ΠΠρΘεσ 15010/2022
Πρόεδρος: Μ. Δήμου
Μέλη: Ρ. Σημαιοφορίδης, Ε.-Ι. Κατσιρούμπα, Εισηγήτρια
Δικηγόροι: Α. Καραμπατάκης– Ε. Χαλβατζή– Δ. Αντωνοπούλου
(άρθρα 1, 2, 4, 12, 65, ν. 2121/1993, άρθρα 132, 150 ν. 4072/2012, άρθρο 38 ν. 4679/2020, άρθρα 1, 13 ν. 146/1914, 281 ΑΚ)
Πρωτοτυπία πνευματικού έργου. Έννοια πρωτοτυπίας. Η πρωτοτυπία έργου ή μέρους έργου συνιστά την προϋπόθεση και το μέτρο της προστασίας αυτού. Εκφάνσεις του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι αξιώσεις αποζημίωσης, ικανοποίησης ηθικής βλάβης, άρσης προσβολής και παράλειψης στο μέλλον σε περίπτωση προσβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως προσβολή νοείται η πράξη που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές ή περιουσιακές) του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς την άδεια του δημιουργού. Η γεύση τροφίμου δεν συνιστά «έργο» κατά την οδηγία 2001/29. Οι ιδέες και οι μέθοδοι παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών δεν προστατεύονται βάσει του ν. 2121/1993. Αξιώσεις αποζημίωσης, ικανοποίησης ηθικής βλάβης, άρσης προσβολής και παράλειψης στο μέλλον του δικαιούχου σήματος, σε περίπτωση προσβολής αυτού, κατά τα άρθρα 132 και 150 ν. 4072/2012 και 38 ν. 4679/2020. Η προστασία σήματος και κατά τις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού των άρθρων 1 και 13 ν. 146/1914 προϋποθέτει πράξη που έγινε επί σκοπό ανταγωνισμού και να αντίκειται στα χρηστά ήθη και δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης. Τα διακριτικά γνωρίσματα προστατεύονται βάσει των διατάξεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων. Διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει έναντι σήματος, εφόσον η χρήση του διακριτικού γνωρίσματος προηγείται χρονικά της κατάθεσης του σήματος. Ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί ένσταση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Απορρίπτει αγωγή.
[…] Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2121/1993 «οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού του δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις, με κείμενο ή χωρίς, τα θεατρικά έργα με μουσική ή χωρίς, οι φωτογραφίες, τα έργα των εφαρμοσμένων τεχνών, οι εικονογραφήσεις, οι χάρτες, τα τρισδιάστατα έργα που αναφέρονται στη γεωγραφία, την τοπογραφία, την αρχιτεκτονική η την επιστήμη». Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων του ίδιου νόμου 4 παρ. 1 και 3, που αφορά στις επιμέρους εξουσίες του δημιουργού επί του ηθικού δικαιώματος και 12 παρ. 2, που αφορά στη μεταβίβαση του πνευματικού δικαιώματος (περιουσιακού και ηθικού), προκύπτει ότι το έργο, ως πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή προσιτή στις αισθήσεις, προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον, ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας (άρθρο 2 παρ.1), δηλαδή, εφόσον είναι πρωτότυπο. Η «πρωτοτυπία», η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικά από το νόμο, είναι η κρίση ότι, κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο ή ότι το έργο παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο «δημιουργικού ύψους», κάποια απόσταση δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτόνομα. Η κρίση αυτή στηρίζεται στην «ατομικότητα» του κάθε έργου, η οποία αντανακλά την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής διαδικασίας του δημιουργού του, έτσι ώστε το έργο να διαθέτει «στατιστική μοναδικότητα». Επομένως, εάν ένα πνευματικό δημιούργημα, που έχει εκφραστεί με οποιαδήποτε μορφή, είναι πρωτότυπο ή όχι αποτελεί ζήτημα πραγματικό, που υπόκειται σε απόδειξη και για το οποίο αποφαίνονται ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας. Η πρωτοτυπία δεν συνιστά μόνο προϋπόθεση προστασίας του έργου και ειδοποιό διαφορά μεταξύ έργου και απλού πνευματικού δημιουργήματος αλλά συγχρόνως διαγράφει και την έκταση προστασίας του πρώτου. Μόνο εκείνα τα στοιχεία του έργου προστατεύονται από την ανάληψη τρίτου, τα οποία διαθέτουν την απαιτούμενη πρωτοτυπία. Τα άλλα στοιχεία είναι αντικείμενα ελεύθερης χρήσης. Επίσης, ένα έργο δεν προστατεύεται μόνο ως σύνολο. Δεκτικά προστασίας