο 4 §1 και το άρθρο 13 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, καθώς και το άρθρο 10 §§2-3 και το άρθρο 33 §1, §2 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ έχουν την έννοια ότι όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να ασκήσει τη δυνατότητα που της παρέχει η τελευταία αυτή διάταξη να απορρίψει ως απαράδεκτη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από αιτούντα, στον οποίον άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει τέτοια προστασία, λόγω σοβαρού κινδύνου για τον αιτούντα να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, η αρχή αυτή οφείλει να προβεί σε νέα εξατομικευμένη, πλήρη και επικαιροποιημένη εξέταση της αίτησής του στο πλαίσιο νέας διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τις Οδηγίες 2011/95 και 2013/32. Κατά την εξέταση αυτή, η συγκεκριμένη αρχή πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη την απόφαση του άλλου κράτους μέλους να χορηγήσει διεθνή προστασία στον αιτούντα, καθώς και τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απόφαση αυτή.