9 Ιαν 2020
Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας· έννοια εξάρτησης· σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υφίσταται όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίδει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξαρτήσεως, υφίσταται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών· ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ' αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση.