1 Απρ 2019
Σε πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσιεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2016 προκειμένου να καταρτισθεί βάση δεδομένων υποψηφίων για την άσκηση καθηκόντων οδηγού, το έντυπο εγγραφής ήταν διαθέσιμο μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν, εκτός από άριστη γνώση μίας από τις 24 επίσημες γλώσσες της Ένωσης ως «γλώσσας 1» της διαδικασίας επιλογής, ικανοποιητική γνώση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας ως «γλώσσας 2». Το Κοινοβούλιο αιτιολόγησε τον περιορισμό αυτό της επιλογής της «γλώσσας 2» με βάση «το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο επιβάλλει όπως οι νεοπροσλαμβανόμενοι είναι αμέσως λειτουργικοί και ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία» και με βάση το ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες στο όργανο αυτό. Ελλείψει οποιασδήποτε μνείας περί του ότι το έντυπο εγγραφής, το οποίο είναι διαθέσιμο μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, μπορούσε να συμπληρωθεί σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, οι υποψήφιοι ευλόγως μπορούσαν να υποθέσουν ότι το έντυπο αυτό έπρεπε να συμπληρωθεί υποχρεωτικά σε μία από τις ανωτέρω τρεις γλώσσες. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, η οποία κατ’ αρχήν απαγορεύεται. Το Κοινοβούλιο όμως δεν απέδειξε την ύπαρξη θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί αυτή τη διαφορετική μεταχείριση. Ο περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως «γλώσσα 2» μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική συνιστά επίσης διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, που κατ’ αρχήν απαγορεύεται. Η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσίευσε το Κοινοβούλιο δεν δικαιολογεί τον περιορισμό αυτό με γνώμονα τις γλωσσικές ανάγκες που σχετίζονται ειδικώς με τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν οι οδηγοί που θα προσληφθούν. Ούτε το γεγονός ότι οι οδηγοί πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους κυρίως σε γαλλόφωνες ή γερμανόφωνες πόλεις ούτε το γεγονός ότι τα μεταφερόμενα πρόσωπα χρησιμοποιούν συχνότερα την αγγλική γλώσσα είναι ικανά να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των γλωσσών που είναι δυνατό να επιλεγούν ως «γλώσσα 2» μόνο στις τρεις προαναφερθείσες γλώσσες. Δεν αποδεικνύεται για ποιο λόγο καθεμία από τις γλώσσες αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερη χρησιμότητα για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και γιατί η επιλογή αυτή δεν μπορούσε να αφορά άλλες επίσημες γλώσσες ενδεχομένως χρήσιμες για τέτοια καθήκοντα. Περαιτέρω, στον βαθμό που το Κοινοβούλιο δεν εξέδωσε εσωτερικούς κανόνες με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι, κατ’ ανάγκην, οι πλέον χρήσιμες για όλα τα καθήκοντα στο όργανο αυτό.