25 Σεπ 2019
Με την αναιρεθείσα απόφαση οι τρεις κατηγορούμενοι είχαν κριθεί αθώοι για την πράξη της παράνομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ειδικότερα, διότι είχαν προσκομίσει ενώπιον δικαστηρίου πιστοποιητικό περί της πορείας ποινικής δίωξης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, το οποίο ένας εξ αυτών είχε προμηθευτεί νόμιμα από την αρμόδια Εισαγγελία.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, η χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο χορηγήθηκε, ήτοι η παράδοσή του σε τρίτο, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία. Το Εφετείο, λοιπόν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 αφού δέχθηκε ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 απαιτείτο η, μη συντρέχουσα εν προκειμένω, παράνομη εκ μέρους του κατηγορουμένου επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων. Εξάλλου, η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο, που πλέον δημιούργησε ο τρίτος.
Επίσης, το Εφετείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του, όταν δέχτηκε ότι επιτρεπόταν κατ' εξαίρεση η χρησιμοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από τους κατηγορούμενους ενώπιον δικαστηρίων ως μόνο πρόσφορο μέσο προκειμένου να αποδείξουν τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων από το υποκείμενο των δεδομένων. Συγκεκριμένα, δεν προσδιόρισε για ποιο λόγο ήταν απολύτως αναγκαία η χρησιμοποίηση, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, του ως άνω πιστοποιητικού, καθώς και για ποιο λόγο η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα.