Πρόσφατη νομολογία


4 Νοε 2025

ΔΕΕ C-110/24: Ο χρόνος μετακίνησης προς & από την εργασία, βάσει των όρων της σύμβασης εργασίας θεωρείται «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της Οδηγ. 2003/88/ΕΚ

Η VAERSA, ανώνυμη εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία στην Generalitat Valenciana (Αυτόνομη Κοινότητα της Βαλένθια, Ισπανία), είναι δημόσια επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η υλοποίηση δημοσίων επενδύσεων για τη βελτίωση των φυσικών περιοχών του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000. Προς τον σκοπό αυτόν, η VAERSA δραστηριοποιείται σε φυσικές περιοχές ανά την επικράτεια της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια μέσω δεκαπέντε ομάδων που αποτελούνται από τέσσερα άτομα έκαστη και των οποίων η δράση κατανέμεται σε προκαθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Μολονότι, σύμφωνα με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στον τομέα της βιοποικιλότητας, ο χρόνος μετακίνησης από τη βάση προς τον χώρο εργασίας εντός της οικείας μικρής προστατευόμενης περιοχής και από εκεί προς τη βάση δεν θεωρείται πραγματικός χρόνος εργασίας, εντούτοις, η VAERSA υπολογίζει, στην πράξη, ως πραγματικό χρόνο εργασίας τον καθημερινό χρόνο μετακίνησης των εργαζομένων από τη βάση προς τον χώρο εργασίας. Αντιθέτως, η εταιρία αυτή δεν υπολογίζει ως χρόνο εργασίας την επιστροφή από τον χώρο αυτόν προς τη βάση κατά τη λήξη του ημερήσιου ωραρίου εργασίας. Επιληφθέν συλλογικής αγωγής που άσκησε η STAS-IV κατά της VAERSA, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Valenciana (ανώτερο δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια, Ισπανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι οι διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν ο χρόνος επιστροφής των εργαζομένων στον τομέα της βιοποικιλότητας από τη μικρή προστατευόμενη περιοχή εντός της οποίας εκτελούν τις σχετικές εργασίες μέχρι τη βάση που έχει καθορίσει η VAERSA πρέπει να υπολογίζεται ως «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1, της οδηγίας 2003/88. Όσον αφορά την πρώτη συνιστώσα της έννοιας του «χρόνου εργασίας», κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασκούντες τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά τους κατά τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ της κατοικίας τους και των χώρων των πελατών, δεδομένου ότι οι μετακινήσεις αυτές αποτελούν το απαραίτητο εργαλείο για την εκ μέρους των εν λόγω εργαζομένων παροχή τεχνικών υπηρεσιών στον χώρο των πελατών. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εργαζόμενοι που τελούν σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασκούντες τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά τους κατά τον χρόνο των εν λόγω μετακινήσεων. Εν προκειμένω, οι όροι σχετικά με τη μετακίνηση των εργαζομένων στον τομέα της βιοποικιλότητας προβλέπονται από τον εργοδότη ο οποίος καθορίζει, μεταξύ άλλων, το μεταφορικό μέσο που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετακίνηση, το σημείο αναχώρησης και επιστροφής, την ώρα αναχώρησης καθώς και τον προορισμό, ήτοι τον χώρο εργασίας. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν σταθερό και συνήθη τόπο εργασίας. Πρέπει κατ’ ανάγκην να μετακινούνται προκειμένου να παράσχουν τις υπηρεσίες που προβλέπονται στη συναφθείσα με τον εργοδότη σύμβαση εργασίας, τηρώντας παράλληλα τους όρους μετακίνησης που επιβάλλει ο εργοδότης. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω μετακινήσεις πρέπει να θεωρηθούν άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιδιότητά τους ως εργαζομένων στον τομέα της βιοποικιλότητας και, επομένως, εγγενείς στην άσκηση της δραστηριότητάς τους. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι σε κατάσταση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ασκούν τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια της μετακίνησης, κατά την έναρξη και τη λήξη του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, από τόπο καθοριζόμενο από τον εργοδότη προς τον χώρο όπου ασκούν τα καθήκοντά τους και αντιστρόφως. Όσον αφορά τη δεύτερη συνιστώσα της κατά την οδηγία 2003/88 έννοιας του «χρόνου εργασίας», κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη κατά τον χρόνο αυτόν, καθοριστικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεση του τελευταίου για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους από τη βάση έως τον τόπο όπου εκπληρώνεται η προβλεπόμενη στην επίμαχη σύμβαση εργασίας κύρια παροχή και, αντιστρόφως, από τον τόπο αυτόν έως τη βάση οι εργαζόμενοι υποχρεούνται να ακολουθούν τις οδηγίες του εργοδότη. Πράγματι, ο εργοδότης είναι αυτός που διατάσσει τους εργαζομένους του να βρίσκονται στη βάση, την τοποθεσία της οποίας καθορίζει ο ίδιος, σε συγκεκριμένη ώρα, προκειμένου να μεταβούν από κοινού, με όχημα του εργοδότη, το οποίο οδηγεί ένας από τους εργαζομένους του, στον εν λόγω τόπο. Επομένως, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά τον χρόνο που απαιτείται για τις μετακινήσεις, ο οποίος κατά κανόνα δεν μπορεί να συμπτυχθεί περαιτέρω, οι εργαζόμενοι δεν έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ελεύθερα τον χρόνο τους και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους, με αποτέλεσμα, να βρίσκονται στη διάθεση του εργοδότη. Καταληκτικά, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το άρθρο 2 σημ. 1 Οδηγ. 2003/88/ΕΚ, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι ο χρόνος μετακίνησης προς και από την εργασία, την οποία οι εργαζόμενοι υποχρεούνται να πραγματοποιούν, από κοινού, σε ώρα καθοριζόμενη από τον εργοδότη και με όχημα που ανήκει σε αυτόν, προκειμένου να μεταβούν από συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο ορίζει ο εργοδότης, στον τόπο εκπλήρωσης της κύριας παροχής που προβλέπεται στη συναφθείσα μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη σύμβαση εργασίας πρέπει να θεωρείται «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 9.10.2025, C-110/24, αίτηση προδικαστικής απόφασης, STAS-IV κατά VAERSA - Πλήρες κείμενο »