16 Ιουν 2023
Το 2008 ένας καταναλωτής και η σύζυγός του συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Bank M. Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο (CHF) και οι μηνιαίες δόσεις ήταν καταβλητέες σε πολωνικά ζλότι (PLN) κατόπιν μετατροπής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου σύμφωνα με τον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της Bank M. κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης. Εκτιμώντας ότι οι ρήτρες μετατροπής που καθορίζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία είναι καταχρηστικές και ότι η σύμβαση αυτή η οποία τις περιέχει καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ο καταναλωτής άσκησε αγωγή κατά της Bank M. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας. Ζήτησε την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του κέρδους που αποκόμισε η Bank M., κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, χρησιμοποιώντας τα ποσά των μηνιαίων δόσεων του δανείου που είχαν καταβληθεί σε εκτέλεση της σύμβασης. Προς στήριξη της αγωγής του, ο καταναλωτής ισχυρίστηκε ότι η Bank M. εισέπραξε τα ποσά αυτά χωρίς νόμιμη αιτία. Το αρμόδιο πολωνικό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστική παραπομπή ενώπιον του ΔΕΕ με το ερώτημα αν η οδηγία που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες καθώς και οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας παρέχουν στους συμβαλλομένους, στην περίπτωση σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που ακυρώνεται διότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί βάσει της συμβάσεως αυτής και της καταβολής νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης. Το ΔΕΕ έκρινε τα εξής: Στο πλαίσιο της ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου στο σύνολό της για τον λόγο ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι: α) δεν αντιτίθενται σε δικαστική ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το πιστωτικό ίδρυμα αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής των μηνιαίων δόσεων και των εξόδων που κατέβαλε για την εκτέλεση της σύμβασης, καθώς και της καταβολής των νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύονται οι σκοποί της οδηγίας 93/13 και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, και β) αντιτίθενται σε δικαστική ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής του κεφαλαίου που χορηγήθηκε προς εκτέλεση της σύμβασης, καθώς και της καταβολής των νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης.