20 Ιουλ 2020
Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κλπ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται για εμπορικούς σκοπούς από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της αντίστοιχης τρίτης χώρας για λόγους δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους. Επίσης, οι διατάξεις του άρθρο 46, παρ. 1 και 2 στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού έχουν την έννοια ότι οι κατάλληλες εγγυήσεις, τα εκτελεστά δικαιώματα και τα αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας που απαιτούνται κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα των ατόμων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων τυγχάνουν ενός επιπέδου προστασίας ουσιαστικά ισοδύναμου με εκείνο που εγγυάται εντός της Ένωσης ο κανονισμός αυτός, όπως ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον Χάρτη. Προς τούτο, κατά την αξιολόγηση του επιπέδου προστασίας που εξασφαλίζεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαβίβασης πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συμβατικοί όροι που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης, και του αποδέκτη της διαβίβασης ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην οικεία τρίτη χώρα όσο και, σε σχέση με την ενδεχόμενη πρόσβαση των δημοσίων αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας στα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα κρίσιμα στοιχεία του νομικού συστήματός της, ιδίως εκείνα που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Περαιτέρω, το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία στʹ και ιʹ του ανωτέρω κανονισμού έχει την έννοια ότι, αν δεν υφίσταται απόφαση επάρκειας εγκύρως εκδοθείσα από την Επιτροπή, η αρμόδια αρχή ελέγχου υποχρεούται να αναστέλλει ή να απαγορεύει τη διαβίβαση δεδομένων προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων οι οποίες έχουν θεσπισθεί από την Επιτροπή, σε περίπτωση που η αρχή ελέγχου εκτιμά, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της διαβίβασης αυτής, ότι οι σχετικές ρήτρες δεν τηρούνται ή δεν μπορούν να τηρηθούν στην εν λόγω τρίτη χώρα και ότι η προστασία των διαβιβαζόμενων δεδομένων που απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε από τα άρθρα 45 και 46 του ΓΚΠΔ και από τον Χάρτη, δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί με άλλα μέσα, εφόσον η διαβίβαση δεν έχει ήδη ανασταλεί ή τερματιστεί είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τον εκτελούντα την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης. Από την εξέταση της αποφάσεως 2010/87/ΕΕ της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2010, σχετικά με τις τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε εκτελούντες επεξεργασία εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2297 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2016, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 47 του Χάρτη δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της αποφάσεως αυτής. Η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/1250 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2016, βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από την ασπίδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής ΕΕ-ΗΠΑ, είναι ανίσχυρη.