Top

Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 1 (2025)


ΤρΕφΠειρ 6/2024 - σχόλιο: Α. Πανταζόπουλος

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΤρΕφΠειρ 6/2024

Σύνθεση: Θ. Μπούρη, Πρόεδρος Εφετών, Χρ. Λίμουρα, Δ. Καβαλλάρης (Εισηγητής)
Δικηγόροι: Γ. Κεφαλιακός

Νομικές Διατάξεις: άρθρο 254 ΚΠολΔ

Επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ· κακή σύνθεση του δικαστηρίου, αν η επαναλαμβανόμενη συζήτηση λαμβάνει χώρα ενώπιον διαφορετικής σύνθεσης, χωρίς να συντρέχουν νομικοί ή φυσικοί λόγοι· για τη στοιχειοθέτηση της πλημμέλειας δεν αρκεί η μη αναγραφή του σχετικού κωλύματος στα πρακτικά ή στην απόφαση, αλλά οι εκκαλούντες θα πρέπει να επικαλούνται ότι πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεξε στο πρόσωπο των δικαστών που εξέδωσαν τη μη οριστική απόφαση νομικός ή φυσικός λόγος, ως συνέπεια του οποίου δεν ήταν δυνατή η συμμετοχή τους στη σύνθεση του δικαστηρίου· η παραβίαση της υποχρέωσης εκδίκασης της υπόθεσης από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου επί επανάληψης της συζήτησης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.

Με το άρθρο 254 του ΚΠολΔ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 524 § 1 του ίδιου Κώδικα, έχει εφαρμογή και επί της διαδικασίας της κατ’ έφεση δίκης, ορίζεται, κατ’ απόκλιση από το καθιερούμενο με το άρθρο 106 του ίδιου Κώδικα σύστημα της συζήτησης, ότι το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση (ΑΠ 846/2017, ΑΠ 1314/2013). Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται, κατ’ άρθρο 254 εδ. β΄ ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια, που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο. Επομένως, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271επ, 280 ΚΠολΔ, εάν κάποιος παρέστη κανονικά, κατά την προηγούμενη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλ. δεν παρέστη στην αρχική, αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, δικάζεται αντιμωλία και δεν υποχρεούνται οι διάδικοι να καταθέσουν, κατ’ αυτήν την (επαναλαμβανόμενη) συζήτηση, νέες (ιδιαίτερες) προτάσεις, αλλ’ αρκούν αυτές, που κατατέθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στην αρχή της συζήτησης (ΟλομΑΠ 30/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1806/2022, ΑΠ 1095/2020, ΑΠ 428/2020, ΑΠ 1024/2019, ΑΠ 27/2015, σε <www.areiospagos.gr>, ΕφΑθ 5077/2022, ΤΝΠ ΔΣΑ).

Στην προκείμενη περίπτωση, φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 9.11.2022 και με αριθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) …/2022 κλήση του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου οι: α) από 24.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …/2019) και β) από 24.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …/2019) εφέσεις του εναγoμένου και προσθέτως παρεμβαίνοντος Ιερού Ναού … Κορινθίας αντίστοιχα, κατά της με αριθ. 2916/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και της συνεκκαλουμένης με αριθ. 2586/2014 μη οριστικής απόφασης αυτού). Με την άνω εκκαλούμενη οριστική απόφαση έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 31.3.2011 (αριθ. καταθ. …/2011) αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου με την οποία δίωκε την αναγνώριση της ακυρότητας της από 20.7.2006 ιδιόγραφης διαθήκης της … και απορρίφθηκε η από 19.10.2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2012) πρόσθετη παρέμβαση του β΄ εκκαλούντος. Το παρόν Δικαστήριο περαιτέρω, με τη με αριθ. 262/2021 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε παραδεκτές τις Α΄ και Β΄ εφέσεις, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε επανάληψη συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον γραφολόγο …, μετά την ολοκλήρωση της οποίας εισάγονται οι άνω υποθέσεις με την προαναφερόμενη κλήση του εφεσιβλήτου. Αντίγραφο της κλήσης προς περαιτέρω συζήτηση των εφέσεων με πράξη κατάθεσης και ορισμό δικασίμου επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στους εκκαλούντες (των Α΄ και Β΄ εφέσεων, βλ. τις με αριθ. … και …/17.11.2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ν. …) και οι άνω εκκαλούντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση των υποθέσεων στη σειρά του πινακίου. Ωστόσο, με δεδομένο ότι στην προηγούμενη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου (5.11.2020) επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 262/2021 μη οριστική απόφαση, που διέταξε επανάληψη συζητήσεως για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, οι εκκαλούντες (βλ. τα με αριθ. …/2021 πρακτικά συνεδρίασης) είχαν εκπροσωπηθεί κανονικά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …, η παρούσα συζήτηση, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, είναι επαναλαμβανόμενη συζήτηση της προηγουμένης, λογιζόμενη ως ενιαίο σύνολο με αυτήν (άρθρο 254 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ώστε οι άνω εκκαλούντες θεωρείται ότι δικάζονται αντιμωλία, ωσεί παρόντες. Το Δικαστήριο συνεπώς πρέπει να προχωρήσει στην έκδοση οριστικής απόφασης, η οποία είναι πλέον ώριμη προς τούτο, με τη δικονομική παρουσία των άνω εκκαλούντων, συνεκδικάζοντας τις εφέσεις τους (άρθρο 246 ΚΠολΔ) που εισάγονται με την προαναφερόμενη κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου. Εξάλλου, νομίμως συγκροτήθηκε από την αναφερόμενη στα προκαταρκτικά της παρούσας σύνθεση, από την Πρόεδρο Εφετών Θεώνη Μπούρη ως νόμιμη αναπληρώτρια της Προέδρου Εφετών Αικατερίνης Νομικού στο τέταρτο πολιτικό τμήμα, λόγω κωλύματος αυτής (βλ. την με αριθ. 66/2022 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς) και τους Εφέτες Χριστίνα Λίμουρα και Δημήτριο Καβαλλάρη, λόγω προαγωγής των Εφετών Παρασκευής Μπερσή και Αικατερίνης Κοκόλη σε Προέδρους Εφετών.

Kατά τη διάταξη του άρθρου 254 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 9 του ν. 2915/2001 και πριν την τροποποίησή της από τον ν. 4335/2015, «2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν, με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες προβλέπεται συντομότερη προθεσμία κλητεύσεως. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 237 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο του ν. 4335/2015, «1. Οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 1η.1.2016 αγωγές». Με την ανωτέρω ρύθμιση, ο νομοθέτης του ν. 4335/2015 διαφοροποιείται από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που αποτυπώνεται στο άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο οι διαδικαστικές πράξεις, και όχι οι δίκες συνολικά, ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησής τους και κατά τη ορθότερη άποψη η προαναφερθείσα διάταξη αφορά το σύνολο των διατάξεων της νέας διαδικασίας (ότι εφαρμόζονται δηλαδή για τις αγωγές που κατατίθενται μετά την 1η.1.2016) και όχι μόνον τα συγκεκριμένα άρθρα, η αναφορά στα οποία έγινε προκειμένου να προσδιορίσει στα γενικά της χαρακτηριστικά την τακτική διαδικασία, και όχι για να περιορίσει το περιεχόμενό της αποκλειστικά σε συγκεκριμένες διατάξεις (βλ. ΑΠ 1029/2020, κατά την οποία για αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν την 1η.1.2016 ισχύει το προγενέστερο δίκαιο και το ίδιο ισχύει και για τριτανακοπή, Μ. Τσιρίδη, Ζητήματα δικονομικού διαχρονικού δικαίου με βάση τον ν. 4335/2015, Διπλωματική εργασία, σ. 18, Π. Αρβανιτάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 140/2016, ΕΠολΔ 2016. 422).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τον ταυτόσημο δεύτερο λόγο των εφέσεών τους μέμφονται την εκκαλούμενη απόφαση ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπ’ όψιν της τις από 5.11.2018 και 26.7.2018 γνωμοδοτήσεις των γραφολόγων … και … που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους που είχαν κατατεθεί την προηγούμενη ημέρα της επαναλαμβανόμενης δικασίμου (15.11.2018), λόγω εκπροθέσμου κατάθεσης αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όμως, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 254 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της από τον ν. 4335/2015, που απαιτούσε την κατάθεση σημειώματος (ή προτάσεων, χωρίς να απαιτείτο αυτό) πέντε ημέρες πριν τη συζήτηση (όπου αναγκαίως θα έπρεπε να γίνεται επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών στοιχείων), αφού η αγωγή είχε κατατεθεί προ της ισχύος του ν. 4335/2015, ήτοι την 5η.4.2011 και απέρριψε ως απαράδεκτες τις άνω γνωμοδοτήσεις. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι εκκαλούντες έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν παραδεκτά στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο νέα αποδεικτικά στοιχεία, κατά το άρθρο 529 ΚΠολΔ (με μόνο τον περιορισμό της δυνατότητας αυτού να τα απορρίψει ως απαράδεκτα λόγω στρεψοδικίας ή βαρείας αμέλειας του διαδίκου), που θεωρούνται και αυτά που είχαν προσκομισθεί απαραδέκτως στον πρώτο βαθμό (Πανταζόπουλος, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ2, άρθρο 529 αριθ. 2), τα οποία τελικώς δεν προσκόμισαν (λόγω της απουσίας τους). Συνεπώς, ο άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, αλλά και ως αλυσιτελής.

Σύμφωνα με την § 3 της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ (ταυτόσημη ρύθμιση και υπό τον ν. 4335/2015), «Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Με την τελευταία αυτή διάταξη, και για τη διαφύλαξη της αμεσότητας της διαδικασίας, εισάγεται καταρχήν υποχρέωση εκδίκασης της υπόθεσης από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, δηλαδή εκείνου που με την απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1404/2022, ΑΠ 1095/2020, ΑΠ 428/2020, ΑΠ 2016/2013, ΑΠ 834/2010). Κατά μία άποψη, περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ συντρέχει και όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, αναβάλλεται η έκδοση οριστικής αποφάσεώς του, για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή συμπλήρωση αυτής (ΑΠ 1095/2020, ΑΠ 428/2020). Κατά άλλη άποψη, περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 του ΚΠολΔ δεν υπάρχει όταν, μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται με μη οριστική (προδικαστική) απόφασή του συμπληρωματικές αποδείξεις, όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνη, και στην περίπτωση αυτή γίνεται όχι επανάληψη, αλλά ανασυζήτηση της υπόθεσης, οπότε στη σύνθεση του Δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές (ΑΠ 187/2023, ΑΠ 712/2021, ΑΠ 689/2021, ΑΠ 1126/2019, ΑΠ1190/2017, ΑΠ 2006/2013, <www.areiospagos.gr>). Σε περίπτωση που η κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε προβληθεί με λόγο έφεσης, ο οποίος απορρίφθηκε ρητά ή σιωπηρά, τότε ελέγχεται η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, δηλαδή, για μη κήρυξη, παρά τον νόμο, ακυρότητας (ΑΠ 20/2022).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τον ταυτόσημο δεύτερο λόγο των εφέσεών τους επικαλούνται ότι μη νόμιμα έλαβε χώρα η επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική εκκαλούμενη απόφαση) με διάφορη σύνθεση σε σχέση με την αρχική αυτής επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2586/2014 μη οριστική απόφαση, ενώ δεν συνέτρεξαν φυσικοί ή νομικοί λόγοι, αφού δεν αναγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση ή τα πρακτικά αυτής. Όμως, οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεξε στο πρόσωπο των Δικαστών που εξέδωσαν τη μη οριστική απόφαση νομικός ή φυσικός λόγος ως συνέπεια του οποίου δεν ήταν δυνατή η συμμετοχή τους στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την οριστική απόφαση, ώστε να στοιχειοθετείται μη νόμιμη συγκρότηση αυτού, χωρίς να αρκεί μόνη η μη αναγραφή (από ενδεχόμενη παραδρομή) του σχετικού κωλύματος στα πρακτικά ή την απόφαση για τη στοιχειοθέτηση της σχετικής πλημμέλειας (ΑΠ 20/2022, <www.areiospagos.gr>). Σε κάθε περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτουν τα εξής: Η αγωγή (από 31.3.2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) και η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγομένου (από 19.10.2012 και αριθ. εκθ. καταθ. …/2012) συζητήθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) στη δικάσιμο αυτού της 17ης.1.2014, συγκροτούμενο από τους Δικαστές … Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγήτρια, … και … Πρωτοδίκες. Το άνω Δικαστήριο με την με αριθ. 2586/2014 απόφασή του διέταξε επανάληψη συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη και όρισε ως πραγματογνώμονα τη γραφολόγο … Συνεδρίασε εκ νέου στις 16.11.2018, συγκροτούμενο από τους Δικαστές …, Πρόεδρο Πρωτοδικών, … και …-Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες, και με τη σύνθεση αυτή εκδόθηκε η με αριθ. 2916/2019 οριστική απόφαση. Ήδη, όμως, πριν την ανωτέρω ημερομηνία η Πρόεδρος Πρωτοδικών …, που ήταν και Εισηγήτρια, είχε προαχθεί σε Εφέτη (από τις 11.8.2016, Απόφαση Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της 2ας.6.2016), η Πρωτοδίκης … σε Πρόεδρο Πρωτοδικών (από τις 11.6.2014, Απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της 28ης.5.2014), ο δε Πρωτοδίκης … είχε ορισθεί τακτικός Ανακριτής στο Ε΄ Ανακριτικό Τμήμα (π.δ. της 27ης.9.2018, ΦΕΚ Γ΄ 1139). Στη διάταξη, δε, του ισχύοντος Εσωτερικού Κανονισμού του Πρωτοδικείου Πειραιώς [υπ’ αριθ. 42/20 και 24.11.2015 απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επικυρώθηκε με την με αριθ. 3/2016 Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (…)] ορίζεται, «Ειδικές Διατάξεις. Αν έχει διαταχθεί αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή μαρτύρων (άρθ. 245 του ΚΠολΔ) ή επανάληψη της συζητήσεως κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ για υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου οποιασδήποτε διαδικασίας, η υπόθεση μπορεί να ανατεθεί από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης στον ίδιο δικαστή, είτε αυτός υπηρετεί στο ίδιο είτε σε άλλο Τμήμα. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνο για τις υποθέσεις που θα δικάζονται με την τακτική διαδικασία και με το προ του ν. 4335/2015 δικονομικό καθεστώς». Συνεπώς, παρά το ότι από παραδρομή δεν αναγράφηκε σχετικώς στα πρακτικά εισαγωγικό μέρος και σκεπτικό της με αριθ. 2916/2019 οριστικής απόφασης του άνω Δικαστηρίου, δεν ήταν δυνατή η συγκρότηση του Δικαστηρίου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση της 16ης.11.2018 για νομικούς λόγους (λόγω προαγωγής των δύο Δικαστών και ορισμού καθηκόντων Τακτικού Ανακριτή στον τρίτο) από τους ίδιους Δικαστές που είχαν συμμετάσχει στη σύνθεση αυτού που εξέδωσε τη με αριθ. 2586/2014 απόφαση, η οποία είχε διατάξει επανάληψη συζήτησης και πραγματογνωμοσύνη (που –κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη– συνιστά κατ’ ουσίαν προδικαστική απόφαση, ώστε να μην εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 245 § 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό του Πρωτοδικείου Πειραιώς, που μεταξύ άλλων είχε προβλέψει τη δημιουργία αυτοτελούς πινακίου εκδικαζόμενων υποθέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4335/2015 και για το πολυμελές πρωτοδικείο τέσσερα πολιτικά τμήματα, μόνο για τις υποθέσεις μονομελούς πρωτοδικείου τακτικής διαδικασίας, με το προ του ν. 4335/2015 δικονομικό καθεστώς ήταν δυνατός ο ορισμός του ίδιου Δικαστή στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ανεξαρτήτως του τμήματος που υπηρετούσε. Κατόπιν αυτών, ο άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 § 1 εδ. α΄ και 180 του ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη (ΑΠ 708/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1912/2014, ΑΠ 609/2014, ΑΠ 1336/2009). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας, που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται η κληρονομία του (ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 195/2017, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 103/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011, ΑΠ 1063/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 409/2018). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από τον διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνον αποτελεί τεκμήριο, μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ’ αυτή και κάποιου από αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της (άρθρο 1777 του ΑΚ, ΑΠ 707/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 409/2018, ΕφΔωδ 1/2016). Το νόημα του μαχητού αυτού τεκμηρίου γνησιότητας συνίσταται στην ανατροπή του βάρους απόδειξης, δηλαδή, ενώ μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας όποιος επικαλείται τη γνησιότητα της διαθήκης βαρύνεται και με την απόδειξή της, μετά την πάροδο της πενταετίας ανατρέπεται το βάρος της απόδειξης και αυτός που αμφισβητεί το κύρος της διαθήκης βαρύνεται να αποδείξει την έλλειψη γνησιότητας (ΑΠ 1595/2006, ΑΠ 1377/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνον η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή, την ιδιόχειρη από τον διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 726/2016, ΑΠ 618/2016, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 1595/2006, ΕφΠειρ 409/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη. Όταν, όμως, προβάλλεται αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕφΑθ 399/2010, ΕφΑθ 2781/2008, Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1721 αριθ. 2).

Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης του ενάγοντος και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων του εναγομένου και του προσθέτως παρεμβαίνοντος (βλ. τα με αριθ. …/2012 πρακτικά συνεδρίασης επί της με αριθ. 2586/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) της από 16.6.2018 (αριθ. …/2018) έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου …, που διενεργήθηκε δυνάμει της με αριθ. 2586/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, της με αριθ. …./2022 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του γραφολόγου …, που διενεργήθηκε κατόπιν της με αριθ. 262/2021 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και των λοιπών εγγράφων που προσκομίστηκαν με νόμιμη επίκληση από τον εφεσίβλητο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27.8.2007 απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών η …, κάτοικος εν ζωή … (…) και κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς της τα ανίψια της, … (ενάγοντα), … και …, τέκνα των προαποβιωσάντων αδελφών της θανούσας …, οι δύο πρώτοι και του … ο τελευταίος, οι οποίοι καλούνται και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής κατά ποσοστά ¼ οι δύο πρώτοι και ½ (2/4) ο τρίτος (βλ. το με αριθ. …/3.6.2018 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δημάρχου Πειραιά). Κατόπιν αίτησης του εναγομένου, με την με αριθ. 654/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 10.7.2008 δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κυρία η από 20.7.2006 ιδιόγραφη διαθήκη, που φερόταν ότι έχει συνταχθεί από την άνω αποβιώσασα, με την οποία εγκαθιστούσε ως κληρονόμους της τον εναγόμενο, καθώς και τον … Κορινθίας. Το περιεχόμενο της φερόμενης διαθήκης της ανωτέρω διαθέτιδος έχει ως κατωτέρω: «Όλη την περιουσία μου αφήνω στον … Κορινθίας. Ο … θα πουλάει και θα κατασκευάζει στους ναούς του χωριού ότι αυτός νομίζει, χωρίς καμία απολύτως άδεια από δικαστήριο, Μητρόπολη ή Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, αυτοκίνητο, καταθέσεις, κλειδιά αφήνω στον … που με φροντίζει. Πειραιάς, 20 Ιουλίου 2006 …» Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην κληρονομία της αποβιωσάσης περιλαμβάνονται τα κάτωθι δύο ακίνητα: 1. Μία παλαιά διώροφη πέτρινη οικοδομή με το οικόπεδο και την εν γένει περιοχή της που βρίσκεται στον Πειραιά, μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και περιφέρεια του Δήμου Πειραιά και ειδικότερα στην οδό …, στην οποία φέρει τον αριθμό … (παλιότερα έφερε τον αριθμό …), εκτάσεως, κατά τον παρακάτω αναφερόμενο τίτλο κτήσης περίπου 156 τ.μ. ή 278 πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών. Το παραπάνω οικόπεδο συνορεύει, σύμφωνα με τον παρακάτω αναφερόμενο τίτλο κτήσεως, ανατολικά με ιδιοκτησία …, βόρεια με οικία … και ήδη …, δυτικά με την οδό … και νότια με οικία πρώην … ήδη κληρονόμων … Η παραπάνω οικία αποτελείται από ισόγειο όροφο, 78 τ.μ. και πρώτο όροφο ομοίως εμβαδού 78 τ.μ.. 2. Μία αυτοτελή και ανεξάρτητη (κάθετη) ιδιοκτησία κτισμένη σε τμήμα του παρακάτω οικοπέδου της αποκλειστικής χρήσεώς της, το οποίο οικόπεδο βρίσκεται μέσα στον υφιστάμενο, προ του 1923 οικισμό του Δημοτικού Διαμερίσματος (πρώην Κοινότητας) … του Δήμου … της Κορινθίας και έχει συνολική έκταση 1.694,2 τετραγωνικά μέτρα. Η παραπάνω οικοδομή αποτελείται από ανώγεια οικία εμβαδού 80 τ.μ. και αποθήκη-σταύλο εμβαδού 80 τ.μ.. Το παραπάνω τμήμα του όλου οικοπέδου της αποκλειστικής χρήσεως της οικοδομής αυτής, εμβαδού 794,20 τ.μ. συνορεύει, σύμφωνα με το παραπάνω σχεδιάγραμμα: ανατολικά στην πλευρά Α-Μ-Λ 25,50 μέτρων, συν 20,07 με κοινοτικό δρόμο, που έχει πλάτος 2,00 μέτρα, δυτικά στην πλευρά Β-Γ-Δ 23,70 μέτρων, συν 16,92 με ιδιοκτησία …, νότια στην πλευρά Α 17,48 με το άλλο τμήμα του οικοπέδου και βόρεια στην πλευρά Α-Β 16,30 μέτρων με κοινοτικό δρόμο. Ωστόσο, από τα άνω αποδεικτικά μέσα, και ιδίως τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη της διαθέτιδος, αλλά αντίθετα ότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί με το χέρι αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την με αριθ. …/2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου …, η οποία ορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη συγκριτική αντιπαραβολή της γραφής της επίδικης διαθήκης με τη δειγματική γνήσια γραφή της θανούσας (σε 11 έγγραφα, από τα οποία τα 6 έχουν ημερομηνίες από 2002 έως 2004, ήτοι χρονικά πλησίον της συνταχθείσας διαθήκης), διαπιστώθηκαν σημαντικές και επαναλαμβανόμενες διαφορές στη γενική εικόνα, στην ποιότητα χάραξης, στον ρυθμό/αυτοματισμό, στην κλίση, στο μέγεθος/αναλογίες γραμματικών χαρακτήρων, στην ευθυγράμμιση, στις αποστάσεις, στο σύστημα τονισμού, στον βαθμό και το είδος συνδέσεων, στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού των γραμματικών χαρακτήρων που αποτελούν και τη φυσική ποικιλομορφία τους. Επίσης, από την αντιπαραβολή της αμφισβητούμενης ολόγραφης υπογραφής, που έχει τεθεί στην επίδικη διαθήκη με τις υπογραφές του συγκριτικού υλικού (σχηματισμένες, επίσης, ολογράφως) διαπιστώθηκαν διαφορές στη γενική εικόνα, την ποιότητα χάραξης, στον ρυθμό/αυτοματισμό, την κλίση των επιμέρους γραμμάτων και του συνολικού αναπτύγματος, στην ασκούμενη γραφική πίεση, στην ευθυγράμμιση, στις αποστάσεις και στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού των γραμματικών χαρακτήρων που την αποτελούν και τη φυσική ποικιλομορφία τους. Κατόπιν αυτών, η άνω πραγματογνώμονας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί με το χέρι της θανούσας. Αντίστοιχες είναι και οι διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα ειδικού δικαστικού γραφολόγου …, ο οποίος ορίστηκε με την με αριθ. 262/2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ο ανωτέρω διαπίστωσε, επίσης, ουσιώδεις διαφορές της γνήσιας γραφής της θανούσας με τη γραφή της επίδικης διαθήκης και ορισμένες-μερικές ομοιότητες. Ειδικότερα, ενώ στους γραμματικούς τύπους της γραφής του συγκριτικού υλικού παρατηρείται σειρά ομαδοποιήσεων και συνδέσεων, οι γραμματικοί τύποι της υπό έλεγχο διαθήκης δεν συνδέονται μεταξύ τους, αλλά χαράσσονται είτε ανεξάρτητα είτε μέσω τεχνητών συνδέσεων. Ακόμη, ενώ η γνήσια γραφή της θανούσας έχει προοδευτικά κατά βάση δεξιά κλίση, παρατηρείται σ’ αυτή η χρήση τόσο πνευμάτων όσο και περισπωμένης, η υπό έλεγχο γραφή έχει κάθετη κατά βάση κλίση, δεν γίνεται σ’ αυτή η χρήση πνευμάτων και περισπωμένης, ενώ χαράσσονται, επίσης, σημεία στίξης (τελεία και παύλα) που δεν συναντώνται στη γραφή του συγκριτικού υλικού. Περαιτέρω και η ολόγραφη υπογραφή που έχει τεθεί στην επίδικη διαθήκη σε σχέση με την (επίσης ολόγραφη) υπογραφή της θανούσας στο συγκριτικό υλικό εμφανίζει διαφορές ως προς την κλίση των χαράξεων, συνδέσεις μεταξύ των γραμμάτων, τον τονισμό και τον σχηματισμό των γραμματικών τύπων. Και ο ανωτέρω πραγματογνώμων καταλήγει στη συμπέρασμα ότι η από 20.7.2006 διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τη θανούσα …, αλλά από άλλο άτομο σε προσπάθεια μίμησης του γραφικού-υπογραφικού της τύπου, επισημαίνοντας ότι στην υπό έλεγχο γραφή εντοπίζονται επιτηδευμένες χαράξεις και γραφολογικά γνωρίσματα, τα οποία στερούνται φυσικότητας και αυτοματισμών με έλλειψη ρυθμικής συνοχής. Στο ίδιο πόρισμα καταλήγει και ο τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος …, στην από 6.3.2023 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούνται από τα λοιπά (προσκομιζόμενα) αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα μόνον από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου και προσθέτως παρεμβάντος, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο πρώτος από αυτούς κατέθεσε ότι η θανούσα, που φρόντιζε τα τελευταία έτη της ζωής της ο εναγόμενος, επιδείκνυε ενδιαφέρον για την εκκλησία του χωριού της (προσθέτως παρεμβαίνοντα Ιερό Ναό), στη, δε, επίδικη διαθήκη αναγνώρισε τη γραφή της. Ο δεύτερος ανέφερε, επίσης, για τις φιλικές σχέσεις και τη μέριμνα του εναγομένου για τη θανούσα και το ενδιαφέρον αυτής για τα ζητήματα της τοπικής εκκλησίας, με τα οποία ασχολείτο και ο εναγόμενος, εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι η διαθήκη προέρχεται από τη θανούσα. Όμως, οι ανωτέρω μάρτυρες στερούνται ειδικών γνώσεων, ώστε από μόνη τη μαρτυρία τους δεν μπορεί να ανατραπούν οι παραδοχές των άνω πραγματογνωμοσυνών. Κατόπιν αυτών, η αγωγή του ενάγοντος έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η επίδικη διαθήκη είναι άκυρη, λόγω του ότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τη θανούσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 20.7.2006 ιδιόγραφης διαθήκης της … και απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση του β΄ εκκαλούντος υπέρ του εναγομένου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε και οι λοιποί ταυτόσημοι λόγοι των εφέσεων των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθούν και κατ’ επέκταση και οι εφέσεις τους στο σύνολό τους ως αβάσιμες. Σε βάρος των εκκαλούντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας για κάθε έφεση (άρθρα 179, 183 και 191 ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο (με αριθ. …/2019 και …/2019 e-παραβόλων) ποσού 150 ευρώ (άρθ. 495 αριθ. 4 ΚΠολΔ).

