Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
Περισσότερα

Αρμενόπουλος, 1 (2023)


ΣυμβΠλημΑθ 934/2022 - σχόλιο: Ι. Ναζίρης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΣυμβΠλημΑθ 934/2022

Πρόεδρος: Μαρία Δριβελέγκα
Δικαστές: Δ. Φανουργάκης, Κ. Σμπυρούνια
Εισαγγελείς: Παναγιώτα Ιωαννίδου, Βελισσάριος Χολής

(177 παρ. 2 ΚΠΔ / 3-5 Ν. 2225/1994)

Αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για την απόδειξη σοβαρών αδικημάτων κατόπιν στάθμισης.

Εισαγγελική πρόταση

[…] Σύμφωνα με το άρθρο 37 ΚΠΔ: «Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη πληροφορία ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη». Με την διάταξη αυτή του άρθρου 37 ΚΠΔ, καθιερώνεται η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων. Ως κίνηση της ποινικής δίωξης, νοείται η εναρκτήρια της ποινικής δίκης πράξη του Εισαγγελέα, ο οποίος έχει τη σχετική πρωτοβουλία προς τούτο. Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, όταν ο τελευταίος πληροφορηθεί για την τέλεση του εγκλήματος με οποιονδήποτε τρόπο (σε αντίθεση με τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα που αποκλειστική πηγή γνώσης του Εισαγγελέα είναι η καταγγελία του παθόντος – μόνου δικαιούχου προς υποβολή της εγκλήσεως). Ως αναφορά, νοείται τόσο η κατ’ άρθρο 38 ΚΠΔ ανακοίνωση αξιόποινης πράξης από ανακριτικό υπάλληλο ή οιονδήποτε άλλο δημόσιο υπάλληλο, όσο και η κατά το άρθρο 39 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση του (πολιτικού, ποινικού, διοικητικού ή πειθαρχικού) δικαστή. Ως άλλη πληροφορία περί τελέσεως αξιόποινης πράξης κατά το άρθρο 37 ΚΠΔ, νοείται κάθε άλλη πληροφόρηση του Εισαγγελέα, καλύπτει δηλαδή ως έννοια οτιδήποτε δεν αποτελεί περιεχόμενο αναφοράς, μήνυσης ή έγκλησης (σχετ. και Α. Κονταξή, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, άρθρο 36, σελ. 467). Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται η παράτυπη μήνυση ή έγκληση ή αναφορά, ή οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική καταγγελία (π.χ. επιστολή, τηλεφώνημα ή και φήμη), ακόμα και ανώνυμη (ΟλΑΠ 9/2008, ΠοινΧρ ΝΗ/2008, σελ. 986), οποιοδήποτε δημοσίευμα στον τύπο, έστω και ανυπόγραφο, ανώνυμο, καθώς και οποιαδήποτε πληροφόρηση κατά την άσκηση των καθηκόντων του Εισαγγελέα ή –όπως υποστηρίζεται– και από την ιδιωτική / κοινωνική του ζωή [σχετ. και ΑΠ 368/2007, ΠοινΧρ ΝΗ/2008, σελ. 53, ΣυμβΑΠ 1505/1983, ΠοινΧρ ΛΔ/1984, σελ. 492, ΔιατΕισΠρωτΧαλκ (Σ. Μουζακίτη) 26/1989, ΠοινΧρ ΛΘ/1989, σελ. 532, Σ. Αλεξιάδη, Η καταγγελία του εγκλήματος, 1973, σελ. 20 και 126-127, Ν. Ανδρουλάκη, αρ. 426, σελ. 278, Θ. Δαλακούρα, τόμος Α’, σελ. 184-185, Χ. Δέδε, σελ. 310, Α. Καρρά, αρ. 316, σελ. 279, σημ. 51, Γ. Κτιστάκη, Άσκηση ποινικής δίωξης και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, 2003, σελ. 73, Μ. Μαργαρίτη, αρ. 36, αρ. 4, σελ. 71, Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 164, Α. Μπουρόπουλου, άρθρο 36, σελ. 57-58, Α. Στάικου, άρθρο 36, σελ. 130, Α. Τούση, άρθρο 36, σελ. 51]. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι, ως άλλη πληροφορία κατά το άρθρο 37 ΚΠΔ νοείται και η περιεχόμενη σε παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της δυνατότητας ή μη αποδεικτικής αξιοποίησης του μέσου αυτού (Χ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1ος Τόμος, σελ. 333-336, αριθμός 2).

[…] θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της διατύπωσης των διατάξεων των άρθρων 19 παρ. 3 του Συντάγματος και 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύουν, δεν μπορεί να αποκλείσει την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου προς όφελος του κατηγορουμένου, ιδίως αν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από αυτό και δεν μπορεί να αποδειχθεί κατ’ άλλο τρόπο, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι υπέρ της αξιοποίησης συνηγορεί, μαζί με την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, και η ελευθερία και κατ’ επέκταση η αξιοπρέπεια του αθώου κατηγορουμένου (Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2008, σελ. 211, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, 2003 σελ. 81 επ. Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, 2002, σελ. 175, Α. Παπαδαμάκη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και «δίκαιη δίκη», ΠοινΔνη 2016, 449, Χ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 177, σελ. 2273, αριθμός 47). Έτσι, τα γενόμενα δεκτά υπό την προγενέστερη μορφή της διατάξεως, σε σχέση με την αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου προς όφελος του κατηγορουμένου, ισχύουν και υπό το σημερινό νομοθετικό καθεστώς. Με βάση τα ανωτέρω, κρατεί στη νομολογία και τη θεωρία ότι, παρά τις επελθούσες, με το άρθρο 10 Ν. 3674/2008, τροποποιήσεις στο άρθρο 370Α του προϊσχύσαντος ΠΚ και στο άρθρο 177 παρ. 2 του καταργηθέντος ΚΠΔ, όπως η ίδια ακριβώς διατύπωση του τελευταίου αυτού άρθρου επαναλήφθηκε και στον ισχύοντα από 1.7.2019 ΚΠΔ, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου, η προβλεπόμενη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων πρέπει κάθε φορά να ελέγχεται σε συνταγματικό επίπεδο και δη να διερευνάται εάν η εν λόγω απαγόρευση είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας, με συνέπεια, για να μην τίθενται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας –πλην της χρήσεως αποδεικτικών μέσων κτηθέντων κατόπιν βασανιστηρίων ή κατόπιν προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας– να κάμπτεται, υπέρ του κατηγορουμένου και υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, δηλαδή της απαγόρευσης χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Κατ’ επέκταση της παραπάνω παραδοχής, θα πρέπει να γίνει περαιτέρω δεκτό ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης κάμπτεται, σε ορισμένες περιπτώσεις και σε βάρος του κατηγορουμένου, όπου η απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάλυση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Πράγματι, όταν το θύμα μόνο με την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού υλικού μπορεί να προστατευθεί, ήτοι το τελευταίο αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο στο οποίο εκείνο (το θύμα) μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του, η χρησιμοποίηση του μέσου αυτού επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας (αντί άλλων, ΑΠ 653/2013 ΠοινΧρ. 2014, 34, ΑΠ 611/2006 ΠοινΧρ. 2006, 857, Αδ. Παπαδαμάκη, ΠοινΔνη 2016, 449). Όπως δε υποστηρίζεται, η έλλογη αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί παρανόμως (όπως λ.χ. λόγω παραβίασης του ιδιωτικού απορρήτου), είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών, κατά την αποδεικτική διαδικασία, σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξή τους (Γρ. Τσόλια, ΠοινΔνη 2008, 642 επ.). Όταν το έννομο αγαθό που πλήττεται από την παράνομη αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα, τότε, καταρχάς, κατισχύει της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και, για το λόγο αυτό, η χρησιμοποίηση αποδεικτικού μέσου που λήφθηκε ύστερα από βασανιστήρια αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), προστατεύεται ανεπιφύλακτα και προέχει απέναντι και στην αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Η απαξία της παρανομίας που πηγάζει από την χρησιμοποίηση μέσων βίας, υπερτερεί έναντι της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας (απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης), η οποία (ποινική αξίωση) αποδυναμώνεται, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση των μέσων αυτών. Αποδεικτικά μέσα τα οποία αποκτήθηκαν με προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ενταχθούν στον δικαιοδοτικό μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης και να αξιοποιηθούν, έστω και αν πρόκειται να εξιχνιασθεί το ειδεχθέστερο έγκλημα, επειδή η αξιοποίηση αυτή θα συνιστούσε εκ νέου προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας [βλέπετε, Π. Καίσαρη / Π. Ιωαννίδου σε Λ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 3η έκδοση, 2018, άρθρο 177, σελ. 1038-1042, αριθμ. 18, 19, 21, 22, 23, 24, 35, 36, 37, 38, 39ιg προς την κατεύθυνση αυτή, βλέπετε και Α. Ζύγουρα, Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταίαν νομοθετικήν μεταβολήν, ΠοινΧρ 2008, σελ. 3∙ επίσης, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών και αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΠοινΔνη, τεύχος 11/2015 ακόμη, Χ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3ος Τόμος, άρθρο 177, σελ. 2274. Νομολογιακά μάλιστα, η παραπάνω αξιολογική στάθμιση των προστατευτέων εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων που συγκρούονται μεταξύ τους και διεκδικούν παράλληλα την εφαρμογή τους, υπέρ της αξιοποίησης του παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, έχει γίνει δεκτή σε πολλές περιπτώσεις [σ.σ.: παραλείπονται αναφορές στη νομολογία].

