Πρόσφατη νομολογία


19 Ιουν 2025

ΔΕΕ C-349/24: Σύνδεση διεθνούς προστασίας με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος και όχι με το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση διεθνούς προστασίας

Το αιτούν δικαστήριο (Krajský soud v Brně: περιφερειακό δικαστήριο Brno, Τσεχική Δημοκρατία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης «Α.Β. κατά Ministerstvo vnitra, Odbor azylové a migrační politiky», με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 3 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Η ένδικη διαφορά προέκυψε μεταξύ του A.B., υπηκόου τρίτης χώρας και αιτούντος τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, και του Υπουργείου Εσωτερικών της Τσεχικής Δημοκρατίας (Τμήμα Πολιτικής για το Άσυλο και τη Μετανάστευση: Ministerstvo vnitra, Odbor azylové a migrační politiky), το οποίο απέρριψε την αίτηση του A.B.. Περαιτέρω, σε δεύτερη εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει ο A.B., το Υπουργείο απάντησε αρνητικά και απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι οι πληροφορίες που συνέλεξε το Υπουργείο σχετικά με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του A.B. είχαν ελλιπή χαρακτήρα. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι το Υπουργείο δεν είχε εξετάσει επαρκώς ορισμένα στοιχεία σχετικά με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του A.B., όπως η διάρκεια της διαμονής του στην Τσεχική Δημοκρατία, η ένταξή του στο εν λόγω κράτος μέλος, η κατάσταση της υγείας του, ο θάνατος της συζύγου του στο ίδιο κράτος μέλος ή ακόμη η απουσία κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών στη χώρα καταγωγής του. Τέλος, το Υπουργείο απέρριψε για τρίτη φορά την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο Α.Β., κυρίως με την αιτιολογία ότι, κατά το πέρας της εξέτασης του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, κατέστη εμφανές ότι ο Α.Β. δεν είχε ισχυρούς κοινωνικούς ή προσωπικούς δεσμούς με την Τσεχική Δημοκρατία. Σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95 (ά. 2 στοιχ. στ΄), προβλέπεται η χορήγηση επικουρικής προστασίας σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εφόσον ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ρήτρας αποκλεισμού και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Το άρθρο 3 της ίδιας Οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ «ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την [εν λόγω] οδηγία». Μάλιστα, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 14 της Οδηγίας 2011/95, συνάγεται ότι οι ευνοϊκότερες διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της Οδηγίας μπορούν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό λιγότερο αυστηρών προϋποθέσεων για τη χορήγηση σε υπήκοο τρίτης χώρας του καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Η διεθνής προστασία δεν συνδέεται με την κατάσταση του αιτούντος στο κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση διεθνούς προστασίας, αλλά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση που ο αιτών πρέπει να επιστρέψει στην εν λόγω χώρα, ενώ η χορήγηση άδειας διαμονής για λόγο που δεν σχετίζεται με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει καμία σχέση με τη λογική της διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να χορηγήσει επικουρική προστασία, κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/95. Από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) ερμήνευσε, με τη διάταξη της 15ης Φεβρουαρίου 2024, την επίμαχη εθνική διάταξη υπό την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικά στον κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία συνδέεται με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος. Τέλος, ένα κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να χορηγεί, δυνάμει του εθνικού του δικαίου και μόνον, δικαίωμα διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους στους υπηκόους τρίτων χωρών των οποίων η επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους θα έθιγε το δικαίωμά τους στην ιδιωτική ζωή, λόγω ρήξης του δεσμού τους με το εν λόγω κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι το ανωτέρω δικαίωμα διαμονής δεν συγχέεται με το καθεστώς του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/95. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας 2011/95, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να θεωρηθεί ως ευνοϊκότερη διάταξη, δυνάμενη να θεσπιστεί σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 3, εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγηση επικουρικής προστασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος, αν απομακρυνόταν προς τη χώρα καταγωγής του, θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί προσβολή του δικαιώματός του στην ιδιωτική ζωή λόγω της ρήξης των δεσμών του με το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση διεθνούς προστασίας.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 5.6.2025, C-349/24, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, Α.Β. κατά Ministerstvo vnitra, Odbor azylové a migrační politiky - Πλήρες κείμενο »