Παρατηρήσεις

Αθανασίου Π. Πανταζόπουλου, Προέδρου Πρωτοδικών, Δ.Ν.

Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου επί μη τήρησης της διάταξης του άρθρου 254 § 3 ΚΠολΔ (: εκδίκαση της υπόθεσης στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση από την ίδια σύνθεση, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο), στην περίπτωση που διατάχθηκε με μη οριστική απόφαση πραγματογνωμοσύνη

Σύμφωνα με το άρθρο 254 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ, «Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Η εν λόγω διάταξη, ως έχει (και) σήμερα, τέθηκε αρχικά (τότε ως δεύτερο εδάφιο της τρίτης παραγράφου) με το άρθρο 25 § 2 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011). Κατά, δε, την αιτιολογική έκθεση του τελευταίου για την εν λόγω διάταξη, «διευκρινίζεται ότι επιβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης από τον ίδιο δικαστή επί μονομελών δικαστηρίων και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών, με την προσδιοριζόμενη επιφύλαξη. Οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης από αυτόν τον κανόνα δεν είναι δυνατό να συντρέχουν επί μονομελών δικαστηρίων, όταν ο δικαστής συνεχίζει να υπηρετεί κανονικά στο ίδιο δικαστήριο. Η ρύθμιση κατατείνει σαφώς στην οικονομία δικαστικού μόχθου και στην ορθότερη απονομή του δικαίου, εφόσον ο συγκεκριμένος δικαστής ή η συγκεκριμένη σύνθεση έχουν ήδη πλήρη γνώση της υπόθεσης και των λόγων που οδήγησαν στην επανάληψη»[1].

Στη σχολιαζόμενη απόφαση κρίθηκε ως λόγος εφέσεως η παραβίαση των κανόνων περί νόμιμης συνθέσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού η κακή σύνθεση του τελευταίου δεν συγκροτεί τον λόγο αναιρέσεως κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 559 αρ. 2 ΚΠολΔ[2], αλλά ενδεχομένως ελέγχεται κατ’ άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ[3], με αναίρεση κατά της απόφασης που τυχόν απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης, υπό την παραδοχή ότι από την παραβίαση της διάταξης αυτής (άρθρο 254 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ) επέρχεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης συγκρότησης του δικαστηρίου και εντεύθεν της συζήτησης, της διάσκεψης και της δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης[4]. Την ακυρότητα αυτή οφείλει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο να ελέγξει, αφού πρόκειται για ακυρότητα κατ’ άρθρο 159 αριθ. 2 ΚΠολΔ και δη παράβαση διαδικαστικού κανόνα δημόσιας τάξης που θεμελιώνει τον εξειδικευμένο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 2 ΚΠολΔ[5].

Όπως εκτίθεται και στο σκεπτικό της απόφασης, η νομολογία διχάζεται ως προς το εάν πληρούται ο αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 2 ΚΠολΔ στην περίπτωση που διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη με εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ επί μη τήρησης της τρίτης παραγράφου της διάταξης. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι με τον ν. 2915/2001 καταργήθηκε η προδικαστική απόφαση, δίχως στο τότε νέο άρθρο 237 ΚΠολΔ να προβλέπεται κάτι για την πραγματογνωμοσύνη ή την αυτοψία ή γενικότερα τις «νέες αποδείξεις», ενώ τροποποιήθηκαν τα άρθρα 370 § 1 και 389 ΚΠολΔ που αναφέρονταν στην πραγματογνωμοσύνη μετά από έκδοση προδικαστικής απόφασης. Έκτοτε, επικράτησε η άποψη ότι η πραγματογνωμοσύνη μπορούσε να διαταχθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, αφού κατά τη μελέτη ή τη διάσκεψη της υπόθεσης ανέκυπτε ανάγκη απόδειξης με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο[6]. Μετά, δε, τον ν. 4335/2015, ρητώς προβλέφθηκε στο άρθρο 254 § 1 ΚΠολΔ ότι «το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, … όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο»[7].

Κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη στη νομολογία,[8] περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όσον αφορά στην απαιτούμενη με αυτό σύνθεση του δικαστηρίου, δεν υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται με μη οριστική απόφασή του συμπληρωματικές αποδείξεις στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης, όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για επανάληψη της συζήτησης για αναφερόμενο στο άρθρο 254 ΚΠολΔ λόγο, αλλά για ανασυζήτηση της υπόθεσης, μετά και τη διεξαγωγή των συμπληρωματικών αποδείξεων, οπότε μπορεί το δικαστήριο να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Στην ίδια ερμηνευτική κατεύθυνση κινούνται και οι υποστηρικτές της άποψης περί ανάγκης προσφυγής στο άρθρο 254 ΚΠολΔ μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης με τον ν. 2915/2001, προκειμένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, αφού δέχονται ότι δεν ταυτίζεται η προδικαστική απόφαση περί αποδείξεων με τη μη οριστική απόφαση για επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ[9]. Ομοίως, δε, και οι υποστηρικτές της άποψης περί μη εφαρμογής του άρθρου 254 ΚΠολΔ επί διάταξης πραγματογνωμοσύνης επισημαίνουν[10] ότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση έκδοσης της οριστικής απόφασης από τους ίδιους δικαστές που εξέδωσαν τη μη οριστική απόφαση και δη από την υπερνομοθετική αρχή του νόμιμου δικαστή, ώστε να καθίσταται σε αυτήν την περίπτωση η απόφαση αναιρετέα κατ’ άρθρο 559 αρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η μη οριστική απόφαση με την οποία διατάσσεται η πραγματογνωμοσύνη, μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης, είναι aliud σε σχέση με την επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ. Διότι ο χρόνος που μεσολαβεί από την έκδοση της μη οριστικής απόφασης, που διατάσσει την απόδειξη, ιδίως με πραγματογνώμονες, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης, αποδεικνύεται στην πράξη εξαιρετικά μακρύς, ώστε να καθίσταται ανέφικτη η έκδοση και της οριστικής απόφασης από τους ίδιους ακριβώς δικαστές που διέταξαν την προδικαστική, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των κενών και ασαφών σημείων, χάριν των οποίων διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ[11].

Σύμφωνα, όμως, με μέρος της νομολογίας[12], επί παραβίασης της διάταξης του άρθρου 254 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ, θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 2 ΚΠολΔ και στην περίπτωση που διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Η άποψη αυτή είναι πιο πειστική, καθώς η διάταξη του άρθρου 254 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ τέθηκε σε χρόνο (2011) που η πραγματογνωμοσύνη διατασσόταν ήδη με προσφυγή στο άρθρο 254 § 1 ΚΠολΔ, περίπτωση που ο νομοθέτης δεν διέκρινε. Επιπλέον, με την τροποποίηση της ίδιας διάταξης με τον ν. 4335/2015, ως ίσχυσε μέχρι τον ν. 4842/2021, ο νομοθέτης ρητώς αναφέρθηκε πλέον –στην πρώτη παράγραφο της εν λόγω διάταξης– στην εφαρμογή της εν λόγω διάταξης (μεταξύ άλλων και) για τη διενέργεια των αποδεικτικών μέσων της αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή της εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο, όπως προαναφέρθηκε, δίχως και πάλι να διακρίνει στην τρίτη παράγραφο, ως προς τη σύνθεση του δικαστηρίου στην περίπτωση της ανασυζήτησης της υπόθεσης, μετά και τη διεξαγωγή των συμπληρωματικών αποδείξεων[13]. Τελεολογικώς, δε, ο νομοθέτης δεν διακρίνει, διότι το δικαστήριο που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθούν τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, έχει πλήρη γνώση της υπόθεσης και των λόγων που επιβάλλουν τη διενέργεια των επιπλέον αποδεικτικών μέσων και τα οποία συνεπάγονται την επανάληψη της συζήτησης. Επομένως, συντρέχει και εν προκειμένω η ratio θέσπισης της διάταξης που συνίσταται προεχόντως, όπως προαναφέρθηκε, στην οικονομία δικαστικού μόχθου και στην ορθότερη απονομή του δικαίου. Σαφώς δε συντρέχει παραβίαση της αρχής του νόμιμου δικαστή εκ του μη προσδιορισμού της αυτής συνθέσεως στην επαναλαμβανόμενη δίκη, εφόσον η σύνθεση του δικαστηρίου καθορίζεται δεσμευτικώς από συγκεκριμένη διάταξη του ΚΠολΔ[14]. Εξ αυτού του λόγου, άλλωστε, η νομολογία παγίως δεχόταν ότι υπό την προηγούμενη (: αρχική) μορφή του άρθρου 254 ΚΠολΔ δεν υφίστατο υποχρέωση συμμετοχής των ίδιων δικαστών, κατ’ ανάγκη στην επαναλαμβανόμενη, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, συζήτηση[15], αφού τέτοια υποχρέωση δεν έθετε τότε ο νόμος, όπως εξακολουθεί να μην θέτει σε άλλες περιπτώσεις επανάληψης της δίκης (π.χ. άρθρα 249, 250 ΚΠολΔ). Ας σημειωθεί, δε, ότι με τον ν. 4842/2021 επιλέχθηκε η διάταξη των εν λόγω αποδεικτικών μέσων με μη οριστική απόφαση (: διάταξη) κατά τα οριζόμενα στο νέο άρθρο 237 ΚΠολΔ από την αρχική σύνθεση της υπόθεσης πριν την περάτωση της συζήτησης της υπόθεσης, ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω νομοθετική επιλογή δεν αποκλείει τη διάταξη πραγματογνωμοσύνης και με μη οριστική απόφαση κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ[16], οπότε θα πρέπει και εντεύθεν να δίδεται η δέουσα προσοχή κατά την επαναφορά της συζήτησης και τον προσδιορισμό της σύνθεσης.

Τέλος, η σχολιαζόμενη απόφαση δέχεται ότι η συγκεκριμένη ακυρότητα δεν εμφιλοχωρεί στην περίπτωση που από παραδρομή δεν αναγράφηκε σχετικώς στα πρακτικά, εισαγωγικό μέρος και σκεπτικό της οριστικής (μετά την επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ) απόφασης του άνω δικαστηρίου, ότι δεν ήταν δυνατή η συγκρότηση του δικαστηρίου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση για νομικούς ή φυσικούς λόγους από τους ίδιους δικαστές που είχαν συμμετάσχει στη σύνθεση αυτού που εξέδωσε τη μη οριστική απόφαση, η οποία είχε διατάξει επανάληψη συζήτησης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Στο ζήτημα της νόμιμης σύνθεσης, η νομολογία δέχεται ότι ναι μεν, κατά το άρθρο 432 σε συνδυασμό με το άρθρο 312 ΚΠολΔ, η απόδειξη της νόμιμης σύνθεσης ως προς τα πρόσωπα που συνέπραξαν σε αυτή γίνεται από την απόφαση ή από τα πρακτικά, εφόσον δεν προσβάλλονται ως πλαστά[17], πλην, όμως, η μη αναφορά της απόφασης σε κωλύματα ή τον διορισμό των δικαστών ή η μη αναγραφή στην εκδοθείσα απόφαση της μη υπάρξεως Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία ως και της ιδιότητας του αρχαιοτέρου Πρωτοδίκη ως τέτοιου (αρχαιοτέρου) για την εκδίκαση εφέσεως[18] δεν συνεπάγονται ως κύρωση την έλλειψη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου, συγκροτούσα τον αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 559 αρ. 2, αφού τα ζητήματα αυτά ανάγονται στη διεύθυνση της εσωτερικής υπηρεσίας του οικείου δικαστηρίου[19], ή για τον λόγο ότι τέτοια κύρωση για την αιτία αυτή δεν απαγγέλλεται από καμία διάταξη[20].

