20 Οκτ 2025
Το αιτούν δικαστήριο (Διοικητικό Πρωτοδικείο Veliko Tarnovo, Βουλγαρία) υπέβαλε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της δίκης «Svilosa» AD κατά Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo, με αίτημα την ερμηνεία του άρθρου 24 §1 και του άρθρου 26 §1 στοιχ. β΄ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ αναφορικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας. Η επίδικη διαφορά έχει ως αντικείμενο τη διορθωτική πράξη προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που αφορά την εμπορική εταιρεία «Svilosa», με έδρα τη Βουλγαρία. Η τελευταία υπεβλήθη σε φορολογικό έλεγχο, κατά τη διάρκεια του οποίου διαπιστώθηκε ότι είχε εκπέσει τον ΦΠΑ εισροών για υπηρεσίες που είχαν νομικό αντικείμενο και παρασχέθηκαν από δικηγορικά γραφεία εγκατεστημένα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και, ειδικότερα, αποσκοπούσαν στην ανάκτηση των ποσών που είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο δανείου χορηγηθέντος από τη Svilosa στο επίδικο Ίδρυμα. Ο σκοπός της χορήγησης ήταν η διοργάνωση συναυλίας με σκοπό να συγκεντρωθούν κεφάλαια για τη στήριξη των παιδιών που πλήττονταν από τον πόλεμο, η οποία εντούτοις δεν πραγματοποιήθηκε, για λόγους για τους οποίους δεν ευθυνόταν το Ίδρυμα, και, ακολούθως, η «Svilosa» προσέφυγε στις υπηρεσίες των δικηγορικών γραφείων προκειμένου να εισπράξει μέρος της απαίτησης που έχει έναντι του Ιδρύματος. Η επιλογή και η πληρωμή των δικηγορικών γραφείων που εκπροσώπησαν το Ίδρυμα ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων έγιναν προς το άμεσο συμφέρον του ίδιου του Ιδρύματος, αλλά και προς το έμμεσο συμφέρον της «Svilosa», ως δανείστριας του Ιδρύματος, η οποία ανέλαβε να καλύψει και το κόστος των υπηρεσιών αυτών. Κατά το ΔΕΕ, η έννοια της «παροχής υπηρεσιών» εμπεριέχει κάθε πράξη η οποία δεν συνιστά παράδοση αγαθών. Συνάμα, ως προς την έννοια της «παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας», το Δικαστήριο με την πάγια νομολογία του έχει κρίνει ότι η τελευταία είναι φορολογητέα μόνον αν υφίσταται μεταξύ του παρόχου και του λήπτη έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται παροχές. Προϋποθέτει, δηλαδή, την ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής. Οι δε πράξεις είσπραξης στις οποίες προβαίνει δανειστής έναντι τρίτου χωρίς ανάθεση ή εντολή του οφειλέτη δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας» υπέρ του οφειλέτη. Σκοπός των διατάξεων της Οδηγίας ΦΠΑ είναι η διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ, αφενός, του υποκειμένου στον φόρο, όταν παρέχει υπηρεσίες προς κάλυψη ιδιωτικών αναγκών του ή αναγκών του προσωπικού του και, αφετέρου, του τελικού καταναλωτή που είναι λήπτης υπηρεσίας του ίδιου τύπου. Κατά το ΔΕΕ, οι πράξεις οι οποίες διενεργούνται προς εξυπηρέτηση των αναγκών και του συμφέροντος μιας επιχείρησης δεν νοούνται και ερμηνεύονται για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση αυτή. Καταληκτικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2 § 1 στοιχ. γʹ, και το άρθρο 26 § 1 στοιχ. βʹ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ έχουν την έννοια ότι πράξεις οι οποίες διενεργούνται από δανειστή με σκοπό την είσπραξη της απαίτησής του, σε περίπτωση που δεν έχει προηγηθεί ανάθεση ή εντολή του οφειλέτη για την πραγματοποίησή τους, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας» ούτε να εξομοιωθούν με τέτοια παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών.