8 Μαΐ 2020
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 565/2014/ΕΕ, για την εισαγωγή απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο και τη Ρουμανία ορισμένων εγγράφων ως ισοδύναμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση ή για πρόθεση παραμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, και για την κατάργηση των αποφάσεων αριθ. 895/2006/EΚ και αριθ. 582/2008/EΚ, έχει την έννοια ότι αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα και δημιουργεί, υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, δικαιώματα τα οποία αυτοί δύνανται να επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους προορισμού, ιδίως το δικαίωμα να μην απαιτείται θεώρηση για την είσοδό τους στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού στην περίπτωση κατά την οποία είναι κάτοχοι θεωρήσεως εισόδου ή άδειας διαμονής περιλαμβανόμενης στον κατάλογο των εγγράφων τα οποία το εν λόγω κράτος μέλος έχει δεσμευθεί να αναγνωρίζει συμφώνως προς την ως άνω απόφαση. Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αερομεταφορέας ο οποίος, είτε ο ίδιος είτε μέσω των εξουσιοδοτημένων και εντεταλμένων αντιπροσώπων του στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχωρήσεως, αρνείται την επιβίβαση επιβάτη, κατ’ επίκληση της αρνήσεως των αρχών του κράτους μέλους προορισμού να επιτρέψουν την είσοδο του εν λόγω επιβάτη σε αυτό το κράτος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως προέκταση του εν λόγω κράτους, με αποτέλεσμα ο θιγόμενος επιβάτης να μη δύναται να επικαλεστεί έναντι του αερομεταφορέα την απόφαση 565/2014 ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναχωρήσεως, προκειμένου να αποζημιωθεί λόγω προσβολής του δικαιώματός του να εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους προορισμού χωρίς να είναι κάτοχος θεωρήσεως εκδοθείσας από το τελευταίο αυτό κράτος. Περαιτέρω, το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), όπως ισχύει έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε αερομεταφορέα να αρνηθεί την επιβίβαση υπηκόου τρίτης χώρας, κατ’ επίκληση αρνήσεως των αρχών του κράτους μέλους προορισμού να επιτρέψουν στον υπήκοο αυτό την είσοδο στο έδαφος του εν λόγω κράτους, χωρίς η άρνηση εισόδου να έχει αποτελέσει αντικείμενο γραπτής και αιτιολογημένης αποφάσεως, κοινοποιηθείσας προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο. Επίσης, ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, ιδίως δε το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που αερομεταφορέας αρνηθεί σε επιβάτη την επιβίβαση με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανεπαρκή ταξιδιωτικά έγγραφα, η ως άνω άρνηση δεν στερεί, αυτή καθαυτήν, τον συγκεκριμένο επιβάτη από την προστασία που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Σε περίπτωση ένδικης αμφισβητήσεως εκ μέρους του επιβάτη, εναπόκειται εν τέλει στο αρμόδιο δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, κατά πόσον η άρνηση δικαιολογούνταν ή όχι από σοβαρό λόγο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Τέλος, ο ίδιος κανονισμός, ιδίως δε το άρθρο 15, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρήτρα εφαρμοστέα έναντι των επιβατών και περιλαμβανόμενη στους εκ των προτέρων δημοσιευμένους γενικούς όρους σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας ή την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορέα, η οποία περιορίζει ή αποκλείει την ευθύνη του τελευταίου σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως επιβάτη λόγω προβαλλόμενης ανεπάρκειας των ταξιδιωτικών του εγγράφων, στερώντας, κατά τον τρόπο αυτό, τον εν λόγω επιβάτη από τυχόν δικαίωμά του σε αποζημίωση.