Πρόσφατη νομολογία


27 Αυγ 2025

ΔΕΕ C-396/24: Υποχρέωση δικαστή διασφάλισης της προστασίας καταναλωτή σε διαπίστωση καταχρηστικής ρήτρας σύμβασης ενυπόθηκου δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα

Το αιτούν δικαστήριο (Πρωτοδικείο Κρακοβίας, Πολωνία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της δίκης «mBank S.A. κατά BL, CY και PU, QS κατά mBank S.A.», η οποία αναφέρεται σε αγωγές που επιδιώκουν την επιστροφή καταβληθέντος χρηματικού ποσού σε εκτέλεση συμβάσεων δανείου, οι οποίες κατέστησαν άκυρες λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών. Σύμφωνα με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 7 § 1 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία, όταν σύμβαση δανείου κηρύσσεται άκυρη λόγω της ύπαρξης ρήτρας που χαρακτηρίζεται καταχρηστική, ο επαγγελματίας δικαιούται να απαιτήσει από τον καταναλωτή την επιστροφή του συνόλου του ονομαστικού ποσού του χορηγηθέντος δανείου, ανεξαρτήτως των ποσών που κατέβαλε ο καταναλωτής προς εκτέλεση της σύμβασης αυτής και ανεξαρτήτως του υπολοίπου της οφειλής του. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο συνεκδίκασε τις δύο υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίες αφορούν δύο συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου και συγκεκριμένα η πρώτη από τους καταναλωτές BL και CY και η δεύτερη από τους καταναλωτές PU και QS. Η Οδηγία 93/13 αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, ενώ δεν προωθεί ενιαίες λύσεις όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Η Οδηγία επιδιώκει: α) αρχικά να υφίσταται δικαστική μέριμνα για την αποτελεσματική αποκατάσταση της ισότητας μεταξύ των συμβαλλομένων, η οποία θα διακυβευόταν λόγω της εφαρμογής καταχρηστικής ρήτρας έναντι του καταναλωτή και β) έπειτα να διασφαλίζεται ότι ο επαγγελματίας θα αποτρέπεται από την προσθήκη τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις που προτείνει στους καταναλωτές. Τα δε εθνικά δικαστήρια οφείλουν να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 93/13 και να καταλήγουν σε λύση που να συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό αυτής. Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο καταναλωτής τείνει να αποδέχεται την αγωγή του επαγγελματία για την επιστροφή των ποσών που αυτός κατέβαλε προς εκτέλεση σύμβασης δανείου, η οποία κατέστη άκυρη λόγω της ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας, στο μέτρο που η αποδοχή αυτή θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του ποσού των δικαστικών εξόδων στα οποία πρέπει να υποβληθεί ο εναγόμενος. Τέλος, κατά την κρίση του ΔΕΕ, όταν ο εθνικός δικαστής κρίνει ότι η επίμαχη σύμβαση δανείου δεν είναι εφικτό να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών και όταν στο εθνικό δίκαιο δεν υφίσταται διάταξη ενδοτικού δικαίου που να μπορεί να αντικαταστήσει τις εν λόγω ρήτρες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το υψηλό επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στον καταναλωτή (βάσει της Οδηγίας 93/13) επιτάσσει τη λήψη εκ μέρους του δικαστή όλων των αναγκαίων μέτρων, ώστε να προστατευθεί ο καταναλωτής από τις ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει εις βάρος του η ακύρωση της σύμβασης πίστωσης, ιδίως λόγω του αμέσως απαιτητού της αξίωσης του επαγγελματία, δεδομένου ότι σκοπός της Οδηγίας είναι η αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει διατάξεις του εθνικού δικαίου προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η υποχρέωσή του να κηρύξει την απόφαση αυτή προσωρινώς εκτελεστή, σε περίπτωση αποδοχής από τον καταναλωτή της αγωγής του επαγγελματία για επιστροφή, δεν θίγει τον επιδιωκόμενο από την Οδηγία 93/13 σκοπό της αυξημένης προστασίας του καταναλωτή. Καταληκτικά το ΔΕΕ απεφάνθη ότι το άρθρο 7 § 1 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία, όταν ρήτρα σύμβασης δανείου χαρακτηρισθείσα ως καταχρηστική καθιστά τη σύμβαση άκυρη, ο επαγγελματίας δικαιούται να απαιτήσει από τον καταναλωτή την επιστροφή του συνόλου του ονομαστικού ποσού του χορηγηθέντος δανείου, ανεξαρτήτως των ποσών που κατέβαλε ο καταναλωτής προς εκτέλεση της σύμβασης αυτής και ανεξαρτήτως του υπολοίπου της οφειλής του. Επιπλέον έκρινε ότι η ίδια διάταξη Οδηγίας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση αποδοχής από τον καταναλωτή της αγωγής που άσκησε επαγγελματίας για την επιστροφή των ποσών που αυτός κατέβαλε προς εκτέλεση σύμβασης δανείου η οποία κηρύχθηκε άκυρη διότι περιείχε καταχρηστική ρήτρα, το επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να κηρύξει αυτεπαγγέλτως ως προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση με την οποία δέχεται την αγωγή αυτή, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο δικαστήριο αυτό να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή από τις ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες που μπορεί να έχει εις βάρος του η δήλωση αποδοχής.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 19.6.2025, C-396/24, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, mBank S.A. κατά BL, CY και PU, QS κατά mBank S.A. - Πλήρες κείμενο »