Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Γενικά νέα


 

17 Νοε 2021

Brexit – Δικονομικά ζητήματα

Brexit – Δικονομικά ζητήματα

 

Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος

Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο

 

Προδημοσίευση. Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, γ’ έκδοση, 2022.

1. Η πιο σημαντική αρνητική εξέλιξη για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη είναι το Brexit. Στο παρόν στάδιο εξέλιξης της ολοκληρωμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχουν, κατά τη γνώμη μας, τα ακόλουθα δεδομένα: κατ’ αρχάς, εξ επόψεως διαχρονικού δικαίου, για την εφαρμογή ή μη του σημαντικότερου δικονομικού κανονισμού που είναι ο κανονισμός 1215/2012, όπως και των υπολοίπων δικονομικών κανονισμών, για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίσιμος είναι και μόνο, τόσο για τη διεθνή δικαιοδοσία (συμπεριλαμβανομένων των ρητρών παρέκτασης), όσο και για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων[1], ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Δεν λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος συζήτησης της αγωγής, η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και, εφόσον υπάρχει ρήτρα παρέκτασης (στους κανονισμούς που αυτές επιτρέπονται), ο χρόνος κατάρτισής της[2]. Εάν βέβαια υπάρχει αποκλειστική ρήτρα παρέκτασης και αυτή έχει καταρτιστεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2021 θα εφαρμόζεται, θεωρούμε, η Σύμβαση της Χάγης του 2005 για τις συμφωνίες παρέκτασης (κρίσιμη είναι, επομένως, η ημερομηνία που η συγκεκριμένη Σύμβαση της Χάγης τέθηκε σε ισχύ για το Ηνωμένο Βασίλειο)[3]. Σχηματοποιώντας το πρώτο αυτό σημείο περί διαχρονικού δικαίου, κατά τη γνώμη μας πάντα, εφόσον μία αγωγή ή μία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει ασκηθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2021, εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο[4]. Εφόσον πάλι  μία αγωγή ή μία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει ασκηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2021, δεν εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάρτισης τυχόν συμφωνίας παρέκτασης. Σε ότι αφορά ειδικά στις αντίθετες στο ευρωπαϊκό δίκαιο αντι-αγωγικές διαταγές των αγγλικών πολιτικών δικαστηρίων, είναι πρόβλημα μειωμένης έντασης μετά το Brexit, αν και οι εν λόγω διαταγές διατηρούν πρακτική σημασία, κυρίως λόγω των υπαρκτών αντι-αγωγικών διαταγών αγγλικών διαιτητικών δικαστηρίων (LCIA).

2. Τι σημαίνει κατ’ αποτέλεσμα το Brexit και ποιες είναι οι δικονομικές του συνέπειες; Αρχίζοντας από τις επιδόσεις, θα εφαρμόζεται η Σύμβαση της Χάγης του 1965, με ότι αυτό συνεπάγεται επί ερημοδικίας του εναγομένου, κατ’ άρθρο 15 (πραγματική επίδοση, εξάμηνο). Ταχυδρομική επίδοση στην Αγγλία μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να γίνεται, παρά τις αντίθετες ψευδό-δογματικές αναλύσεις, αφού το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει ποτέ αντιταχθεί (αντίθετα από την Ελλάδα ως προς τη Σύμβαση της Χάγης) στην ταχυδρομική επίδοση του άρθρου 10 (α) της Σύμβασης της Χάγης του 1965. Και θα είναι τουλάχιστον παράδοξο, την ίδια εποχή που ο νέος κανονισμός 2020/1784 κατοχυρώνει την ταχυδρομική επίδοση μεταξύ ιδιωτών (που ούτως ή άλλως ίσχυε, κατ’ ορθή ανάλυση, και υπό το καθεστώς του κανονισμού 1393/2007) και η Αγγλία επιτρέπει, κατά το Αγγλικό δίκαιο καθ’ εαυτό, την ταχυδρομική επίδοση, να μην γίνει δεκτό το αυτονόητο, αλλά και το πιο αποτελεσματικό μέσο επίδοσης εξ επόψεως χρόνου. Ταχυδρομική επίδοση στην Αγγλία γινόταν και θα συνεχίσει να γίνεται.

3. Πέραν αυτών, θα έχουμε συγκρούσεις δικαιοδοσίας, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, του θεσμού του forum non conveniens και της προτίμησης των Άγγλων στη lex fori, και αυξημένη χρήση, στην ελληνική έννομη τάξη, της διαδικασίας αναγνώρισης και κήρυξης της εκτελεστότητας των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ. Μπορεί η δικαιοδοσία να είναι το πρωθύστερο ζήτημα, το κλειδί όμως είναι πάντα η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα ελέγχονται τα εξής: το αν η απόφαση θα αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, το αν η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, η τήρηση του δικαιώματος υπεράσπισης, η αντίθεση στο δεδικασμένο απόφασης ελληνικού δικαστηρίου και, τέλος, η αντίθεση στη δημόσια τάξη. Αν πρόκειται πάλι για απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή/και για προσωρινή διαταγή[5], θα ελέγχεται, κατ’ αρχάς, η διεθνής δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων ή/και της προσωρινής διαταγής. Θα πρέπει η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου να υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα ή που χορήγησε την προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω, εξετάζεται αν είναι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ή/και η προσωρινή διαταγή δεκτικές εκτελέσεως σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο της Αγγλίας (θα είναι). Εξάλλου, ελέγχονται τόσο το δικαίωμα ακρόασης του καθ’ ου όσο και η μη αντίθεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ή/και της προσωρινής διαταγής στη δημόσια τάξη. Το ενδεχόμενο η προσωρινή διαταγή αυτή καθ’ εαυτή να είναι αντίθετη σε απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο μάλλον είναι εξαιρετικά σπάνιο. Κρίσιμα είναι, στην πράξη, η διεθνής δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου σύμφωνα με τη γνωστή αρχή του αντικατοπτρισμού, το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη και η προϋπόθεση του κατεπείγοντος.

4. Υπάρχουν υποθέσεις, εκτός πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, για τις οποίες η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. θα έχει κρίσιμες επιπτώσεις, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες οι επιπτώσεις θα είναι, αν όχι ανύπαρκτες, πάντως αμελητέες. Ένα παράδειγμα από την πρώτη κατηγορία: επί διεθνούς απαγωγής παιδιού με τόπο προορισμού το Ηνωμένο Βασίλειο, θα συνεχίζει να εφαρμόζεται η Σύμβαση της Χάγης του 1980, αλλά χωρίς μηχανισμό παράκαμψης υπέρ των δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν την παράνομη μετακίνηση, όπως ισχύει στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο. Με άλλες λέξεις, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένα παράδειγμα ανύπαρκτων δικονομικών επιπτώσεων από το Brexit: υπάρχει εκτελεστός τίτλος Αγγλικού δικαστηρίου και ο δανειστής επιθυμεί πανευρωπαϊκής εμβέλειας κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη του. Ας υποθέσουμε ότι η υπόθεση δεν αφορά σε περιουσιακές σχέσεις συζύγων, αλλά πρόκειται για αμιγώς εμπορική διαφορά. Ούτως ή άλλως, και πριν από την αποχώρησή του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε δεχθεί τον κανονισμό 655/2014 περί της ex parte διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού, το Brexit δεν αλλάζει εν προκειμένω τα δεδομένα της συζήτησης.

