27 Σεπ 2018
H φράση «ρήτρα που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης» του άρθρου 3 παρ. 1 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, αφορά ιδίως συμβατική ρήτρα που τροποποιήθηκε από εθνική νομοθετική διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά τη σύναψη σύμβασης με καταναλωτή, με σκοπό να θεραπεύσει άκυρη ρήτρα περιλαμβανόμενη στην εν λόγω σύμβαση. Επίσης, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής δεν καλύπτει τις ρήτρες που απηχούν αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες θεσπίστηκαν μετά τη σύναψη σύμβασης δανείου συναφθείσας με καταναλωτή προκειμένου να θεραπευτεί άκυρη ρήτρα της σύμβασης, επιβάλλοντας την συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Ουγγαρίας. Παρά ταύτα, ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αποκλείεται από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 2 της οδηγίας αυτής. Περαιτέρω, η απαίτηση σύμφωνα με την οποία οι συμβατικές ρήτρες πρέπει να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Η ανωτέρω οδηγία απαιτεί να αξιολογείται ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών σε συνάρτηση, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο. Τέλος, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να έχει προβληθεί από τον ενάγοντα καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.