30 Οκτ 2018
Η συγκεκριμένη υπόθεση ήχθη ενώπιον της Αρχής, έπειτα από καταγγελία δηµοσιογράφου, σύμφωνα με την οποία τον Φεβρουάριο του 2017 στον εξωτερικό χώρο του Εφετείου Αθηνών και κατά την ώρα εκδίκασης υπόθεσης υψηλού ενδιαφέροντος βρισκόταν οµάδα αστυνοµικών, ένας εκ των οποίων εθεάθη να φέρει, ενσωµατωµένη σε ειδική θήκη στη στολή του, συσκευή µε χαρακτηριστικά φορητής κάµερας. Συνυποβλήθηκε ενώπιον της Αρχής και σχετικό φωτογραφικό υλικό, ενώ η Αρχή ζήτησε από την ΕΛ.ΑΣ. να συνυποβάλλει τις απόψεις της, καθώς και ενηµέρωση για τυχόν ενέργειες που έγιναν για τη διερεύνηση της βασιµότητας της καταγγελίας. Η ΕΛ.ΑΣ. ως υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να διαθέτει κατάλληλα µέτρα για τη διασφάλιση της νοµιµότητας κάθε επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα. Απαραίτητο οργανωτικό µέτρο για τη διασφάλιση αυτή είναι η ύπαρξη διαδικασιών διερεύνησης παραπόνων που αφορούν επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα. Ακόµα κι αν αρχικά ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει γνώση για µια ενέργεια ενός υπαλλήλου του, ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του, µόλις λάβει γνώση, όπως µετά από σχετική καταγγελία, οφείλει να εξετάσει αναλυτικότερα την υπόθεση και ενδεχοµένως να λάβει τα κατάλληλα µέτρα. Τα αποτελέσµατα των διαδικασιών αυτών πρέπει να είναι τεκµηριωµένα και να µην επιδέχονται αµφισβήτηση, ακόµα κι αν γίνονται σε πρώτο στάδιο προφορικά. Στην προκειμένη περίπτωση δεν µπορεί µε βεβαιότητα να τεκµηριωθεί ότι στο συγκεκριµένο περιστατικό διενεργήθηκε επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα µέσω βιντεοσκόπησης. Εν όψει των ανωτέρω, η Αρχή έκρινε ότι έπρεπε να απευθύνει στον υπεύθυνο επεξεργασίας σχετικές συστάσεις προς την ΕΛ.ΑΣ., ώστε η τελευταία: α) να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες ώστε η διαδικασία διερεύνησης παραπόνων που σχετίζονται µε επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι προσηκόντως τεκµηριωµένη και β) να συνεργάζεται με την Αρχή.