Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΠρΘεσ 3515/2022 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΘεσ 3515/2022 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Αρτέμιδα Τσολάκη, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Σωτήριος Ναούμ, Στυλιανή Γουνοπούλου

Ανακοπή 933 ΚΠολΔ. Παραβίαση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών ως λόγος ανακοπής· τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσης κυρώσεις· η μη τήρηση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων από τα υπόχρεα ιδρύματα δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας ή της επακολουθήσασας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή δημιουργεί κάποιου είδους ενοχή αυτών, έναντι των δανειοληπτών. Καταχρηστική επίσπευση εκτέλεσης. Αναστολή τόκων επιδικίας κατ’ άρθρο 83 παρ. 14 του Ν. 4790/2021· μη νόμιμος ο λόγος ανακοπής αφού η επίσπευση κατάσχεσης για μεγαλύτερο ποσό δεν επιφέρει την ακύρωση αυτής.

Νομικές Διατάξεις: άρθρα 933 ΚΠολΔ, 174, 281 ΑΚ, 1 παρ. 2 ν. 4224/2013, 83 παρ. 14 ν. 4790/2021

Αριθμός Απόφασης: 3515/2022

Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: .../.../2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αρτέμιδα Τσολάκη, Πρωτοδίκη που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από την Γραμματέα Δήμητρα Γκουτζίκα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2022 για να δικάσει την ανακοπή κατά πράξεων εκτέλεσης, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ... ... του ..., συζύγου ... ..., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιας δικηγόρου της Σωτηρίου Ναούμ (ΑΜ ... Δ.Σ.Θ.), που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «... Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα οδός ... αρ. ... και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Στυλιανής Γουνοπούλου (ΑΜ ... Δ.Σ.Θ.), που κατέθεσε προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3.11.2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2021 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 8ης.12.2021 και μετά από αναβολή εκ του πινακίου, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη ανακοπή η ανακόπτουσα ζητεί, για τους λόγους που επικαλείται σ’ αυτήν, ν’ ακυρωθεί η από 26.7.2021 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό 26121/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η με αριθμό .../21.9.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... ... και το με αριθμό .../27.9.2021 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ίδιου δικαστικού επιμελητη, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα (άρθρα 614 επ., 933 παρ. 1 τελ. εδ. 934 παρ. 1 α’ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως τ’ άρθρα αυτά τροποποιήθηκαν με τ’ άρθρα τέταρτο και όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) ως καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, εφ’ όσον ο εκτελεστός τίτλος δεν εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο, το δε παρόν είναι το Δικαστήριο του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης δεδομένου ότι το κατασχεθέν ακίνητο ανήκει στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Βασιλικών Θεσσαλονίκης, που υπάγεται στην περιφέρεια αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 933 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 παρ.1 περ. α΄ ΚΠολΔ ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο του Ν. 4335/2015 δοθέντος ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2016, καθόσον η αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας έλαβε χώρα στις 21.9.2021 και επιδόθηκε σε αυτήν αυθημερόν (βλ. την από 21.9.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... ... στην εμπρόσθια σελίδα του προσκομιζόμενου από την ίδια αντιγράφου της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης), η δε κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στη 5.11.2021 (βλ. την από 5.11.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... ... στην εμπρόσθια σελίδα του προσκομιζόμενου από την ίδια αντιγράφου της κρινόμενης ανακοπής), ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 934 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών, αρχομένης από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης στην ανακόπτουσα, δοθέντος ότι, για να αρχίσει να τρέχει η ως άνω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 παρ.1 περ. α΄ ΚΠολΔ δεν αρκεί η σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά για την περιφρούρηση του δικαιώματος άμυνας του καθ’ ου η εκτέλεση θα πρέπει να συντελείται και η επίδοσή της στον τελευταίο, ώστε να εξασφαλιστεί η επίσημη γνώση του για την κατάσχεση (ΜονΠρΛαμ 42/2019, ΤΝΠ Νόμος, Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γεν. Μέρος, Β’ έκδοση, σελ 702, παρ. 28). Πρέπει επομένως, η κρινόμενη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων της (άρθρο 933 ΚΠολΔ).

