16 Δεκ 2020
Με την αίτηση αυτή ζητείται η άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου και συγκεκριμένα ως προς την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός», η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, δημιουργήθηκε από την έκδοση των αντίθετων αποφάσεων 1869/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 4/2006 και 32/2011 του Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο συνεστήθη ad hoc προκειμένου να εκδικάσει διαφορές από σύμβαση που συνήφθη κατά το έτος 1999 μεταξύ της αιτούσας εταιρίας, των εταιριών που την είχαν ιδρύσει και του Υπουργού Ανάπτυξης, ενεργούντος ως νομίμου εκπροσώπου του συμβαλλομένου με την ιδιότητα του εκμισθωτή, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (Ε.Ο.Τ.), για την τουριστική αξιοποίηση έκτασης στο Λαγονήσι Αττικής. Η ως άνω σύμβαση τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα έτη 2003 και 2009, μετά τη σύσταση με το άρθρο 12 του ν. 2636/1998 της εταιρίας με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρία Αξιοποίησης Περιουσίας Ε.Ο.Τ.», η οποία μετονομάσθηκε αρχικώς σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία» (άρθρο 9 παρ. 4 ν. 2837/2000) και, ακολούθως, σε «Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης Ανώνυμη Εταιρία» (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ν. 3270/2004, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 2636/1998, έχει αυτοδικαίως τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του ΕΟΤ. Η αιτούσα ασκεί την κρινόμενη αίτηση με έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εφόσον αυτή υπήρξε διάδικος στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις 1869/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 4/2006 και 32/2011 του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 4/2014). Σύμφωνα με το άρθρο 867 του ΚΠολΔ, οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Όπως έχει κριθεί, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής απόφασης, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως κατ’ άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 897 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση, και μόνο για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν μεταξύ των οποίων και αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη (περ. 6). Κατά την έννοια δε της ανωτέρω περ. 6 του άρθρου 897 ΚΠολΔ, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό έννοια προσομοιάζουσα προς εκείνη του άρθρου 33 ΑΚ. Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξάλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται, συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης θα εδημιουργείτο κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Υπό την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, ως τέτοιες διατάξεις (δημόσιας τάξης), νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα προέκυπτε το άτοπο να ελέγχεται η διαιτητική απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου (από τις οποίες υπάρχει πληθώρα στο δίκαιο των συναλλαγών), ουσιαστικώς δηλαδή να επανεκδικάζεται η υπόθεση και να περιάγεται η διαιτητική διαδικασία σε απλό διαδικαστικό προστάδιο της πολιτικής δίκης, πράγμα που θα αντιστρατευόταν ευθέως στη σχετική προς τη φύση της αρχή της μη αναθεώρησης της ουσίας της διαιτητικής απόφασης. Συνεπώς, οι διαιτητικές αποφάσεις 4/2006 και 32/2011 του ανωτέρω Διαιτητικού Δικαστηρίου -ως προς τα νομικώς κριθέντα από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, υφίσταται αντίθετη ερμηνεία από την 1869/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- δεν αποτελούν αποφάσεις «ανωτάτου δικαστηρίου» της τακτικής δικαιοσύνης, δηλαδή αποφάσεις ενός εκ των τριών, αποκλειστικά αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 παρ. ε΄ του Συντάγματος, δικαστηρίων· του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι εν προκειμένω κατά των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων ασκήθηκαν από την «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία» αγωγές με τις οποίες ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας αυτών κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων του ΚΠολΔ, επί των οποίων τελικώς εκδόθηκαν οι 354/2018 και 358/2018 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δεν καθιστά τις αποφάσεις αυτές «ισοδύναμες» προς αποφάσεις του Αρείου Πάγου, εφόσον το Δικαστήριο αυτό δεν αποφάνθηκε επί των σχετικών διαφορών ούτε υιοθέτησε την κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά περιορίσθηκε στον κατά τα ως άνω εκτεθέντα έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων αυτών.