είναι και μέρη έργων, εφόσον βέβαια παρουσιάζουν την απαραίτητη πρωτοτυπία, χωρίς να ασκεί επιρροή η σχέση των μερών προς το όλο έργο. Αρκεί το μέρος, ανεξάρτητα από το συνολικό δημιούργημα, να επιδεικνύει την απαραίτητη πρωτοτυπία. Σε περίπτωση υπαίτιας προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία μπορεί να γίνει είτε με πιστή αντιγραφή χωρίς καμιά ή εντελώς επουσιώδεις αλλαγές (δουλική ανάληψη), είτε με διασκευή, με μετατροπή, δηλαδή, στη μορφή ή στη δομή του έργου, έτσι ώστε να υπάρχει ομοιότητα των δύο έργων κατά το κύριο περιεχόμενό τους, παρέχεται στο δικαιούχο πνευματικής ιδιοκτησίας αξίωση αποζημίωσης και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 και 2 του ν. 2121/1993 «σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας ή του συγγενικού δικαιώματος, ο δημιουργός ή ο δικαιούχος του συγγενικού δικαιώματος μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματος του, την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, ενώ όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία ή τα συγγενικά δικαιώματα άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε, χωρίς την άδεια, ο υπόχρεος». Με τη διάταξη αυτή ενσωματώνεται στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας βασικώς η ρύθμιση του άρθρου 914 του ΑΚ, καθώς και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 57 εδαφ. γ’ 59, 60 εδαφ. β’ και 932 του ίδιου Κώδικα, το πραγματικό δε του κανόνα δικαίου που περιέχει η εν λόγω διάταξη, σε ό,τι αφορά την αποζημίωση, προϋποθέτει (περιλαμβάνει) υπαιτιότητα και προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας (ή του συγγενικού δικαιώματος), παράνομη δηλαδή συμπεριφορά. Γενικά, ως παράνομη προσβολή θεωρείται κάθε πράξη που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές ή περιουσιακές) του δημιουργού και γίνεται χωρίς την άδεια του, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής. Η υπαιτιότητα απαιτείται μόνο για την αξίωση αποζημίωσης, ενώ η ίδια η πράξη της προσβολής συνεπάγεται και το παράνομο. Ειδικότερα, το άρθρο 65 αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται μόνον όπου η ειδική διάταξη καταλείπει κενά και στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστη η ανάλογη εφαρμογή με το νομοθετικό πνεύμα που διέπει τις διατάξεις του ν. 2121/1993. Προς διευκόλυνση της απόδειξης της ζημίας του δικαιούχου και προσδιορισμό της πλήρους αποζημίωσης καθορίζεται με το άρθρο 65 παράγραφος 2 εδαφ. β’ ν. 2121/1993 ένα ελάχιστο όριο αποζημίωσης, που είναι το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης, που διενήργησε χωρίς άδεια ο υπόχρεος (ΑΠ 484/2020 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η γεύση τροφίμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29 (ΔΕΚ C-310/2017 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, οι ιδέες δεν προστατεύονται από το ν. 2121/1993 Συναφείς με τις ιδέες και, συνεπώς, μη προστατεύσιμες θεωρούνται οι μέθοδοι παραγωγής προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών, (ΠΠρΑθ 970/2020 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με το ν. 4072/2012 καταργήθηκε ο ν. 2239/1994 «περί σημάτων» και αντικαταστάθηκε με το Μέρος Τρίτο του άνω νόμου με τον τίτλο «σήματα» (άρθρα 121-190). Στο νέο νόμο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2004/48/ΕΚ της 29.04.2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας Από τις διατάξεις των άρθρων 132 και 150 του άνω ν. 4072/2012 προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης χρήσης ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο προσβολής του σήματος από άλλον, ο νόμος παρέχει στον δικαιούχο του σήματος, όπως εμφαίνεται στο βιβλίο σημάτων, αλλά και στον αδειούχο χρήσης σήματος, μεταξύ άλλων, αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψη αυτής στο μέλλον, καθώς και αξίωση για αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, εξαιτίας της υπαίτιας προσβολής του σήματος από τον τρίτο (ΑΠ 15/2021
στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψη αυτής στο μέλλον, καθώς και αξίωση για αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, εξαιτίας της υπαίτιας προσβολής του σήματος από τον τρίτο έχει ο δικαιούχος και σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4679/2020. Περαιτέρω, όταν το σήμα έχει επικρατήσει στις συναλλαγές και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης, τότε είναι δυνατή η προστασία του δικαιούχου και με βάση τις διατάξεις 1 και 13 του ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» και ο παραβάτης μπορεί να υποχρεωθεί σε άρση της προσβολής και σε παράλειψη χρήσης του διακριτικού γνωρίσματος ή και σε αποζημίωση (ΑΠ 15/2021
ο.π.). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη και ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ίδιου νόμου εκείνος ο οποίος κάνει κατά τις συναλλαγές χρήση ονόματος εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία, ή το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, τα οποία άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη της χρήσης, καθώς και σε αποζημίωση, εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη και από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, στην περίπτωση, δηλαδή, που το σήμα έχει επικρατήσει στις συναλλαγές και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης, απαιτείται αφενός η πράξη να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου που κατά γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και αφετέρου με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος στις συναλλαγές να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 1423/2013
, ΑΠ 1030/2008
στην ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει όταν τα ανταγωνιστικά προϊόντα είναι ήδη επαρκώς γνωστά στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή όταν κυκλοφορούν στην αγορά ώστε να είναι δυνατόν να προκληθεί κίνδυνος δημιουργίας σύγχυσης στο καταναλωτικά κοινό. Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης ή των εμπορευμάτων της, προστατεύονται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει όταν λόγω ομοιότητας δυο διακριτικών γνωρισμάτων είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σ’ ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών αναφορικά είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε με την ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Τέλος, ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει από τον προσβάλλοντα το δικαίωμά του υπαιτίως και εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδικοπραξιών (αρθρ. 914 και 932 ΑΚ), καθόσον πρόκειται για παράνομη συμπεριφορά του τελευταίου, γιατί προσβάλλει χωρίς δικαίωμα το απόλυτο δικαίωμα του δικαιούχου στο σήμα, αφού υπάρχει περίπτωση στην αποκλειστική εξουσία που αυτό παρέχει στο δικαιούχο. Επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του δικαιούχου του σήματος σε βάρος του προσβάλλοντος το σήμα υπαιτίως δεν αποκλείεται, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρ. 914 και 932 ΑΚ) και στην περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού (ΑΠ 15/2021
ο.π.) Τόσο κατά το άρθρο 122 του ν. 4072/2012, όσο και κατά το άρθρο 3 του ν. 4679/2020, που ισχύει από 14 01.2019 σύμφωνα με το άρθρο 90 του ίδιου νόμου (4679/2020), το δικαίωμα για αποκλειστική χρήση του σήματος αποκτάται με την καταχώρισή του στο μητρώο.
[…] Κατά το μέρος της που αφορά αξιώσεις του ενάγοντος, λόγω προσβολής της πνευματικής του ιδιοκτησίας, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η γεύση τροφίμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29 και του ν. 2121/1993, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. […]
Από τις διατάξεις περί σημάτων, διακριτικών γνωρισμάτων και αθέμιτου ανταγωνισμού συνάγεται ότι η αρχή της χρονικής προτεραιότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων (χαρακτηριζόμενη ως «ένα από τα θεμέλια του δικαίου των σημάτων» (ΑΠ 1155/2019 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει δηλαδή η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερον κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου (ΑΠ 1609/2014
, ΑΠ 371/2012
, ΑΠ 606/2005
