11 Μαρ 2025
Τον Οκτώβριο του 2021, το συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk (Πολωνία) αφαίρεσε από μία δικαστή του δικαστηρίου αυτού περίπου 70 εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες ήταν εισηγήτρια. Η πράξη του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εκδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή της, δεν της επιδόθηκε και δεν περιείχε καμία αιτιολογία. Επιπλέον, δεν επιτράπηκε στη δικαστή η πρόσβαση στο περιεχόμενό της, ενώ, οι εν λόγω αφαιρεθείσες υποθέσεις ανατέθηκαν σε άλλους δικαστές. Σύμφωνα με τη δικαστή, τα μέτρα αυτά αποτελούν μορφή κύρωσης για την προσπάθειά της να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή με τον οποίο μετείχε από κοινού στη σύνθεση άλλου δικαστικού σχηματισμού. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι αποτελούν κύρωση για τον λόγο ότι η ίδια είχε εξαφανίσει απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το οποίο δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, ενώ η αφαίρεση των υποθέσεων είχε ως σκοπό να αποτρέψει μελλοντικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή. Σε δύο από τις υποθέσεις που της αφαιρέθηκαν, η δικαστής υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, με το αίτημα να διευκρινιστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη του δικαίου της Ένωσης η ίδια μπορεί νομίμως να συνεχίσει την εξέτασή τους παρά την ανωτέρω πράξη και τη συνακόλουθη ανάθεσή τους σε άλλους δικαστές. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η ανεξαρτησία των δικαστών προϋποθέτει την προστασία τους από αθέμιτες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβάσεων που προέρχονται από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου. Το γεγονός ότι το συμβούλιο διοίκησης ενός δικαστηρίου μπορεί να αφαιρέσει υποθέσεις από δικαστή χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια που θέτουν σαφή όρια στην εξουσία αυτή και χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει μια τέτοια απόφαση είναι ικανό να υπονομεύσει την ανεξαρτησία των δικαστών. Δεν μπορεί πράγματι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αφαίρεση υποθέσεων να είναι αυθαίρετη ή και να συνιστά συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση. Συνεπώς, το άρθρο 19§ 1 εδ. β΄, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, μπορεί να αφαιρέσει από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου μέρος ή το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία πρέπει να διέπουν μια τέτοια απόφαση και δεν επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησής της. Επίσης, η ίδια διάταξη καθώς και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλουν σε εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες, αφενός, την πράξη του συμβουλίου διοίκησής του με την οποία αφαιρούνται από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου οι υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί και, αφετέρου, τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την εκ νέου ανάθεση των υποθέσεων αυτών, σε περίπτωση που η πράξη του συμβουλίου διοίκησης έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 19 § 1 εδ. β΄ ΣΕΕ. Τα δικαστικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού πρέπει να αφήσουν ανεφάρμοστη μια τέτοια πράξη.