27 Ιουν 2025
Το αιτούν δικαστήριο (Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas: Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της δίκης «M κατά Lietuvos bankas», με αίτημα την ερμηνεία του άρθρου 59 §1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Καν. (ΕΕ) αριθ. 648/2012, την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ. Εν προκειμένω, η Τράπεζα της Λιθουανίας επέβαλε στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος «M» οκτώ πρόστιμα για τη διάπραξη οκτώ παραβάσεων της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, χαρακτηρίζοντας αυτές ως «διακριτές συστηματικές παραβάσεις» που δικαιολογούσαν την επιβολή προστίμου για καθεμία εξ αυτών, υπολογιζόμενο με βάση το ανώτατο ποσό του προστίμου που προβλέπει ο εθνικός νόμος για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, για την ερμηνεία διάταξης του Δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Επιπρόσθετα, στην Οδηγία 2015/849 δεν ορίζεται σαφώς η έννοια της «συστηματικής παράβασης», ούτε συντρέχει λόγος να επαναχαρακτηριστεί ως «ενιαία συστηματική παράβαση» το σύνολο των «συστηματικών παραβάσεων» και των «σοβαρών παραβάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 59 § 1 της Οδηγ. 2015/849, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια μοναδικού ελέγχου που διενήργησε η αρμόδια αρχή κράτους μέλους. Περαιτέρω, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τον κατάλληλο τρόπο εφαρμογής της υποχρέωσης πρόβλεψης διοικητικών κυρώσεων και μέτρων σε περίπτωση παράβασης των απαιτήσεων της Οδηγίας, με την υποχρέωση να ασκούν τις αρμοδιότητές τους τηρώντας το Δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του, και συγκεκριμένα την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή ne bis in idem και την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία επιτάσσει να είναι οι κυρώσεις αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Εναπόκειται δε στον εθνικό νομοθέτη να διασφαλίσει ότι η διαδικασία που εφαρμόζεται για τη δίωξη και την τιμωρία των παραβάσεων αυτών δεν είναι σχεδιασμένη με τρόπο ώστε να ενέχει κίνδυνο ατιμωρησίας για πράξεις που συνιστούν τέτοιες παραβάσεις. Διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις της επίμαχης Οδηγίας αποβλέπουν στην καθιέρωση, σύμφωνα με μια προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ροές παράνομου χρήματος να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη. Αναφορικά με την προϋπόθεση «bis», για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο έχει αποτελέσει αντικείμενο «αμετάκλητης ποινικής απόφασης» για τις πράξεις που του προσάπτονται, πρέπει, αφενός, η ποινική αξίωση της πολιτείας να έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, και, αφετέρου, η απόφαση αυτή να έχει εκδοθεί κατόπιν επί της ουσίας εκτίμησης της οικείας υπόθεσης. Καταληκτικά το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 59 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία καθεμία από τις «συστηματικές παραβάσεις» των διαλαμβανόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού απαιτήσεων οι οποίες διαπιστώνονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους κατά τη διάρκεια ενός και του αυτού ελέγχου πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «διακριτή συστηματική παράβαση», για την οποία επιβάλλεται χωριστό πρόστιμο, το ύψος του οποίου καθορίζεται βάσει του ανώτατου ποσού της χρηματικής κύρωσης που μπορεί να επιβληθεί δυνάμει της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και συγκεκριμένα οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας.
ΔΕΕ της 19.6.2025, C-671/23, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, M κατά Lietuvos bankas - Πλήρες κείμενο »