, ΕφΠατρ 183/2021, ΕΘ 2213/2019 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σε περίπτωση κατά την οποία προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού τίτλου επιχείρησης που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δύναμης και στη συνέχεια ακολούθησε κατάθεση και αμετάκλητη παραδοχή σήματος, τότε -σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή- υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ’ ένσταση την προτεραιότητα του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (ΑΠ 371/2012
, ΕφΠατρ 183/2021 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το αυτό ισχύει και επί της επωνυμίας, ως διακριτικού γνωρίσματος του φορέα της επιχείρησης, αφού και το επ’ αυτής αποκτάται κατά το ουσιαστικό σύστημα με την προτεραιότητα στην πραγματική χρησιμοποίησή της στις συναλλαγές, αρχή που διατρέχει όλο το δίκαιο των διακριτικών γνωρισμάτων, ενώ η καταχώρηση (της επωνυμίας) έχει απλώς δηλωτική σημασία και αποτελεί μαχητό τεκμήριο για το ότι αυτός που την ενέγραψε πρώτος είναι ο πραγματικός δικαιούχος. Ισχυρότερο είναι το δικαίωμα εκείνου που πρώτος χρησιμοποίησε ορισμένη επωνυμία χωρίς να αποκλείεται η διάσπαση της αρχής αυτής όταν τούτο επιβάλλεται από την δίκαιη στάθμιση των συμφερόντων όπως συμβαίνει στην περίπτωση ανενόχλητης χρησιμοποίησης της αυτής ή παρόμοιας επωνυμίας επί χρόνια, οπότε και μπορεί να ατονήσει το σχετικό δικαίωμα (ΕφΠατρ 183/2021 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός περί ισχύος στην προκειμένη περίπτωση της αρχής της προτεραιότητας, αποτελεί ένσταση του εναγόμενου για προστασία του σήματος ή για αθέμιτο ανταγωνισμό (ΑΠ 1562/2014
στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 371/2012
, ΕφΠατρ 183/20121 ΕφΘεσσ 2213/2019 ο.π.). Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Για τη συνδρομή της καταχρηστικής άσκησης πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση δικαιώματος (ΑΠ 552/2016
στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
[…]
Από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν ο ενάγων και η τρίτη των εναγομένων, εκτιμώμενα τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις από 29.11.2021 ένορκες βεβαιώσεις […] αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο ενάγων είναι chef, εργαζόμενος επί πολλά έτη στο χώρο της έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας και στην οργάνωση προγραμμάτων ανάπτυξης και εφαρμογής συνταγών σε μεγάλες εταιρίες, οι οποίες δραστηριοποιούνται παγκοσμίως στον κλάδο βιομηχανίας τροφίμων, ειδικευόμενος στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη συνταγών και προϊόντων γαστρονομίας για βιομηχανική χρήση. Το έτος 2017 ήρθε σε επικοινωνία με τον πρώτο εναγόμενο, φίλο του από τα χρόνια που συνυπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία και εργαζόμενο ως υψηλόβαθμο στέλεχος σε διεθνείς εταιρίες βιομηχανίας τροφίμων, προκειμένου να συστήσουν μια εταιρία με αντικείμενο την εμπορία συνταγών και μιγμάτων μπαχαρικών, που απευθύνονται κυρίως στη μαζική εστίαση Κατόπιν σχετικών μεταξύ τους συζητήσεων, σε εκπλήρωση του στόχου αυτού, ίδρυσαν στις 23.03.2018 τη δεύτερη των εναγομένων εταιρία, με την επωνυμία «…», με έδρα στη Βουλγαρία και μοναδικό εταίρο και νόμιμο εκπρόσωπό της τον πρώτο εναγόμενο Από την ως άνω ημερομηνία ξεκίνησε η δραστηριότητα της δεύτερης εναγομένης, όπως επίσης και η λειτουργία του ιστοτόπου «…», μέσω του οποίου γινόταν η προβολή των προϊόντων της και η παραγγελία αυτών ηλεκτρονικά. Μεταξύ του ενάγοντος, του πρώτου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και της τρίτης εναγομένης. συμφωνήθηκε η τελευταία η οποία είναι εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της μεταποίησης, επεξεργασίας, τυποποίησης, συσκευασίας και εμπορίας μπαχαρικών και βοτάνων, καθώς και στην παραγωγή και εμπορία μιγμάτων καρυκευμάτων, ειδικότερα δε, παρασκευάζει και διαθέτει στην αγορά, μεταξύ άλλων, τόσο μεμονωμένα μπαχαρικά (πιπέρι μαύρο, λευκό και κόκκινο, μπούκοβο, κύμινο, μπαχάρι, σκόρδο, μουστάρδα, μοσχοκάρυδο κ.α.), αλλά και καρυκεύματα δηλαδή έτοιμα μίγματα μπαχαρικών, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν κατά τη μαγειρική διαφόρων φαγητών, όπως καρύκευμα λαχανικών, μίγμα μπαχαρικών για τζατζίκι, γύρο, μπιφτέκι, κοντοσούβλι, κοτόπουλο, σουτζουκάκι, λουκάνικο, κοτόπουλο κ.