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε, για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος, με την απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων («ΕΠΑΘ»), με αριθμό 116/25.08.2014 (ΦΕΚ 2289 Β/27.08.2014), ο «Κώδικας Δεοντολογίας» («Κώδικας»), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές, με αντίστοιχες αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ 486 Β/31-03-2015) και 148/10/05.10.2015 (ΦΕΚ 2219 Β/15.10.2015). Βασική υποχρέωση, που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή, με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών, έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη «Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων» («ΔΕΚ»), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν το χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του, όταν: (ι) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας τους δανειστές, (ιι) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με το δανειστή και ανιαποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω, εντός 15 εργασίμων ημερών, (ιιι) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (ιν) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και (ν) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα. Η Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου, στη συνέχεια, να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο, γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο, γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται, ενδεικτικά, στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως, αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια, για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη, προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο, γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα, ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδιασμό και την αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα, πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την παρ. Α, εδάφ. 1α της με αριθμό 221/2/17.3.2017 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος εξαιρούνται από την εφαρμογή του Κώδικα οι απαιτήσεις από συμβάσεις που έχουν καταγγελεθεί πριν από την 1η.11.2017, πλην όμως το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να εντάξει στο Στάδιο 3 της Δ.Ε.Κ δανειολήπτη, εφόσον αυτός προσέλθει και υποβάλει με δική του πρωτοβουλία την απαιτούμενη, κατά τον ίδιο κώδικα, πληροφόρηση για την αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής των οφειλών του, ανεξαρτήτως αν υπάγεται στις εξαιρούμενες περιπτώσεις των παρ. α) και β)του ίδιου άρθρου. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα, αυτός βάσει του οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (τραπεζικού ή αστικού). Πρόκειται για θέσπιση μιας «ελαστικής» (μη εξαναγκαστής) εξωδικαστικής διαδικασίας ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων (μη ενήμερων) δανείων (ΜΕΔ). Ο Κώδικας Δεοντολογίας έχει χαρακτήρα δεοντολογικό, ενώ η φύση των διατάξεών του είναι κανονιστική. Θα μπορούσε δόκιμα να χαρακτηρισθεί ως εν μέρει «ήπιο» δίκαιο («soft law»), αφού δεν αποτελεί άμεσα «εξαναγκαστό» δίκαιο, στο βαθμό που δεν προβλέπονται ευθέως κυρώσεις στον ίδιο τον Κώδικα για τη μη πρόοδο των διαδικασιών, στην εκκίνηση των οποίων πάντως υποχρεούνται τα πιστωτικά ιδρύματα. Η πρόοδος δηλαδή της διαδικασίας και οι επιλογές επαφίενται μεν στη διακριτική ευχέρεια των μερών (πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη), όμως, επειδή ακριβώς ο Κώδικας εντάσσεται σε ένα ειδικότερο πλέγμα κανονιστικών κανόνων τραπεζικού εποπτικού δικαίου, τα πιστωτικά ιδρύματα ελέγχονται από την εποπτική τους αρχή, βάσει ειδικών εποπτικού δικαίου διατάξεων, για τις λύσεις ρυθμίσεων, που τελικά θα συμφωνηθούν με τους δανειολήπτες, όπως επίσης και ο τρόπος (ορθής και συνεπούς) εφαρμογής του Κώδικα από τα πιστωτικά ιδρύματα ελέγχεται εποπτικά και επιπρόσθετες κυρώσεις επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα από μέρους τους. Παρά λοιπόν τη δεοντολογική του χροιά, και στο μέτρο, επιπλέον, που τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται και σε ειδικό εποπτικό έλεγχο, η εφαρμογή του Κώδικα είναι υποχρεωτική για αυτά. Οφείλουν δηλαδή τα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν τηρήσει τα πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης, όπως αυτά τίθενται μέσω των διατάξεων του Κώδικα. Πρόκειται για γενικές αρχές συμπεριφοράς και υποχρεώσεις ενημέρωσης και κοινοποίησης αλλά και τήρησης προθεσμιών και συγκεκριμένων διαδικαστικών «βημάτων» εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος και έναντι του δανειολήπτη, και οποίες υποχρεώσεις και διαδικασίες πρέπει να τηρηθούν και να ακολουθηθούν υποχρεωτικά από τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ιδίως η τυποποιημένη ενημέρωση των δανειοληπτών και η σταδιακή επικοινωνία μαζί τους (μολονότι ειλικρινής πληροφόρηση και καλόπιστη ενημέρωση εξασφαλίζονται για αμφότερα μέρη, με θεμελίωση αντίστοιχης υποχρέωσης του ενός προς το άλλο). Έτσι το «ήπιο» δίκαιο του επόπτη, που επιβάλλεται στον εποπτευόμενο, επηρεάζει και τις αστικού συμβατικού δικαίου σχέσεις μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη, εμπλουτίζοντας τις υποχρεώσεις μεταξύ τους (κατά τρόπο πάντως όχι διάφορο από τις ήδη υφιστάμενες, εκ του θετού δικαίου ή εκ της γενικής αρχής της καλής πίστης και εκ των συναλλακτικών ηθών προκύπτουσες), χωρίς να παρεμβαίνει (ετερόνομα) στον έννομο (συμβατικό) δεσμό. Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα αφενός κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης, πολύ περισσότερο δε τις μετά από αυτή πράξεις εκτέλεσης, άκυρες ως αντίθετες σε απαγορευτική διάταξη νόμου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ και αφετέρου η τήρηση της ίδιας διαδικασίας από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα δημιουργεί υποχρέωση του τελευταίου έναντι του δανειολήπτη να προχωρήσει σε διακανονισμό. Κατ’ αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος των κατά περίπτωση προτάσεων και αντιπροτάσεων που θα λάβουν χώρα κατά τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη, αφού σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης», κατά περίπτωση, λύσης για το διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, λαμβανομένης υπόψη από τα ιδρύματα της υποχρέωσής τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος. Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα, ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά Νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων, δεν δύναται, όμως, να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως ελέγχουσα αρχή, τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπουν αφενός και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία ή οι μετά από αυτή πράξεις εκτέλεσης έλαβαν χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ και αφετέρου στη δημιουργία υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη για την οριστική διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς από την πίστωση που χορηγήθηκε, σε περίπτωση που δεν συγκλίνουν οι μεταξύ τους θέσεις και προτάσεις κατά το τέταρτο και πέμπτο στάδιο της διαδικασίας. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) υπ’ αριθμόν 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης υπ’ αριθμόν 178/19.07.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσόμενων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσης συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Βάσει των ανωτέρω, από το σκοπό και το κείμενο του Κώδικα, συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσης κυρώσεις και, συνεπώς, οι διατάξεις του δεν συνιστούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ούτε η μη τήρηση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων από τα υπόχρεα ιδρύματα επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας ή της επακολουθήσασας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή δημιουργεί κάποιου είδους ενοχή αυτών, έναντι των δανειοληπτών, ώστε οι τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα να την αξιώσουν με την έγερση αγωγής (ΜΠρΑΘ. 2523/2018, Δ/ΝΗ 2018, 817). Επομένως, η τήρηση της ανωτέρω προβλεπόμενης από τον Κώδικα Δεοντολογίας διαδικασίας δεν άγει υποχρεωτικά σε συμβιβαστική λύση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, αφού η όποια επιτευχθείσα λύση θα πρέπει να συμβαδίζει με τις ισχύουσες εποπτικές υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε μόνη η απόρριψη από τα πιστωτικά ιδρύματα των προτάσεων των δανειοληπτών, για τη ρύθμιση των οφειλών τους, να μην μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελώς, αλλά ούτε και να ενισχύσει, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης από τα πιστωτικά ιδρύματα δικαιώματος τους (λ.χ. καταγγελίας σύμβασης πίστωσης, έκδοσης διαταγής πληρωμής, επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης), δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές των δανειοληπτών, εφόσον αυτές δεν εξυπηρετούν τα οικονομικά τους συμφέροντα, όπως τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα τα ορίζουν και είναι συνυφασμένα με τη διαχείριση της περιουσίας τους και την άσκηση της εμπορικής τους δραστηριότητας, ενώ ούτε η από την άσκηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των ανωτέρω συμβατικών δικαιωμάτων τους επέλευση ζημίας, σε βάρος των δανειοληπτών, μπορεί, από μόνη της, να θεμελιώσει κατάχρηση δικαιώματος (ΕφΛαρ. 507/2019, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του. Απαιτείται ακόμα οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 62/1990), το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορούν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 1820/2008, ΑΠ 263/2007, ΑΠ 231/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η άσκηση κάθε δικαιώματος υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, προκειμένου να μετριασθεί ο άκρατος ατομικισμός και η τάση για αντικοινωνική συμπεριφορά του δικαιούχου και φυσικά κρίνεται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος όταν η προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε δεν δικαιολογούν επαρκώς την μεταγενέστερη άσκησή του. Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης και εφαρμόζεται στην άσκηση όλων των ιδιωτικών δικαιωμάτων (Ολ ΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/1999 ΕλλΔνη 40.628). Με βάση τα παραπάνω μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Μόνον όταν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, μπορεί η άσκηση του δικαιώματος, η οποία επιφέρει δυσμενείς συνέπειες να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1331, ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 619/2014 ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 55/2012, ΑΠ 697/2010, ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, υπάρχει και στην περίπτωση, κατά την οποία η πιστοδότρια τράπεζα ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά το δοκούν, χωρίς να έχει κάποιο ίδιο συμφέρον, η δε ζημία που προκαλείται στον πιστούχο εξαιτίας της καταγγελίας της σύμβασης είναι ιδιαίτερα σημαντική (ΑΠ 644/1997 ΔΕΕ 1997.1092). Επίσης, σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος σε συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση κατά τα προαναφερόμενα (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012.577, ΕφΛαρ 298/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, άλλωστε, του αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος του δανειστή είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμ 11/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής η ανακόπτουσα εκθέτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης σε βάρος της είναι άκυρες, αφενός κατ’ άρθρο 174 ΑΚ και αφετέρου, όλως επικουρικώς, ως καταχρηστικές κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, αφού έγιναν χωρίς να τηρηθεί η υποχρεωτική διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων, ως ορίζεται στον Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 και τον Αστικό Κώδικα. Ειδικότερα εκθέτει ότι η καθ’ ης εξέδωσε σε βάρος της πρωτοφειλέτιδας εταιρίας με την επωνυμία ... Ε.Ε., του ... ... και της ίδιας ως εγγυητών τη με αριθμό 26121/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει απαίτησης της καθ’ ης που απορρέει από την αναφερόμενη στο δικόγραφο σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξεις αυτής. Ότι με την εν λόγω διαταγή πληρωμής, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης, εις ολόκληρον με τους λοιπούς οφειλέτες, το ποσό των 183.914,95 ευρώ πλέον τόκων υπερημεριάς από 29.3.2013, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνών έως την εξόφληση και το ποσό των 4.000 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Ότι η καθ’ ης, ενώ η οφειλέτιδα εταιρία ήδη από 31.5.2017 είχε αιτηθεί να της γνωστοποιηθούν τα υπόλοιπα των οφειλών της, ώστε να ενταχθεί στην αναφερόμενη στον Κώδικα Δεοντολογίας διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων και όσο διαρκούσαν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, στις 30.10.2017 της κοινοποίησε εκ νέου αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της άνω διαταγής πληρωμής, με την παρα πόδας αυτής επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 282.960,64 ευρώ και δυνάμει της με αριθμό .../11.12.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, επέβαλε κατάσχεση σε βάρος ακίνητης περιουσίας της οφειλέτιδας εταιρίας, ο πλειστηριασμός της οποίας εκκρεμεί. Ότι ενόψει της αδυναμίας συμφωνίας προς ρύθμιση των οφειλών τους, οφειλόμενη στην καθ’ ης, από κοινού με την ανακόπτουσα, υπέβαλε στις 2.9.2021 αίτηση ρύθμισης οφειλών μέσω της πλατρφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού του Ν. 4738/2020, γεγονός για το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ενημέρωσε τηλεφωνικά την καθ’ ης, ωστόσο η αίτηση αυτή μέχρι σήμερα δεν έχει υποβληθεί οριστικά λόγω εσφαλμένων καταχωρίσεων από τους πιστωτές και τεχνικών σφαλμάτων. Ότι παρά τα ανωτέρω και την προφορική διαβεβαίωση της καθ’ ης ότι δεν επρόκειτο να επισπεύσει διαδικασία εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών της, αυτή αφενός επέδωσε στην ανακόπτουσα την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, με την οποία η ανακόπτουσα επιτασσόταν να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 411.405,21 ευρώ και αφετέρου επέβαλε και αναγκαστική κατάσχεση στην περιγραφόμενη στο δικόγραφο ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας, δυνάμει της επίσης προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Ότι η παραπάνω ενέργεια της καθ’ ης να επιδιώξει δια αναγκαστικής κατάσχεσης την είσπραξη της απαίτησης της σε βάρος της ανακόπτουσας συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος της, ως συμπεριφορά αντικείμενη στα όρια που θέτουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ως και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με το περιεχόμενο αυτό ο κρινόμενος λόγος ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του που αφορά την υποχρεωτικότητα της τήρησης της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, ως αναλύθηκε ανωτέρω, η μη τήρηση της από την τράπεζα κατά την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης και τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά μόνο αθέτηση της υποχρέωσης που υπέχει έναντι της εποπτεύουσας ΤτΕ, που ελέγχει την τήρηση του Κώδικα και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον Κώδικα και δεν οδηγεί σε ακυρότητα των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων εκτέλεσης. Κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της καθ’ ης, αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την 281 ΑΚ ουσιαστική του βασιμότητα.

Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εξαιρουμένων των καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 933 παρ. 5 ΚΠολΔ κατά το μέρος αυτών που αφορούν την απόδειξη του αποσβεστικού της απαίτησης ισχυρισμού περί καταχρηστικότητας, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία ... Ε.Ε. και της καθ’ ης καταρτίστηκε η με αριθμό .../9.1.2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και οι πρόσθετες πράξεις αυτής, για την τήρηση των όρων των οποίων εγγυήθηκαν ο ... ... και η ανακόπτουσα. Η καθ’ ης προέβη σε καταγγελία της εν λόγω σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής στις 28.3.2013 και προχώρησε στην έκδοση της με αριθμό 26121/2013 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ήδη τελεσίδικης, με την οποία η ανακόπτουσα επιτασσόταν να της καταβάλλει το ποσό των 183.914,95 ευρώ πλέον τόκων υπερημεριάς από 29.3.2013, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνών έως την εξόφληση και το ποσό των 4.000 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Μετά την τελεσιδικία της εν λόγω διαταγής πληρωμής, η άνω εταιρία με την από 31.5.2017 αίτηση της ζήτησε από την καθ’ ης να την πληροφορήσει σχετικά με το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της και η καθ’ ης με το από 8.6.2017 απαντητικό της έγγραφο της γνωστοποίησε ότι αυτό ανερχόταν σε 753.852,85 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από 1.1.2017. Στη συνέχεια, η εταιρία υπέβαλε το από 31.8.2017 αίτημα ένταξης της στο τρίτο στάδιο της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων, προτείνοντας ως μέτρα τη μείωση του επιτοκίου, την παράταση της διάρκειας της πίστωσης, τη μερική διαγραφή της οφειλής και τη λειτουργική αναδιάρθωση της επιχείρησης. Στις 11.10.2017 η καθ’ ης της απάντησε δια ηλεκτρονικής αλληλογραφίας αποστέλλοντας της υπόδειγμα αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος και στις 12.10.2017 ενημερώνοντας την ότι εάν η εταιρία επιθυμούσε την ένταξη της στη διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων θα έπρεπε να της υποβάλλει και όλα τα προβλεπόμενα έγγραφα, ιδίως δε το τυποποιημένο έντυπο υποβολής οικονομικής κατάστασης/πληροφόρησης και την τυποποιημένη οικονομική κατάσταση (τ.ο.κ.), ως ορίζεται στο Νόμο, προκειμένου να εξεταστεί ο χαρακτηρισμός της ως συνεργάσιμου ή μη συνεργάσιμου δανειολήπτη, ενώ τα σχετικά έντυπα επισυνάφθηκαν και στο απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Περαιτέρω, στις 22.11.2017 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της καθ’ ης και των οφειλετών, συμπεριλαμβανομένης και της ανακόπτουσας, στην οποία συμφωνήθηκε εγγράφως να διερευνηθεί η δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους και μέσω της πωλήσεων των ακινήτων τους, δόθηκε δε για το σκοπό αυτό η συναίνεση τους να διενεργήσουν όλους τους νομικούς, τεχνικούς ελέγχους και εκτιμήσεις. Επίσης, δεσμεύτηκαν να προσκομίσουν στην καθ’ ης οποιοδήποτε έγγραφο απαιτηθεί, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προβλέπονται από τον Κώδικα Δεοντολογίας. Σημειώνεται ότι στην έγγραφη αυτή συμφωνία, η οποία δεν αποτελεί ορισμένη πρόταση ρύθμισης, ως εσφαλμένα εκλαμβάνει η ανακόπτουσα, αλλά δέσμευση διερεύνησης της δυνατότητας κατάρτισης κάποιας συμφωνίας ρύθμισης, ρητά αναφέρεται ότι η όποια διαδικασία ξεκινήσει δεν ισοδυναμεί με παραίτηση της καθ’ ης από τα δικαιώματα της, ούτε επιφέρει αναστολή των εξώδικων και δικαστικών ενεργειών της για την επιδίκαση των απαιτήσεων και για την αναγκαστική ρευστοποίηση