Πρόσφατη νομολογία


28 Μαΐ 2025

ΔΕΕ C-6/24 & C-231/24: Αρμοδιότητα εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την πρόκληση ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή από ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης

Το αιτούν δικαστήριο Juzgado de Primera Instancia no 8 de La Coruña (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 8 της Λα Κορούνια, Ισπανία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο των δικών Abanca Corporación Bancaria SA (τραπεζικό ίδρυμα ισπανικού δικαίου) κατά των καταναλωτών WE (C-6/24), VX (C-231/24), με αντικείμενο την ερμηνεία των άρθρων 3 §1 και 7 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αναφορικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και, ειδικώς, σχετικά με τη φερόμενη καταχρηστικότητα ρήτρας περί πρόωρης λύσης, η οποία περιέχεται σε συμβάσεις προσωπικού δανείου. Κατά ειδική ρήτρα των γενικών όρων των επίδικων δανειακών συμβάσεων, το τραπεζικό ίδρυμα μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου, καθιστώντας αμέσως απαιτητά τα οφειλόμενα ποσά, σε περίπτωση μη καταβολής, υπό την έννοια ότι συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: (α) ο δανειολήπτης να οφείλει μέρος του κεφαλαίου του δανείου ή των τόκων, (β) το ποσό των ληξιπρόθεσμων και ανεξόφλητων μηνιαίων δόσεων να ανέρχεται τουλάχιστον στο 3 % του δανειακού κεφαλαίου, όταν η μη καταβολή λαμβάνει χώρα κατά το πρώτο ήμισυ της διάρκειας του δανείου ή, τουλάχιστον, στο 7 % του δανείου όταν η μη καταβολή σημειώνεται κατά το δεύτερο ήμισυ της διάρκειας του δανείου και (γ) ο δανειολήπτης να πρέπει να έχει οχληθεί από το τραπεζικό ίδρυμα για να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ποσά εντός προθεσμίας ενός μηνός. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν προθεσμία ενός μηνός για την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου, όπως η οριζόμενη στην επίδικη ρήτρα, αρκεί για να παράσχει πράγματι στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφύγει την πρόωρη λύση της σύμβασης δανείου ή να την καταστήσει ανίσχυρη μετά την κήρυξή της. Δεδομένου ότι πρέπει να διασφαλιστεί το υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, κατά το οριζόμενα στον ΧΘΔ (38), ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13 και, ακολούθως, να επανορθώνει την προκύψασα μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισορροπία. Παράλληλα, ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες σχετικές περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν μια ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης δημιουργεί σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή, υπό το πρίσμα διαφόρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ύπαρξη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων που να παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφύγει την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας ή να άρει τα αποτελέσματά της. Καταληκτικά, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι το άρθρο 3 §1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί πρόωρης λύσης περιλαμβανόμενης σε σύμβαση προσωπικού δανείου, μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι η ρήτρα αυτή παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφύγει την πρόωρη λύση της σύμβασης ή να άρει τα αποτελέσματά της, χωρίς η δυνατότητα αυτή να πρέπει να προβλέπεται από κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος να έχει εφαρμογή ειδικώς επί των συμβάσεων προσωπικού δανείου. Επιπλέον, το άρθρο 3 §1 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί πρόωρης λύσης, η οποία περιέχεται σε σύμβαση δανείου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των μέσων που παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφύγει την πρόωρη λύση της σύμβασης δανείου ή να άρει τα αποτελέσματά της, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη αν η παρεχόμενη σε αυτόν προθεσμία είναι ουσιαστικά επαρκής για να προβεί στην αιτηθείσα εξόφληση των ποσών που εξακολουθούν να οφείλονται στο πλαίσιο του δανείου. Συναφώς, η ύπαρξη διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν, στο πλαίσιο παρόμοιων συμβατικών σχέσεων, ένα τέτοιο χρονικό διάστημα υπέρ του δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο βαρύνουσας σημασίας.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 8.5.2025, C‑6/24 & C‑231/24, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, Abanca Corporación Bancaria SA κατά WE (C-6/24), VX (C-231/24) - Πλήρες κείμενο »