α., να παράγει και διαθέτει στην αγορά τα αναφερόμενα στην αγωγή εδέσματα και μπαχαρικά για δικό της λογαριασμό και με δικές της δαπάνες, αποδίδοντας στην δεύτερη εναγομένη το αναφερόμενο αντίτιμο για κάθε επιμέρους πωλούμενο προϊόν. Ακολούθως, τον Ιούνιο του 2018 ξεκίνησε από την τρίτη εναγομένη η κυκλοφορία των προϊόντων με το λογότυπο-διακριτικό γνώρισμα «…», σε συνδυασμό με την απεικόνιση ενός ανδρικού προσώπου με γυαλιά, μουστάκι και παπιγιόν, που είχε τη μορφή […] και επιλέχθηκε από κοινού από τον ενάγοντα και τον πρώτο εναγόμενο και αναγραφόταν τόσο επάνω στα τιμολόγια πώλησης των συγκεκριμένων προϊόντων, όσο και στις συσκευασίες αυτών, στην ιστοσελίδα της εταιρίας (τρίτης εναγομένης) και εν γένει σε κάθε εταιρικό φυλλάδιο και έτσι η τελευταία είχε καταστεί δικαιούχος του διακριτικού αυτού γνωρίσματος, το οποίο χρησιμοποιούσε ως όνομα χώρου της ιστοσελίδας της, καθώς και του διασχηματισμού, ο οποίος αποτελούνταν από τις λέξεις «…», σε συνδυασμό με την απεικόνιση του ανδρικού προσώπου. Όλα τα ανωτέρω η τρίτη των εναγομένων χρησιμοποιούσε έκτοτε στις συναλλαγές προς διάκριση τόσο της ίδιας, όσο και του ηλεκτρονικού της καταστήματος, αλλά και των προϊόντων της, με αποτέλεσμα να καθιερωθούν στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού. Δηλαδή η τρίτη των εναγομένων είχε καταστεί δικαιούχος διακριτικών γνωρισμάτων του ουσιαστικού συστήματος, ήτοι της παραπάνω επωνυμίας, διακριτικού γνωρίσματος και διασχηματισμού. Την παραπάνω επιλογή του γνωστοποίησε ο πρώτος εναγόμενος στον ενάγοντα, ο οποίος και ήταν παρών στις αρχικές συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων δεύτερης και τρίτης των εναγομένων για την κατάρτιση της σχετικής συμφωνίας, οι οποίες ξεκίνησαν στις αρχές του έτους 2018. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ήταν η τελευταία να παρασκευάζει και να διαθέτει περαιτέρω στην αγορά διάφορα εδέσματα και καρυκεύματα μπαχαρικών, η σύνθεση των οποίων θα οριστικοποιείται μετά από συζητήσεις του ενάγοντος, του πρώτου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η σύνθεση των προϊόντων αυτών ήταν αποκλειστικά δικής του επιλογής και υποδεικνυόταν έτοιμη στην τρίτη εναγομένη, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αντίγραφα ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mails) αποδεικνύεται ότι πριν από την τελική σύνθεση των προϊόντων ανταλλάσσονταν μεταξύ των ανωτέρω προσώπων απόψεις. Τα προϊόντα που εν τέλει αποφασιζόταν να διατεθούν στην αγορά, συμφωνήθηκε να επεξεργάζεται, παρασκευάζει, τυποποιεί και εμπορεύεται η τρίτη εναγομένη, με δικές της δαπάνες, υπό το διακριτικό τίτλο «…», τον οποίο χρησιμοποιούσε η δεύτερη των εναγομένων και παραχώρησε τη χρήση του στην τρίτη εξ αυτών, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε η τελευταία να αποδίδει στην δεύτερη εναγομένη μέρος από το εισπραχθέν από την πώληση των προϊόντων τίμημα, το οποίο είχε συμφωνηθεί για κάθε επιμέρους προϊόν.Της τελικής αυτής προφορικής αρχικά συμφωνίας μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, έλαβε γνώση ο ενάγων και την ενέκρινε. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, η οποία τελικά διατυπώθηκε και εγγράφως στις 01.03.2019 μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, η τελευταία από τον Ιούνιο του 2018 άρχισε και παρασκεύαζε και να διαθέτει περαιτέρω στην αγορά προϊόντα εδεσμάτων και μπαχαρικών με το διακριτικό τίτλο «…», γεγονός που γνώριζε ο ενάγων. Για τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων η τρίτη εναγομένη εξέδιδε και απέστελνε κάθε μήνα στους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων τιμολόγια των προϊόντων «…», που είχε παρασκευάσει με βάση τις συμφωνηθείσες τελικά συνταγές και διαθέσει σε τρίτους και κατέβαλε το ποσό που είχε εισπράξει. Η συμφωνία μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων λειτούργησε ομαλά μέχρι την άνοιξη του 2020. Τότε διαταράχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ ενάγοντος και πρώτου των εναγομένων, εκπροσώπου της δεύτερης εξ αυτών. Έτσι το Μάιο του 2020 η τρίτη εναγομένη ενημερώθηκε αρχικά προφορικά και στη συνέχεια με ηλεκτρονικό μήνυμα από τον πρώτο εναγόμενο ότι οι σχέσεις του ίδιου και της δεύτερης εναγομένης με τον ενάγοντα είχαν διαταραχθεί. Αμέσως μετά, την ίδια ενημέρωση έλαβε η τρίτη εναγομένη και από τον ενάγοντα. Ενημερώθηκε, επίσης, από τον πρώτο εναγόμενο, ότι ο ενάγων είχε καταχωρίσει το όνομα χώρου (domain name), που αντιστοιχούσε στον ιστότοπο της δεύτερης εναγομένης (…) στο δικό του όνομα. Έτσι, λόγω των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στη μεταξύ τους συνεργασία, διέκοψε τη λειτουργία του συγκεκριμένου ονόματος χώρου (domain name), αποκρύπτοντας τους ηλεκτρονικούς κωδικούς πρόσβασης στον ιστότοπο της εταιρίας. Αποτέλεσμα της μονομερούς αυτής διακοπής, ήταν αφενός η διακοπή λειτουργίας της ιστοσελίδας της δεύτερης εναγομένης, μέσω της οποίας, εκτός από την προβολή των προϊόντων της, γίνονταν και παραγγελίες αυτών Η διακοπή αυτή είχε ακόμη ως αποτέλεσμα την αδυναμία χρήσης του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (…), το οποίο χρησιμοποιούσε η δεύτερη εναγομένη τόσο για τις μεταξύ αυτής και της τρίτης εναγομένης συνεννοήσεις, όσο και εν γένει για την εταιρική της δράση. Δεδομένου ότι η αιφνιδιαστική αυτή διακοπή στη λειτουργία της ιστοσελίδας και του εταιρικού e-mail της δεύτερης εναγομένης ήταν ένα πρόβλημα που έχριζε άμεσης επίλυσης, ο πρώτος εναγόμενος επέλεξε ως λύση τη δημιουργία ενός νέου λογοτύπου, το λεκτικό του οποίου θα αποτελούσε και το νέο όνομα χώρου της και συνθετικό του e-mail της. Έτσι, η δεύτερη των εναγομένων προχώρησε στη δημιουργία του νέου λογοτύπου «…», το οποίο αποτελούνταν από τις εν λόγω λέξεις, σε συνδυασμό με εικαστικό στοιχείο, ως εξής: […]
Με τον τρόπο αυτό η συνεργασία μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων συνεχίστηκε κανονικά, με μόνη διαφορά την αλλαγή του λογοτύπου, που διέκρινε τα επίμαχα προϊόντα, από «…» σε «…». Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων μεταξύ του ενάγοντος και των εκπροσώπων της δεύτερης, αλλά και της τρίτης των εναγομένων για την κατάρτιση της συμφωνίας, αλλά και κατά τη διατύπωση της σχετικής έγγραφης συμφωνίας μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, έλαβε γνώση ο ενάγων και την ενέκρινε, ο τελευταίος είχε ήδη καταθέσει στην αρμόδια υπηρεσία, την από 12.09.2018 αίτησή του για αναγνώριση, μόνο στο όνομά του, ως σήματος, του διακριτικού γνωρίσματος «…» το οποίο, εν γνώσει του και με τη σύμφωνη γνώμη του, χρησιμοποιούσε η δεύτερη εναγομένη και είχε εκχωρήσει τη χρήση του στην τρίτη εναγομένη. Ειδικότερα με την αίτηση ζητήθηκε να αναγνωριστεί ως σήμα η ένδειξη αυτή σε προϊόντα της κλάσης 30. […] Με τη χρήση δε, του διακριτικού αυτού γνωρίσματος είχαν γίνει γνωστά στην αγορά τα παρασκευαζόμενα και διατιθέμενα από την τρίτη εναγομένη εδέσματα και μπαχαρικά που είχαν συμφωνηθεί κατά τα ανωτέρω. Με βάση την ως άνω αίτηση του ενάγοντος αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθ. … απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Σημάτων, η οποία κατέστη αμετάκλητη, ως σήμα στο όνομά του, η ένδειξη «…» και καταχωρήθηκε στο μητρώο του Υπουργείου Εμπορίου με αριθμό … στις 12.04.2019. Η αναγνώριση του εν λόγω σήματος στο όνομα του ενάγοντος δεν προσβάλλεται από τη συνέχιση χρήσης του διακριτικού τίτλου «…» από την τρίτη εναγομένη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε έκανε χρήση του διακριτικού αυτού γνωρίσματος, κατά την παρασκευή και εμπορία των εδεσμάτων και μπαχαρικών, που είχε συμφωνήσει με τη δεύτερη εναγομένη να εμπορεύεται, εν γνώσει του ενάγοντος, διότι με βάση την αρχή της προτεραιότητας που προαναφέρθηκε, η τρίτη εναγομένη έχει το δικαίωμα αυτό. Επομένως, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης, που προβλήθηκε από την τρίτη των εναγομένων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία, κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά της τρίτης των εναγομένων και αναφέρεται στην προστασία του αναγνωρισθέντος στο όνομα του ενάγοντος σήματος.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν και τα εξής ακόμη περιστατικά: Η χρήση από την τρίτη εναγομένη, ύστερα από υπόδειξη της δεύτερης εναγομένης, του λογότυπου «…», κατά την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων, που με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, της οποίας είχε λάβει γνώση ο ενάγων, είχε αναλάβει την υποχρέωση να παρασκευάζει και εμπορεύεται, δεν έγινε με σκοπό ανταγωνισμού ούτε με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, προς τα προϊόντα που έφεραν το σήμα του ενάγοντος, αλλά με μόνο σκοπό να καλύψει με τη διάθεση των προϊόντων, που είχε αναλάβει να παρασκευάσει και διαθέσει, το κόστος στο οποίο είχε υποβληθεί για την προετοιμασία, παρασκευή, συσκευασία και διάθεση. Άλλωστε με τη χρήση του διακριτικού γνωρίσματος-λογότυπου αυτού («…») δεν υπήρχε δυνατότητα ανταγωνισμού και πρόκλησης σύγχυσης, σχετικά με την προέλευση όμοιων προϊόντων, παραγομένων από τον ενάγοντα, δεν ήταν δηλαδή, πιθανό να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους αναφορικά, είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε με την ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, αφού κατά το στάδιο εκείνο ο ενάγων δεν παρασκεύαζε ούτε εμπορευόταν τέτοια προϊόντα, όπως άλλωστε και ο ίδιος ομολογεί, αναφερόμενος αόριστα σε ζημία που θα του προκαλούνταν από μελλοντική και ενδεχόμενη παραγωγή παρόμοιων προϊόντων από άλλους παραγωγούς, στους οποίους δήθεν είχε απευθυνθεί, χωρίς να κατονομάζει κάποιον από αυτούς. Ακόμα και στην περίπτωση ύπαρξης δυνατότητας πρόκλησης σύγχυσης από τη χρήση αυτού του διακριτικού γνωρίσματος-λογότυπου («…»), από την τρίτη εναγομένη και των προϊόντων που έφεραν το σήμα του ενάγοντος (και εφόσον γίνει δεκτό ότι κυκλοφορούσαν παράλληλα προϊόντα φέροντα το σήμα αυτό) η άσκηση της αγωγής, ως προς το παραπάνω ζήτημα είναι καταχρηστική ως αντίθετη στην καλή πίστη, διότι, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο ενάγων κατέθεσε την αίτηση για αναγνώριση του σήματος στο όνομά του, σε χρόνο που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, για την κατάρτιση της προαναφερόμενης μεταξύ τους συμφωνίας για παρασκευή και εμπορία των εμπορευμάτων, που έφεραν το διακριτικό τίτλο «…», χωρίς να γνωστοποιήσει την ενέργειά του αυτή στη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, με τις οποίες συζητούσε για την επίτευξη της σχετικής με την παραγωγή και διάθεση των προαναφερομένων προϊόντων συμφωνίας και προέβη στην κατάθεση της αίτησης, όπως ο ίδιος ομολογεί, στην τέταρτη σελίδα της προσθήκης-αντίκρουσης των προτάσεών του, για να έχει ασφαλιστική δικλείδα έναντι του δεύτερου εναγομένου για τη συνεργασία τους, το οποίο, όμως, απέκρυψε από την τρίτη εναγομένη, καίτοι γνώριζε τη μεταξύ αυτής και δεύτερης εναγομένης συμφωνία για την Παρασκευή και εμπορία των προϊόντων με διακριτικό τίτλο «…» και την επέλευση ζημίας στην τρίτη εναγομένη, στην περίπτωση που αυτή αναγκαζόταν να διακόψει την παραγωγή και εμπορία των εδεσμάτων και μπαχαρικών, από τις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί για την παρασκευή, συσκευασία και διάθεση των προϊόντων αυτών. Ενόψει τούτων, κατά παραδοχή και της σχετικής περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ένστασης της τρίτης εναγομένης, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της τρίτης εναγομένης και κατά το σκέλος της που στηρίζεται στον αθέμιτο ανταγωνισμό. […]
[1. Με την υπ’ αριθμό 15.010/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξετάσθηκε ένα σύνθετο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, σήματος και αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά τις διατάξεις των ν. 2121/1993, ν. 4072/2012, ν. 4679/2020 και ν. 146/1914 και συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενων των σχετικών διατάξεων αδικοπραξίας του ΑΚ. Κατά την ως άνω απόφαση κρίθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι η γεύση και η μέθοδος παραγωγής τροφίμου δεν αποτελούν αντικείμενο προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας. Περαιτέρω δε κρίθηκε ότι διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει έναντι σήματος, εφόσον η χρήση του διακριτικού γνωρίσματος προηγείται χρονικά της κατάθεσης του σήματος.
