31 Οκτ 2018
Η υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, βάσει νομοθεσίας κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν παρέχει τα «ίδια δικαιώματα και ευεργετήματα με αυτά που παρέχει το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του ενωσιακού και εθνικού δικαίου», κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, με συνέπεια δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού να μη δύναται να απορρίψει ως απαράδεκτη προσφυγή ασκηθείσα κατά αποφάσεως κρίνουσας αίτηση αβάσιμη ως προς την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, αλλά υπάγουσας τον αιτούντα στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, λόγω του ανεπαρκούς συμφέροντος του αιτούντος για τη συνέχιση της διαδικασίας, εφόσον διακριβώνεται ότι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, τα δύο αυτά καθεστώτα διεθνούς προστασίας δεν παρέχουν πράγματι τα ίδια δικαιώματα και ευεργετήματα. Η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη, μολονότι διαπιστώνεται, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης καταστάσεως του αιτούντος, ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν δύναται να του παράσχει περισσότερα δικαιώματα και ευεργετήματα από ό,τι η υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, δεδομένου ότι ο αιτών δεν επικαλείται ή δεν επικαλείται ακόμη δικαιώματα που παρέχονται βάσει της ιδιότητας του πρόσφυγα, πλην όμως δεν παρέχονται ή παρέχονται σε μικρότερο βαθμό βάσει του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.