τους, είτε έχουν γίνει ή δρομολογηθεί, είτε θα λάβουν χώρα μελλοντικά. Ωστόσο, οι οφειλέτες και πάλι δεν προσκόμισαν τα απαιτούμενα έγγραφα και δη την τυποποιημένη οικονομική κατάσταση. Στις 11.12.2017 η καθ’ ης προέβη σε κατάσχεση σε βάρος ακίνητης περιουσίας της οφειλέτιδας εταιρίας, δυνάμει της με αριθμό .../2017 έκθεσης κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... ..., δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή προέκυπτε ρητά από την προαναφερόμενη συμφωνία. Κατά της έκθεσης αυτής η εταιρία άσκησε ανακοπή, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων και καταχρηστική συμπεριφορά της καθ’ ης βάσει των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, ο δε διενεργηθείς πλειστηριασμός ήταν άκαρπος. Στις 14.6.2018 οι οφειλέτες υπέβαλαν νέο αίτημα ρύθμισης, στο οποίο η καθ’ ης στις 18.7.2018 με έγγραφο της απάντησε αρνητικά. Η μη αποδοχή των προτάσεων των οφειλετών, οι οποίες δεν προκύπτουν από κάποιο προσκομιζόμενο έγγραφο, δεν αρκεί για να καταστήσουν καταχρηστική τη συμπεριφορά της καθ’ ης, αφού, ως αναλύθηκε ανωτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές των δανειοληπτών, εφόσον αυτές δεν εξυπηρετούν τα οικονομικά τους συμφέροντα, όπως τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα τα ορίζουν και είναι συνυφασμένα με τη διαχείριση της περιουσίας τους και την άσκηση της εμπορικής τους δραστηριότητας, λαμβανομένης υπόψη εν προκειμένω και της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της οφειλέτιδας εταιρίας, ως προκύπτει από την υποβληθείσα από την ίδια οικονομική ανάλυση. Στις 10.9.2018 η οφειλέτιδα εταιρία και η ανακόπτουσα απέστειλαν επιστολή τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην καθ’ ης εμμένοντας στην αίτηση τους, πλην όμως δεν επισύναψαν το ως άνω απαιτούμενο έγγραφο, σε κάθε περίπτωση δε οι διαπραγματεύσεις στο σημείο αυτό είχαν ολοκληρωθεί. Μετά την πάροδο τριών περίπου ετών, η καθ’ ης επέδωσε στην ανακόπτουσα την προσβαλλόμενη από 26.7.2021 επιταγή προς πληρωμή. Στη συνέχεια η οφειλέτιδα εταιρία στις 2.9.2021 υπέβαλε τη με αριθμό ... αίτησή της στην πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών του Ν. 4738/2020, η οποία δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της οφειλέτιδας εταιρίας επικοινώνησε τηλεφωνικά με την καθ’ ης ερωτώντας εάν πρόκειται να συνεχιστεί η διαδικασία ένταξης στη Δ.Ε.Κ. άλλως να προβεί στην υποβολή αίτησης στο μηχανισμό του Ν. 4738/2020 και αυτή απάντησε ότι επίκειται μεταβίβαση των απαιτήσεων σε βάρος της σε εταιρία ειδικού σκοπού και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να καταρτίσει συμφωνία ρύθμισης ή να προβεί σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός διότι, αφενός η διαδικασία ένταξης στη Δ.Ε.Κ. είχε ολοκληρωθεί ανεπιτυχώς ήδη από το έτος 2018 και αφετέρου τέτοια μεταβίβαση ουδέποτε συνέβη. Κατόπιν τούτων η καθ’ ης, δυνάμει της με αριθμό .../21.9.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... ... και του με αριθμό .../27.9.2021 αποσπάσματος αυτής προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση της περιγραφόμενης σε αυτές ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, ενώ συνέχισε και τον σε βάρος της περιουσίας της εταιρίας προαναφερόμενο πλειστηριασμό, δυνάμει της με αριθμό .../29.10.2021 πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... .... Όσον αφορά την τύχη της εν λόγω αίτησης, αυτή ως προαναφέρθηκε βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα λόγω δυσλειτουργιών στην πλατφόρμα, για τις οποίες η ανακόπτουσα, ως και άλλοι οφειλέτες, κοινοποίησαν στις 31.12.2021 εξώδικη δήλωση τους προς την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, ενώ η ίδια υπέβαλε και πέντε συνολικά ερωτήματα μέσω του συστήματος, τα οποία δεν έχουν ακόμη απαντηθεί. Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης παρεμποδίζει τη διαδικασία, καθώς ενημερώθηκε να διορθώσει κάποιες καταχωρίσεις, πλην όμως αυτή αρνείται, ισχυριζόμενη ότι τα σχετικά στοιχεία έχουν αντληθεί από τα συστήματα της και είναι ορθά. Ωστόσο δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό της περί παρεμπόδισης της διαδικασίας από την καθ’ ης και πέραν τούτου η μη ολοκλήρωση υποβολής της αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ότι οφείλεται σε συμπεριφορά της καθ’ ης, δεδομένου ότι η ίδια η ανακόπτουσα επικαλείται προβλήματα της πλατφόρμας μη σχετιζόμενα με την καθ’ ης, όπως π.χ. η μη εμφάνιση των στοιχείων των συνοφειλετών, για τα οποία έχει υποβάλλει και σχετικά ερωτήματα. Ενόψει όλων των ανωτέρω δεν προκύπτει συμπεριφορά της καθ’ ης που να υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του ασκούμενου δικαιώματος και ακολούθως ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής η ανακόπτουσα εκθέτει ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και η στηριζόμενη σε αυτή έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης με το απόσπασμα αυτής καθώς περιλαμβάνουν τόκους ύψους 10.443,50 ευρώ που υπολογίστηκαν για το χρονικό διάστημα από 7.11.2020 έως και 6.4.2021 κατά το οποίο ίσχυε η αναστολή των τόκων επιδικίας κατ’ άρθρο 83 παρ. 14 του Ν. 4790/2021. Με το περιεχόμενο αυτό ο κρινόμενος λόγος ανακοπής αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη επιταγή η καθ’ ης αιτείται την καταβολή τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, για τους οποίους πράγματι ισχύει η ανωτέρω αναστολή. Πέραν τούτων, ο ίδιος λόγος ανακοπής κατά το μέρος αυτού που στρέφεται κατά την έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και του αποσπάσματος αυτής είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, δεν είναι άκυρη η κατάσχεση και αν επιβλήθηκε για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου, αλλά αντιθέτως το εν μέρει έγκυρο της απαίτησης και της επιταγής προς εκτέλεση αρκεί προς ισχυροποίηση της ενεργούμενης κατάσχεσης, όταν μάλιστα ο ανακόπτων δεν προσφέρεται σε καταβολή του ποσού για το οποίο είναι έγκυρος ο τίτλος, το δε ζήτημα της ανυπαρξίας κατά ένα μέρος της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση και του ύψους αυτής εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 253/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29.707, ΕφΑθ 6367/2007, ΜονΕφΠειρ 328/2016, ΜονΕφΔυτΜακ 27/2013, όλες σε ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 1453/2018, αδημ. σε νομικό τύπο). Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος ανακοπής, ως και η ανακοπή στο σύνολο της, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς εξέταση. και η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, κατ’ αποδοχή του νομίμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρο 176 του ΚΠολΔ), προσδιοριζομένων βάσει του ποσού της απαίτησης, για την οποία επισπεύσθηκε η εκτέλεση (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 328/2003 ΧρΙΔ 2003.547), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων (200 €) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Θεσσαλονίκη στις ... Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