2. Ένα πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, ανάγεται σε «έργο» κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2121/1993, όταν α. είναι πρωτότυπο και β. εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα, έστω και εάν η έκφραση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη μόνιμη (βλ. ΠΠρΑθ 2808/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και περαιτέρω εκεί παραπομπές). Η δε πρωτοτυπία πνευματικού έργου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2121/1993, είναι αποτέλεσμα της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του (βλ. ΠΠρΑθ 2808/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΔΕΕ, C-5/08, ECLI:EU:2009: 465, σκ. 37). Συνεπώς, προϋπόθεση χαρακτηρισμού ενός πνευματικού δημιουργήματος ως πρωτότυπου είναι η αντανάκλαση της προσωπικότητας του δημιουργού αυτού, όπως εκδηλώνεται (εκφράζεται ή αποτυπώνεται) με τις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές τους κατά την παραγωγή του δημιουργήματος. Κατά το κριτήριο της στατιστικής μοναδικότητας του έργου, το οποίο εφαρμόζεται στην ελληνική νομολογία, ελέγχεται ότι υπό τις ίδιες συνθήκες και τους ίδιους στόχους κανείς άλλος δημιουργός δεν θα δημιουργούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων το ίδιο έργο ή ότι το έργο παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο «δημιουργικού ύψους», με αποτέλεσμα να ξεχωρίζει και να διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας ή από άλλα παρεμφερή γνωστά, τετριμμένα ή αυτονόητα έργα, εκφράζοντας ταυτόχρονα και κάτι από τη μοναδικότητα της προσωπικότητας του δημιουργού (βλ. ΑΠ 1420/2019·ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1215/2019
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 415/2018
ΕΕμπΔ 2019.712· ΑΠ 1051/2015
ΔΕΕ 2016.353· ΑΠ 1625/2014
ΝοΒ 2015.286· ΑΠ 537/2010
, ΔΙΜΕΕ 2010.381· ΠΠρΑθ 2808/2022· ΑΠ 4/2022
· ΠΠρΘεσ 15010/2022 αδημ.). Περαιτέρω, έχει ήδη κριθεί από το ΔΕΕ ότι «η προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας καλύπτει τις δημιουργίες, αλλά όχι τις ιδέες, τις μεθόδους λειτουργίας ή τις μαθηματικές έννοιες καθαυτές» (ΔΕΕ, C-406/2010, ECLI:EU:C:2012:259, σκ. 33). Η δε αρχή της χρονικής προτεραιότητας συνιστά γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων, κατ’ εφαρμογή της οποίας, σε περίπτωση χρήσης του ίδιου ή παρεμφερούς διακριτικού γνωρίσματος από δύο ή περισσότερα πρόσωπα, προηγείται κατά κανόνα εκείνος, που πρώτος απόκτησε το δικαίωμα. Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας ισχύει ως τρόπος άρσης της σύγκρουσης μεταξύ του συνόλου των κατηγοριών διακριτικών γνωρισμάτων, ανεξαρτήτως της απόκτησης αυτών κατά το ουσιαστικό ή τυπικό σύστημα. Συνεπώς, η χρήση διακριτικού γνωρίσματος, κατά το ουσιαστικό σύστημα, προστατεύεται, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, έναντι μεταγενέστερης καταχώρισης ίδιας ή παρεμφερούς ένδειξης ως σήμα (βλ. Ρόκας Ν., Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2011, σελ. 90επ.· Αντωνόπουλος Β., Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2005, σελ. 380επ., όπου και εκτενής παράθεση περιπτωσιολογίας σύγκρουσης διακριτικών γνωρισμάτων κατά το ουσιαστικό και τυπικό σύστημα).
3. Στην εξετασθείσα από το Δικαστήριο περίπτωση, ο ενάγων αιτήθηκε την παροχή δικαστικής προστασίας των συνταγών του (εδεσμάτων και καρυκευμάτων), ως έργων πνευματικής ιδιοκτησίας, και του διακριτικού γνωρίσματος-σήματος αυτού. Ωστόσο, βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αγωγή, μεταξύ των άλλων, ως μη νόμιμη, κατά το μέρος που αφορούσε την προστασία των συνταγών ως έργων πνευματικής ιδιοκτησίας, και αβάσιμη, κατά το μέρος που αφορούσε την προστασία του σχετικού διακριτικού γνωρίσματος- σήματος αυτού.]
Α.Γ.Α.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα