31 Δεκ 2018
Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει να ορίζεται με συλλογική σύμβαση ότι για τον υπολογισμό των απολαβών αδείας λαμβάνεται υπόψη η μείωση των αποδοχών του μισθωτού που οφείλεται στην ύπαρξη, εντός της περιόδου αναφοράς, ημερών κατά τις οποίες, λόγω της εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, δεν παρασχέθηκε εργασία, όπερ συνεπάγεται ότι ο μισθωτός εισπράττει για το χρονικό διάστημα της ελάχιστης ετήσιας άδειας που δικαιούται δυνάμει του ως άνω άρθρου 7, παράγραφος 1, απολαβές αδείας που υπολείπονται των τακτικών αποδοχών που λαμβάνει κατά τις περιόδους εργασίας. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει την εθνική κανονιστική ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, ώστε οι απολαβές αδείας που καταβάλλονται στους εργαζομένους για την ελάχιστη άδεια που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, να μην υπολείπονται του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών που αυτοί εισέπραξαν κατά τις περιόδους παροχής εργασίας. Περαιτέρω, δεν απαιτείται ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως και το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων προστασία, βάσει του εθνικού δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εργοδοτών προς την πάγια νομολογία των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων η οποία επιβεβαίωνε τη νομιμότητα των σχετικών με την άδεια μετ’ αποδοχών όρων της συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τον κατασκευαστικό τομέα.