18 Μαρ 2020
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής ασκηθείσας από καταναλωτή, προκειμένου να διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα ορισμένων ρητρών που περιέχονται σε σύμβαση την οποία ο εν λόγω καταναλωτής συνήψε με επαγγελματία, δεν οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και μεμονωμένα όλες τις υπόλοιπες συμβατικές ρήτρες, τις οποίες δεν έχει προσβάλει ο καταναλωτής, προκειμένου να εξακριβώσει αν οι ρήτρες αυτές μπορούν να θεωρηθούν καταχρηστικές, αλλά οφείλει να εξετάσει μόνον εκείνες που συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως το τελευταίο έχει οριοθετηθεί από τους διαδίκους, εφόσον το εν λόγω δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία, τα οποία συμπληρώνονται, ενδεχομένως, διά της διεξαγωγής αποδείξεων. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, μολονότι βεβαίως, για να εκτιμηθεί η καταχρηστικότητα της συμβατικής ρήτρας επί της οποίας βασίζονται οι αξιώσεις ενός καταναλωτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως την οποία αυτός συνήψε με επαγγελματία, τούτο δεν συνεπάγεται, αφεαυτού, την υποχρέωση του επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα όλων των ρητρών αυτών.