Η τελευταία θέση της νομολογίας είναι πειστική, διότι, σε αντίθεση με τα ζητήματα δημοσιότητας της δικαστικής απόφασης[21] και τη σύνθεση του δικαστηρίου[22] που αποδεικνύονται από την απόφαση και τα πρακτικά (ως γεγονότα που λαμβάνουν χώρα ενώπιον του συντάκτη του δημοσίου εγγράφου[23] - άρθρο 438 ΚΠολΔ), η πράξη συγκρότησης του δικαστηρίου επί των διαφόρων δικασίμων και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο προηγούνται της δικαστικής απόφασης. Από καμία διάταξη, δε, δεν προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η αναγραφή στη δικαστική απόφαση των διαδικαστικών ενεργειών που προηγήθηκαν του ορισμού της συνθέσεως[24], ούτε του οργάνου που τους όρισε[25], αλλά μόνον η αναγραφή των μελών της συνθέσεως (άρθρο 305 αριθ. 1 ΚΠολΔ). Όταν, δε, γίνεται σχετική αναφορά στη δικαστική απόφαση, αυτή είναι όλως γενικόλογη («κατόπιν κληρώσεως» ή «λόγω κωλύματος»), χωρίς να αναφέρονται τα ειδικότερα επί μέρους στοιχεία που άπτονται ζητημάτων νόμιμης σύνθεσης. Αντιθέτως, τα τελευταία προκύπτουν όχι από καθ’ εαυτή τη δικαστική απόφαση (πλην των μελών της συνθέσεως που συνέπραξαν στην έκδοση και τη δημοσίευσή της), αλλά από έτερα, επίσης, δημόσια έγγραφα του δικαστηρίου, όπως το πινάκιο, οι αναρτώμενες υπηρεσίες των δικαστών της σύνθεσης, οι πράξεις αναπλήρωσής τους και άλλα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών της σύνθεσης, οι νομοθετικές πράξεις προαγωγής, ορισμού των δικαστικών λειτουργών σε ειδικά καθήκοντα, έγγραφα που ελέγχονται όταν προταθεί σχετικός λόγος αναιρέσεως[26] ή εφέσεως, όπως στην περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης.



[1] Αιτ.Εκθ. ν. 3994/2011, υπό το άρθρο 25.

[2] ΑΠ 700/2021, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 468/1991, ΕΕΝ 1992. 488· Βασιλείου/Γιδόπουλος, Περί του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως2 (1931), § 32 υποσημ. 3, σ. 221-222· Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ4 (2021), σ. 275, υποσημ. 577.

[3] Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ2 (2006), σ. 94. Βλ. επίσης Σοφιαλίδη, Δικονομική ακυρότητα, 1991, σ. 127-133· Καλαβρό, ό.π., 433-435· Ι. Δεληκωστόπουλο, Οι δικονομικοί λόγοι αναιρέσεως (2009), σ. 379· Τσικρικά, Διαδικαστικές πράξεις (2017), σ. 141-142.

[4] Πλήττοντας αναγκαίως και τις επόμενες διαδικαστικές πράξεις του δικαστηρίου που αναφέρονται στο κείμενο, με τις οποίες και η διαδικαστική πράξη της συγκρότησης του δικαστηρίου συμπλέκεται [: Μιχελάκης, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως (1944), σ. 22-23, 27-28· Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις (1968), σ. 64-70· Μητσόπουλος, Διαδικαστικαί πράξεις, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου (1983), σ. 326· Σοφιαλίδης, ό.π., 228-234· Καλαβρός, ό.π., 424].

[5] ΑΠ 20/2022, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 535/2016, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 2/2016, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 1434/2007, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 1498/2006, Νόμος· Καλαβρός, ό.π., 533· Α. Μπακόπουλος, Προβλήματα από τους αναιρετικούς λόγους 1, 14 και 19 άρθ. 559 ΚΠολΔ, Δ 1995. 741· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι, άρθρο 159 αριθ. 10. Βλ. υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, Γιδόπουλο, Η δικονομική ακυρότης κατά τον νόμον ΓΨΟΘ΄2 (1929), σ. 71-74. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως συναντάται και στο γερμανικό δίκαιο (§ 547, Nr. 1 ZPO), ελεγχόμενης της παραβίασης της νόμιμης συνθέσεως του δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση κατά την τελευταία συνεδρίαση πριν την έκδοση απόφασης, κατά τις σχετικές διατάξεις της ZPO και του GVG, και όχι προηγούμενων συνθέσεων και εφόσον προταθούν [BGH, Beschl. v. 26. März 1986 - III ZR 114/8, NJW 1986. 2115· Thomas/Putzo (-Seiler), ZPO43 (2022), § 547, Nr. 2-3· Ζöller (-Heßler), ZPO34 (2022), § 547, Nr. 2], όπως και στο αυστριακό δίκαιο (: § 477, Nr. 2 öZPO σε συνδυασμό με § 503 öZPO), με την επισήμανση ότι ο εν λόγω (σχετικός) λόγος αναίρεσης θεραπεύεται κατά την § 260 Abs. 2 öZPO, εφόσον δεν προβάλλει αντίρρηση κάποιος διάδικος [Rechberger/Simotta, Zivilprozessrecht9 (2022), Νr. 1086]. Βλ. για το γαλλικό δίκαιο Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π., 12-13 και 29-30, υποσημ. 2· Σινανιώτη, ό.π., 89.

