6 Μαΐ 2025
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το ΔΕΕ να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Μάλτας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας θεσμοθετημένο πρόγραμμα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές, όπως το Maltese Citizenship by Naturalisation for Exceptional Services by Direct Investment (χορήγηση μαλτέζικης ιθαγένειας με πολιτογράφηση λόγω παροχής εξαίρετων υπηρεσιών μέσω άμεσων επενδύσεων, στο εξής: πρόγραμμα του 2020 για τη χορήγηση ιθαγένειας σε επενδυτές), βάσει του άρθρου 10 § 9 του Maltese Citizenship Act (Chapter 188 of the Laws of Malta) [νόμου περί μαλτέζικης ιθαγένειας (κεφάλαιο 188 των νόμων της Μάλτας)], όπως ισχύει, το οποίο παρέχει δυνατότητα πολιτογράφησης παρά την απουσία πραγματικού δεσμού των αιτούντων με τη χώρα, με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4 § 3, ΣΕΕ. Μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης. Ούτε το κείμενο των Συνθηκών ούτε η οικονομία τους επιτρέπουν να συναχθεί ότι βούληση των συντακτών τους ήταν να προβλέψουν, όσον αφορά τη χορήγηση της ιθαγένειας κράτους μέλους, εξαίρεση από την υποχρέωση τήρησης του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με την οποία μόνον τέτοιου είδους σημαντικές παραβιάσεις των αξιών και των σκοπών της Ένωσης μπορούν να συνεπάγονται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όταν τα κράτη μέλη ασκούν τις σχετικές αρμοδιότητές τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια εξαίρεση δεδομένου ότι θα ισοδυναμούσε με περιορισμό των αποτελεσμάτων που συνδέονται με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικαίου αυτού και, ως εκ τούτου, του συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης. Οι διατάξεις περί ιθαγένειας της Ένωσης περιλαμβάνονται μεταξύ των θεμελιωδών διατάξεων των Συνθηκών οι οποίες, εντασσόμενες στο πλαίσιο του ειδικού συστήματος της Ένωσης, είναι διαρθρωμένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην υλοποίηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, η οποία αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της ίδιας της Ένωσης, και συνιστούν, ως εκ τούτου, αναπόσπαστο τμήμα του συνταγματικού πλαισίου της. Λαμβανομένου υπόψη τόσο του περιεχομένου των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, όσο και του γεγονότος ότι η ιδιότητα αυτή απορρέει αυτομάτως από την ιδιότητα του υπηκόου κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης συνιστά τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών. Επομένως, η ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί μία από τις κύριες εκφάνσεις αλληλεγγύης η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης και, κατά συνέπεια, αποτελεί μέρος της ταυτότητας της Ένωσης ως μιας ιδιαίτερης έννομης τάξης, την οποία τα κράτη μέλη αποδέχθηκαν με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Η ιθαγένεια της Ένωσης εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία εντός ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ο κοινός αυτός χώρος βασίζεται σε δύο βασικές αρχές: την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και την αμοιβαία αναγνώριση εθνικών αποφάσεων. Η ιθαγένεια της Ένωσης αποτυπώνει τη θεμελιώδη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, η οποία βασίζεται σε ένα σύνολο αμοιβαίων δεσμεύσεων. Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο τους κοινούς στόχους της Ένωσης. Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να χορηγεί την ιθαγένειά του -και, συνεπώς, την ιθαγένεια της Ένωσης- έναντι προκαθορισμένων πληρωμών ή επενδύσεων, διότι τούτο θα σήμαινε, κατ’ ουσίαν, ότι η κτήση της ιθαγένειας αποτελεί απλή εμπορική συναλλαγή. Μια τέτοια πρακτική δεν επιτρέπει να θεμελιωθεί ο αναγκαίος δεσμός αλληλεγγύης και πίστης μεταξύ ενός κράτους μέλους και των πολιτών του ούτε να διασφαλιστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και συνιστά, επομένως, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το πρόγραμμα της Μάλτας για τη χορήγηση ιθαγένειας σε επενδυτές αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.