Πρόσφατη νομολογία


5 Μαρ 2021

ΔΕΕ C‑824/18: Η πολωνική νομοθεσία που αποκλείει τον έλεγχο της διαδικασίας επιλογής δικαστών δύναται να παραβιάσει το δίκαιο της ΕΕ & τη δικαστική ανεξαρτησία

Σε περίπτωση τροποποιήσεων της εθνικής έννομης τάξεως οι οποίες, πρώτον, στερούν από εθνικό δικαστήριο την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί προσφυγών ασκουμένων από υποψηφίους για θέσεις δικαστών δικαστηρίου όπως είναι το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) κατά αποφάσεων οργάνου όπως το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία) να μην προταθεί η υποψηφιότητά τους, αλλά να προταθεί εκείνη άλλων υποψηφίων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας ενόψει διορισμού στις θέσεις αυτές, δεύτερον, καταργούν αυτοδικαίως τη δίκη επί τέτοιων προσφυγών εφόσον η εκδίκασή τους εκκρεμεί ακόμη, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να συνεχισθεί η εξέτασή τους ή να ασκηθούν εκ νέου οι προσφυγές αυτές, και, τρίτον, στερούν, ως εκ τούτου, από εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει απάντηση σε προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχε υποβάλει στο Δικαστήριο:

- το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αντιτίθενται σε τέτοιες τροποποιήσεις σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει, κατόπιν εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, ότι οι τροποποιήσεις αυτές είχαν ειδικώς ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων όπως αυτά που του υποβλήθηκαν από το συγκεκριμένο δικαστήριο και να αποκλείουν κάθε δυνατότητα μελλοντικής εκ νέου υποβολής από εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων αναλόγων προς τα υπό κρίση·

- το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε τέτοιες τροποποιήσεις σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει, κατόπιν εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, ότι οι τροποποιήσεις αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας βάσει των εν λόγω αποφάσεων του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου.

Σε περίπτωση αποδεδειγμένης παραβάσεως των εν λόγω άρθρων, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις επίμαχες τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως αν είναι νομοθετικής ή συνταγματικής φύσεως, και να συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητα που είχε να εκδικάζει τις διαφορές των οποίων είχε επιληφθεί πριν θεσπισθούν οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις.

Επίσης, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε διατάξεις οι οποίες τροποποιούν το ισχύον εθνικό δίκαιο και βάσει των οποίων: αφενός, παρά την άσκηση, εκ μέρους υποψηφίου για θέση δικαστή σε δικαστήριο όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία), προσφυγής κατά της αποφάσεως οργάνου όπως το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία) να μην προκρίνει την υποψηφιότητά του, αλλά να υποβάλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας πρόταση διορισμού άλλων υποψηφίων, η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη καθόσον προτείνει τον διορισμό άλλων υποψηφίων, οπότε η προσφυγή αυτή δεν εμποδίζει τον διορισμό των τελευταίων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η δε ενδεχόμενη ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον με αυτή δεν προτείνεται ο διορισμός του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εκ νέου εκτίμηση της καταστάσεώς του με σκοπό τον ενδεχόμενο διορισμό στην οικεία θέση, και αφετέρου, η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να στηρίζεται σε λόγο με τον οποίο προβάλλεται μη προσήκουσα εκτίμηση περί του αν οι υποψήφιοι πληρούν κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεως όσον αφορά την υποβολή προτάσεως διορισμού, οσάκις προκύπτει, κατόπιν εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, ότι οι διατάξεις αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται ως άνω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας βάσει αποφάσεων του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου.

Σε περίπτωση αποδεδειγμένης παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις, αλλά τις προϊσχύσασες εθνικές διατάξεις, ασκώντας παράλληλα τον δικαστικό έλεγχο που προβλέπουν οι τελευταίες.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 2.3.2021, C-824/18, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, Α.Β. κ.α. κατά Krajowa Rada Sądownictwa - Πλήρες κείμενο »