5. Σε ότι αφορά πάντως γενικά στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν αμφισβητείται, ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων γίνεται πλέον πιο χρονοβόρα και πιο ακριβή. Για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και για την ηπειρωτική Ευρώπη. Αβέβαιο είναι, προς το παρόν, πως ακριβώς θα αντιδράσουν τα εθνικά δικαστήρια, αγγλικά και δικαστήρια των κρατών μελών της Ε.Ε., κατ’ αρχάς, στις συγκρούσεις εκκρεμών δικών (υπάρχουν προβλέψεις στον κανονισμό 1215/2012 για την εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου τρίτου κράτους εκτός Ε.Ε.), εν συνεχεία στην αντίληψη περί αντίθεσης στη δημόσια τάξη, ελλείψει ρητής τουλάχιστον απαγόρευσης της επί της ουσίας αναθεώρησης της απόφασης. Θα υπάρξουν υποθέσεις έμμεσης αναδίκασης ή θα επικρατήσει η πιο διεθνιστική αντίληψη περί απονομής δικαιοσύνης; Με απλά λόγια, ποια θα είναι η εξέλιξη μετά το ‘δεν σε αμφισβητώ, δεν με αμφισβητείς’, που ίσχυε για τη δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων εντός του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου; Ως προς την εκκρεμοδικία και τη δικαιοδοσία τουλάχιστον, κρίσιμη θα είναι, πιστεύουμε, η παράμετρος κατά πόσο το αγγλικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης σε περιστάσεις στις οποίες ένα δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να έχει αποκλειστική δικαιοδοσία. Επίσης, το ex parte εδώ θα παίξει ρόλο. Οι ex parte διαδικασίες, πιστεύουμε, θα διευρυνθούν. Και θα έρθουν για εκτέλεση αποφάσεις συνεπεία διαδικασίας ex parte. Με αποτέλεσμα ο εθνικός δικαστής να πρέπει να συγκρίνει με την αντίστοιχη πρακτική στην ημεδαπή έννομη τάξη, δηλαδή, μεταξύ άλλων, και το κατά πόσο δύναται να εκδοθεί και να εκτελεστεί απόφαση ερήμην στην Ελλάδα.

6. Εκτός των δικονομικών παραμέτρων, αποκλειστικά σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, κρίσιμη θα αποβεί η θεώρηση που θα επικρατήσει ως προς τη συμβατότητα της εκάστοτε υπό αναγνώριση απόφασης προς τη δημόσια τάξη. Ένα ενδεικτικό και αρκετά συγκεκριμένο παράδειγμα της προβληματικής, από την αναγνώριση της πατρότητας, ήτοι εκτός ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου, αφού οι ισχύοντες ευρωπαϊκοί κανονισμοί δεν εφαρμόζονται στην αναγνώριση και στην προσβολή της πατρότητας (επομένως, τέτοιου είδους θα είναι ο προβληματισμός και στο μέλλον): το γεγονός ότι απόφαση αγγλικού δικαστηρίου δέχεται την αγωγή της αναγνώρισης της πατρότητας από το τέκνο, πέντε χρόνια μετά την ενηλικίωσή του, ενώ στην Ελλάδα τέτοια αγωγή θα απορριπτόταν λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1483 ΑΚ (η προθεσμία είναι ένα έτος μετά την ενηλικίωση του τέκνου), δεν καθιστά, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, την απόφαση αντίθετη στη δημόσια τάξη[6]. Από την άλλη πλευρά, έχει επίσης κριθεί, προσφάτως μάλιστα[7], ότι ο θεσμός της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου ΑΚ 1483 ανάγεται στη δημόσια τάξη, επομένως, απορρίπτεται η αναγνώριση δεδικασμένου απόφασης γερμανικού δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή αγωγή του τέκνου για αναγνώριση της πατρότητας δεκατρία χρόνια μετά την ενηλικίωσή του. Σύμφωνα με την πρόσφατη αυτή απόφαση, κρίσιμο είναι αν οι λύσεις που προέκυψαν ως έννομες συνέπειες με βάση το αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόσθηκε, είναι ανάλογες με αυτές που θα απέρρεαν από το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο. Εφόσον οι έννομες συνέπειες που θα αντλούνταν με βάση το ελληνικό δίκαιο θα ήταν διαμετρικά αντίθετες, δηλαδή θα οδηγούσαν στην απόρριψη της αγωγής πατρότητας, η εισαγωγή των αποτελεσμάτων της απόφασης γερμανικού δικαστηρίου στην ελληνική έννομη τάξη που δεν καλύπτεται από ευρωπαϊκό κανονισμό παραβιάζει την ελληνική ουσιαστική δημόσια τάξη. Κατά τη γνώμη μας, αντιπαραβολή εννόμων συνεπειών ουσιαστικής διάταξης νόμου σημαίνει εκ νέου εκδίκαση. Συνοψίζοντας, στο ουσιαστικό δίκαιο η διακύβευση που υποβόσκει είναι έμμεση αναδίκαση ή μία πιο διεθνιστική αντίληψη περί απονομής δικαιοσύνης που οδηγεί στην αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης ως έχει, άνευ αντιπαραβολής εννόμων συνεπειών.

7. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: ποια εκ των δύο αντιλήψεων θα επικρατήσει; Αν και οι συνέπειες θα είναι και δικονομικές, το θέμα δεν άπτεται της δικονομίας. Πιθανώς ούτε καν της Ευρώπης αποκλειστικά. Σε ότι αφορά αποκλειστικά πάντως στην Ευρώπη, ισχύουν ήδη, θεωρούμε, τα ακόλουθα: ελλείψει ευρωπαϊκής εθνογενετικής διαδικασίας και ελλείψει ενός πολιτικά αποδεκτού ‘άλλου’ - δεν δημιουργείται διαφορετικά συνεκτική συνείδηση -  όποιο μόρφωμα είναι πολύ-εθνικό, για να διαρκέσει, πρέπει να πληροί δύο στόχους: πρώτον, να δημιουργεί ασφάλεια. Δεύτερον, να δημιουργεί οικονομική ευμάρεια. Αφού όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταφέρει, σ’ ένα βαθμό κατ’ ελάχιστο, τους δύο αυτούς στόχους, γιατί συνέβη το Brexit; Μία πρώτη απάντηση είναι διότι προηγήθηκε το Μάαστριχτ. Από την οπτική γωνία των Άγγλων, το επιχείρημα έχει βάση και λειτουργεί συμπληρωματικά στην πιο ιστορική και εν τέλει πιο πειστική εξήγηση. Ποια είναι αυτή; Νομίζω ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι αν υπήρξε Ευρώπη ρωμαϊκή, Ευρώπη πολιτιστικά ελληνική, Ευρώπη του Καρλομάγνου, Ευρώπη του Ναπολέοντα και ούτω καθεξής, δεν υπήρξε ποτέ Ευρώπη Βρετανική. Αυτό που έμοιαζε δηλαδή ως παγιωμένη κατάσταση πραγμάτων, δεν ήταν παρά η πραγματικότητα μιας, έστω δύο, γενεών Άγγλων. Περαιτέρω, υπήρχε ο φόβος, ότι αν η Μεγάλη Βρετανία συνέχιζε να ανήκει στην Ε.Ε., θα αφομοιωνόταν με την έννοια ότι θα έχανε την ταυτότητά της. Το Μάαστριχτ και οι συνέπειές του έφεραν το δίλημμα (για τους Άγγλους) μπροστά, στη συνέχεια διατήρησαν το νόμισμά τους και ακολούθησε το Brexit σε σύμπνοια με τις τότε εξελίξεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης, οι πραγματικές παθογένειες της μικρο-ηγεμονίας της ευρωπαϊκής διευθυντικής ελίτ σε συνδυασμό με την έλλειψη δημιουργίας ‘μύθων της ανάγκης’ αποτέλεσαν την αφορμή, όχι την αιτία. Αλλά, ιστορικά, οι αφορμές είναι εξίσου σημαντικές με τις αιτίες.

 

[1] Άρθρο 67(2)(α) της Συμφωνίας Αποχώρησης.

[2] Για τον προβληματισμό βλ. ιδίως Ι. Ρεβολίδη, Brexit και διαγνωστική δίκη, Lex & Forum 2021. 15 επ., 28-9.

[3] Κ. Βουλγαράκης, Οι συνέπειες του Brexit στη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις από την πλευρά του αγγλικού δικαίου, Lex & Forum 2021. 105 επ., 111.

[4] Έτσι, ορθώς ΠΠρΑθ 1130/2021 [Πρόεδρος Κ. Μαρτίνος Εισηγητής Κ. Σκούβαρης] σημείωμα Δεληκωστόπουλου, sakkoulas-online.gr  

[5] Δεληκωστόπουλος, Η προσωρινή διαταγή κατά τον ΚΠολΔ, 2019, σ. 93-4.

[6] ΑΠ 108/2001 ΕΕΝ 2002. 373 επ., ιδίως 375.

[7] ΜΕφΑθ 2736/2021 [Μ. Πολέμη] ΧρΙΔ 2021. 438 επ.