Πρόσφατη νομολογία


7 Μαΐ 2025

ΔΕΕ C-452/23: Προϋποθέσεις τροποποίησης μιας σύμβασης παραχώρησης χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης

Το αιτούν δικαστήριο, Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης Fastned Deutschland GmbH & Co. KG κατά Die Autobahn GmbH des Bundes, σχετικά με την τροποποίηση συμβάσεων παραχώρησης της διαχείρισης βοηθητικών εγκαταστάσεων στους γερμανικούς ομοσπονδιακούς αυτοκινητοδρόμους, ώστε να συμπεριληφθεί στις συμβάσεις αυτές η κατασκευή, η συντήρηση και η εκμετάλλευση υποδομών επαναφόρτισης υψηλής ισχύος για τις ανάγκες των οχημάτων. Ειδικότερα, η αίτηση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 72 §1 στοιχ. γʹ Οδηγίας 2014/24/ΕΕ αναφορικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Σύμφωνα με το Δίκαιο της ΕΕ, οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς δύνανται να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το στάδιο ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, ιδίως όταν η εκτέλεση της σύμβασης καλύπτει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εν προκειμένω, απαιτείται ένας βαθμός ευελιξίας για την προσαρμογή της σύμβασης παραχώρησης στις εν λόγω περιστάσεις χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης, δεδομένου ότι πρόκειται για περιστάσεις που δεν θα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, παρά την ευλόγως επιμελή προετοιμασία της αρχικής ανάθεσης από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων μέσων, της φύσης και των χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου έργου, των ορθών πρακτικών στον σχετικό τομέα και της ανάγκης διασφάλισης της κατάλληλης σχέσης μεταξύ των πόρων που δαπανώνται για την προετοιμασία της ανάθεσης και της προβλεπόμενης αξίας της. Περαιτέρω, το ζήτημα αν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δημόσια σύμβαση», κατά την έννοια της Οδηγίας 2014/24, ή ως «σύμβαση παραχώρησης», κατά την έννοια της Οδηγίας 2014/23, πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Η δε διαφορά της κύριας δίκης αφορά συμβάσεις παραχώρησης και, στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 43 §1, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2014/23, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να τροποποιηθεί μια σύμβαση παραχώρησης, χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης, για λόγους σχετικούς με την επέλευση περιστάσεων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από μια επιμελή αναθέτουσα αρχή. Η απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 43 §1, στοιχείο δʹ, σημείο ii, της Οδηγίας 2014/23, πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει και στον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης. Μάλιστα, στην περίπτωση που μια σύμβαση παραχώρησης είχε αρχικώς ανατεθεί in house, κατόπιν διαδικασίας μη στηριζόμενης σε ποιοτικά κριτήρια επιλογής κατά την έννοια του άρθρου 38 της Οδηγίας αυτής, το γεγονός ότι ένας άλλος φορέας, ο οποίος δεν είναι οντότητα in house, αντικαθιστά τον αρχικό παραχωρησιούχο ισοδυναμεί με νέα ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης, η οποία πρέπει να υπόκειται στους κανόνες που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία, όρος που δεν ισχύει στην περίπτωση τροποποίησης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Επισημαίνεται ότι η Οδηγία 89/665 αποσκοπεί στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, και, για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, το άρθρο 1 §3 της Οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, ακόμη και όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει, υπέρ ελεγκτικής αρχής, διαδικασία προσφυγής που παρέχει τη δυνατότητα παρεμπίπτουσας διαπίστωσης παραβάσεων της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων με σκοπό την επιβολή χρηματικής κύρωσης στους οικείους αντισυμβαλλομένους, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, αντιτίθεται στη δυνατότητα κίνησης της συγκεκριμένης διαδικασίας μετά την εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο που έχει εφαρμογή κατά τον χρόνο των πράξεων των οποίων προβάλλεται ο παράνομος χαρακτήρας. Παράλληλα, η «ανάγκη» τροποποίησης μιας σύμβασης παραχώρησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι «προκύπτει» εκ του λόγου και μόνον ότι οι συμβατικές προβλέψεις της δεν καλύπτουν την κατάσταση που διαμορφώθηκε κατόπιν της επέλευσης απρόβλεπτων περιστάσεων. Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι το άρθρο 43 §1, στοιχ. γʹ, της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, έχει την έννοια ότι εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, μια σύμβαση παραχώρησης μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης, ακόμη και όταν έχει αρχικώς ανατεθεί, χωρίς διαγωνισμό, σε οντότητα in house και η τροποποίηση του αντικειμένου της πραγματοποιείται σε ημερομηνία κατά την οποία ο παραχωρησιούχος δεν έχει πλέον την ιδιότητα της οντότητας in house· δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια ελέγχουν, παρεμπιπτόντως και κατόπιν σχετικού αιτήματος, τη νομιμότητα της αρχικής ανάθεσης μιας σύμβασης παραχώρησης στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της τροποποίησης της σύμβασης, όταν η προσφυγή αυτή ασκείται μετά την παρέλευση όλων των προθεσμιών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2στ της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2014/23, για την προσβολή της αρχικής πράξης ανάθεσης, από επιχείρηση η οποία αποδεικνύει το συμφέρον της να της ανατεθεί μόνον το μέρος της σύμβασης παραχώρησης που αποτελεί αντικείμενο της τροποποίησης· η «ανάγκη» τροποποίησης μιας σύμβασης παραχώρησης «προκύπτει», κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 43, όταν απρόβλεπτες περιστάσεις επιτάσσουν την προσαρμογή της αρχικής σύμβασης παραχώρησης προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της ορθής εκτέλεσής της.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 29.4.2025, C-452/23, αίτηση προδικαστικής παραπομπής, Fastned Deutschland GmbH & Co. KG κατά Die Autobahn GmbH des Bundes - Πλήρες κείμενο »