[6] ΕφΠειρ 532/2015, Νόμος· ΕφΑθ 40/2007, ΕλλΔνη 2007. 933 = sakkoulas-online· ΕφΑθ 312/2003, ΑρχΝ 2003. 239 με σημ. Νικολαΐδη· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα 2001, άρθρο 254 αριθ.2· Νικολόπουλος, Δίκαιο αποδείξεως (2005), σ. 183. Βλ. επίσης Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Τέντε), ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα 2001, άρθρο 344 αριθ. 3 για τη διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων με εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, μετά την κατάργηση του άρθρου 344 ΚΠολΔ. Κατά τον Νίκα (ΠολΔ ΙΙ, § 82 αριθ. 7), η πραγματογνωμοσύνη θα διατασσόταν με απλή προφορική ανακοίνωση που θα καταχωριζόταν στα πρακτικά και μόνον κατ’ εξαίρεση με προσφυγή στο άρθρο 254 ΚΠολΔ. Αντίθετα, Στ.-Σπ. Πανταζόπουλος, Ο νέος ν. 2915/2001 και ο τροποποιητικός αυτού ν. 3043/2002. De lege ferenda προτάσεις για την αποτελεσματική και ταχεία απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, ΕλλΔνη 2003. 85-86. Βλ. επίσης Γραμματικούδη, Η δίκη στον δεύτερο βαθμό, σε Πρακτικά Διημερίδας με θέμα «Ο ΚΠολΔ μετά τον ν. 2915/2001» (2002), σ. 141. Βλ. επισκόπηση του όλου ζητήματος σε Αθ. Πανταζόπουλο, Οι μη οριστικές αποφάσεις και ιδίως η διάταξη για διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης μετά και τις πρόσφατες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2022. 8-10.

[7] Αθ. Πανταζόπουλος, ό.π., 10-12· Κατηφόρης, Εξουσίες του δικαστηρίου και των διαδίκων στην πολιτική δίκη (2020), σ. 98· Χατζηγιαννάκος, Η δικαστική πραγματογνωμοσύνη κατά τον ΚΠολΔ, 2020, σ. 75. Βλ. για το ίδιο ζήτημα μετά τον ν. 4842/2021, Μακρίδου, Αξιολόγηση των ρυθμίσεων του πρόσφατου ν. 4842/2021 για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες, ΕλλΔνη 2022. 7-8· Στ.-Σπ. Πανταζόπουλο, Ο νόμος 4842/2021 «ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις», ΕλλΔνη 2022. 21· Αθ. Πανταζόπουλο, ό.π., 13επ· Μαρκουλάκη, Η επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2023. 10, 14-18· Καραΐνδρου, Διαταγή αποδείξεων μετά την ισχύ του ν. 4842/2021, ΕΠολΔ 2023. 26-28, 30-33.

[8] ΑΠ 572/2023, Νόμος· ΑΠ 187/2023, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 712/2021, Νόμος· ΑΠ 689/2021, Νόμος· ΑΠ 1126/2019, Νόμος· ΑΠ 1190/2017, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 535/2016, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 2006/2013, Νόμος = sakkoulas-online. Βλ. επίσης Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, σ. 167· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κονδύλη), ΚΠολΔ2 (2020), άρθρο 559 αρ. 41.

[9] Μακρίδου, Η επανάληψη της συζητήσεως κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, σε Μελέτες Αστικού Δικονομικού και Διεθνούς Δικονομικού Δικαίου, τόμ. 1 (2010), σ. 123-124.

[10] Νίκας, Διάταξη πραγματογνωμοσύνης για απόδειξη της πλαστότητας και νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου (ΚΠολΔ 559 αρ. 2)· λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως (ΚΠολΔ 559 αρ. 19) και για λήψη υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως μη προταθείσας ενστάσεως παραγραφής της επικαλούμενης πλαστογραφίας (ΚΠολΔ 559 αρ. 8) (γνμδ.), Νομικές Μελέτες ΙΙ, σ. 227-234 = ΝοΒ 2014. 2017-2028.

[11] Νίκας, ό.π., 233.

[12] ΑΠ 1095/2020, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 428/2020, Νόμος. Βλ. επίσης και την ΑΠ 689/2022, ΝοΒ 2022. 1744 = sakkoulas-online, που αφορούσε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 254 του ΚΠολΔ, προκειμένου: α) να διευκρινισθούν τα αναγραφόμενα σ’ αυτή αμφίβολα σημεία, β) να επαναληφθεί η εξέταση στο ακροατήριο του πρωτοδίκως εξετασθέντος μάρτυρα ή να εξετασθούν νέοι μάρτυρες ένας από κάθε διάδικο μέρος και γ) να προσκομισθούν όσα έγγραφα οι διάδικοι κρίνουν αναγκαία, ακόμη και νέα· και από τη θεωρία Αθ. Πανταζόπουλο, ό.π., 18 και υποσημ. 145.

[13] ΑΠ 428/2020, Νόμος = sakkoulas-online.

[14] Βλ. αντίθετα Νίκα, ό.π., 233-234.

[15] ΑΠ 691/2005, Νόμος· ΑΠ 1284/1993, ΕλλΔνη 1995. 328 = sakkoulas-online· ΑΠ 308/1990, ΕλλΔνη 1991. 375 = sakkoulas-online· ΑΠ 815/1981, Δ 1982. 841, με παρατηρήσεις Ε. Καμενόπουλου/Ι. Γρίσπου· βλ. περαιτέρω παραπομπές σε Νίκα, ό.π., 229.

[16] ΑΠ 1055/2024, Νόμος = sakkoulas-online· Π. Γιαννόπουλος, Οι μεταρρυθμίσεις του ν. 4842/2021 στις ειδικές διαδικασίες, τα ασφαλιστικά μέτρα και την εκούσια δικαιοδοσία, ΕλλΔνη 2022. 34, υποσημ. 10· Αθ. Πανταζόπουλος, ό.π., 19, 20.

[17] ΑΠ 447/2011, ΝοΒ 2012. 83 = sakkoulas-online· Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 559 αρ. 2, σ. 2161.

[18] ΑΠ 504/2015, Νόμος = sakkoulas-online.

[19] ΑΠ 1328/2011, Νόμος = sakkoulas-online. Βλ. επίσης ΑΠ 1359/1984, Δ 1986. 624 (: «τεκμαιρόμενου» του κωλύματος επί μη αναφοράς του), με αντίθετο ενημ. σημείωμα Κ. Παναγόπουλου· Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π., 35-36· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κονδύλη), ΚΠολΔ2 (2020), άρθρο 559, αριθ. 42.

[20] ΑΠ 504/2015, Νόμος = sakkoulas-online.

[21] ΕφΘεσ 2870/1991, Αρμ 1992. 1106· Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 305, σ. 1272· Αθ. Πανταζόπουλος, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη (2009), σ. 409-411.

[22] ΑΠ 1721/2017, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 1498/2006, Νόμος· Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (2019), σ. 294.

[23] Επιτρεπομένης της ανταπόδειξης μόνον αν προσβληθούν για πλαστότητα (ΑΠ 781/2020, Νόμος = sakkoulas-online· ΑΠ 447/2011, ΝοΒ 2012. 83).

[24] ΑΠ 504/2015, Νόμος = sakkoulas-online.

[25] ΑΠ 986/2006, Νόμος· ΑΠ 36/2006, Νόμος = sakkoulas-online· Μακρίδου, ό.π., 295.

[26] Βλ. ΑΠ 1721/2017, Νόμος = sakkoulas-online.