Πρόσφατη νομολογία


17 Ιουλ 2025

ΔΕΕ C-134/23: Οι αιτήσεις ασύλου δεν μπορούν να θεωρηθούν απαράδεκτες εάν η επανεισδοχή σε ασφαλή τρίτη χώρα είναι ανέφικτη

Τα αιτούντα της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση ακυρώσεως της πρώτης κοινής υπουργικής απόφασης και της δεύτερης κοινής υπουργικής απόφασης, για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι οι αποφάσεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 86 του νόμου περί διεθνούς προστασίας και στο άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32. Τα αιτούντα της κύριας δίκης υποστήριξαν, αφενός, ότι η δυνατότητα επανεισδοχής στην Τουρκία των αιτούντων διεθνή προστασία τους οποίους αφορούν οι εν λόγω κοινές υπουργικές αποφάσεις δεν εξασφαλίζεται «μέσω διεθνών συμφωνιών» και, αφετέρου, ότι δεν υφίσταται εύλογη προοπτική επανεισδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία στην Τουρκία αφ’ ης στιγμής, από τον Μάρτιο του 2020 και την πανδημία της νόσου COVID-19, η εν λόγω τρίτη χώρα έχει «παγώσει» τις επανεισδοχές τέτοιων αιτούντων στο έδαφός της. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ακυρώσεως ήταν παραδεκτή μόνον καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της δεύτερης κοινής υπουργικής απόφασης και στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι, στο μέτρο που τα αιτούντα της κύριας δίκης προέβαλαν αιτίαση περί απουσίας νομικής υποχρέωσης της Δημοκρατίας της Τουρκίας να αποδέχεται την επανεισδοχή από την Ελλάδα αιτούντων διεθνή προστασία, η αιτίαση αυτή έπρεπε να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας περί επανεισδοχής, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η Δημοκρατία της Τουρκίας υπείχε τέτοια νομική υποχρέωση. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο διατήρησε αμφιβολίες σχετικά με την εν τοις πράγμασι συμμόρφωση της Δημοκρατίας της Τουρκίας προς την εν λόγω νομική υποχρέωση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, το οποίο παραδέχονται και οι ελληνικές αρχές, ότι, από τον Μάρτιο του 2020 και χωρίς η κατάσταση αυτή να φαίνεται να μπορεί να μεταβληθεί στο εγγύς μέλλον, η εν λόγω τρίτη χώρα έπαυσε να αποδέχεται την επανεισδοχή στο έδαφός της των αιτούντων διεθνή προστασία των οποίων οι αιτήσεις έχουν απορριφθεί ως απαράδεκτες στην Ελλάδα βάσει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε δύο διαφορετικές, υποστηριχθείσες από μέλη του δικαστηρίου αυτού, ερμηνείες του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32 επί του ζητήματος αυτού και υπέβαλε τα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα ενώπιον του ΔΕΕ. Το ΔΕΕ δέχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι από το γράμμα του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη επιτρέπει σε κράτος μέλος να χαρακτηρίζει, με πράξη γενικής ισχύος, ... μια χώρα ως γενικώς ασφαλή τρίτη χώρα για συγκεκριμένους αιτούντες διεθνή προστασία. Επεσήμανε δε ότι το ως άνω άρθρο 38 της οδηγίας δεν εξαρτά το κύρος της πράξης γενικής ισχύος, με την οποία ένα κράτος μέλος χαρακτηρίζει μια τρίτη χώρα ως γενικώς ασφαλή από την προϋπόθεση να αποδεικνύεται ότι οι ενδιαφερόμενοι αιτούντες διεθνή προστασία τυγχάνουν πράγματι εισδοχής ή επανεισδοχής στο έδαφος της εν λόγω τρίτης χώρας. Επίσης κρίθηκε ότι, αφενός, η αποδεδειγμένη εισδοχή ή επανεισδοχή των εν λόγω αιτούντων στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των κανόνων που απαριθμούνται στο άρθρο 38 § 2 της οδηγίας, στους οποίους υπόκειται η εφαρμογή της έννοιας της “ασφαλούς τρίτης χώρας” στα κράτη μέλη και, αφετέρου, από το άρθρο 38 § 4 της οδηγίας συνάγεται εμμέσως ότι ο χαρακτηρισμός μιας τέτοιας τρίτης χώρας ως “ασφαλούς τρίτης χώρας” είναι συμβατός με την άρνηση της εν λόγω χώρας να αποδεχθεί την εισδοχή ή την επανεισδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία στο έδαφός της. Συνακόλουθα, από την τελευταία ως άνω διάταξη προκύπτει ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει χαρακτηρίσει, με πράξη γενικής ισχύος, μια τρίτη χώρα ως γενικώς ασφαλή, παρά το γεγονός ότι η τελευταία έχει αναστείλει τη δυνατότητα, για τους αιτούντες διεθνή προστασία, να εισέλθουν στο έδαφός της, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει σε έκαστο εκ των ενδιαφερόμενων αιτούντων το δικαίωμα να έχει πρόσβαση σε διαδικασία με σκοπό να εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας την οποία υπέβαλε. Έκρινε δε το ΔΕΕ ότι η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32 δεν προσκρούει στους σκοπούς της οδηγίας. Διέλαβε, πάντως, περαιτέρω, τη σκέψη ότι από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 38 συνάγεται ότι, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η τρίτη χώρα η οποία έχει χαρακτηριστεί από κράτος μέλος ως γενικώς ασφαλής δεν αποδέχεται, εν τοις πράγμασι, την εισδοχή ή την επανεισδοχή των ενδιαφερομένων αιτούντων διεθνή προστασία, το εν λόγω κράτος μέλος δεν δύναται να απορρίπτει τις αιτήσεις τους διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτες, επί τη βάσει του άρθρου 33 § 2 στοιχ. γʹ της οδηγίας 2013/32. Περαιτέρω, το εν λόγω κράτος μέλος δεν δύναται να αναβάλλει, αδικαιολόγητα, την εξέταση των αιτήσεων αυτών και οφείλει, μεταξύ άλλων, να μεριμνά ώστε η εν λόγω εξέταση να διεξάγεται σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 10 § 3 στοιχ. αʹ της ίδιας οδηγίας και τηρουμένων των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 31 αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του ΧΘΔ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους με την οποία τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, ενώ, παρά τη νομική υποχρέωση την οποία υπέχει, η εν λόγω τρίτη χώρα έχει αναστείλει, γενικώς και χωρίς να προβλέπεται προοπτική αντίθετης εξέλιξης, την εισδοχή ή την επανεισδοχή των εν λόγω αιτούντων στο έδαφός της.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 4.10.2024, C-134/23, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες κατά Υπουργού Εξωτερικών, Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου - Πλήρες κείμενο »