Τέλος, ανεξαρτήτως όσων αναλυτικά προεκτέθηκαν, πρέπει να επισημανθεί ότι ειδική εξαίρεση στην απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και έχουν ληφθεί κατά παράβαση των δικονομικών τύπων, εισάγεται στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, στο οποίο έχουν συγχωνευθεί η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και η Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς. Συγκεκριμένα, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 65 Ν. 4356/2015 –το οποίο καταργήθηκε μεν από 1.7.2019, με το άρθρο 586 σε συνδυασμό με το άρθρο 585 ΚΠΔ, πλην όμως, με το άρθρο 587 παρ. 4 του αυτού Κώδικα ορίζεται ότι: «4. H διάταξη του άρθρου 65 ν. 4356/2015 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υποθέσεις, στις οποίες έχουν ήδη ενταχθεί τα σχετικά αποδεικτικά μέσα» – : «1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 17Α παρ. 8 εδάφιο α΄ του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παρ. 5 εδάφιο α΄ του ν. 4022/2011. 2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία». Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 14 Ν. 4637/2019, με τίτλο «Χρήση αποδεικτικού μέσου στα οικονομικά εγκλήματα»: «1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 1 και 36 παρ. 3 [ήδη άρθρου 36 παρ. 1] του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία», ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 ΚΠΔ, με τίτλο «Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει: «1. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33 έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικά η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι, εν όψει της σοβαρότητας και της ιδιαίτερης απαξίας των κακουργηματικής φύσεως εγκλημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο ίδιος ο νομοθέτης έχει προβεί σε αξιολογική στάθμιση τέτοια, προκρίνοντας την αποτελεσματική διερεύνηση και εξιχνίαση των συγκεκριμένων εγκλημάτων, έναντι της προστασίας κάθε μορφής – με εξαίρεση του δικηγορικού – απορρήτου. Κατά συνέπεια, οι ως άνω ειδικές διατάξεις, εισάγοντας ρητή εξαίρεση στον κανόνα του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ – η οποία (εξαίρεση) σημειώνεται ότι διατηρήθηκε και μετά τις επανειλημμένες πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν στην αρμοδιότητα των παραπάνω δύο Υπηρεσιών, που πλέον συγκροτούν το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών – επιτρέπουν, τηρουμένων των τιθέμενων σε αυτές (διατάξεις) προϋποθέσεων, την χρήση και αξιοποίηση «παρανόμως» κτηθέντος αποδεικτικού υλικού, ήτοι αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, σε οποιοδήποτε (αρχικό ή μεταγενέστερο) στάδιο της της ποινικής διαδικασίας, ήτοι τόσο κατά την προδικασία, όσο και κατά την κυρία διαδικασία, από την οποία τούτο (αποδεικτικό υλικό) ουδόλως αποξενώνεται, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος αυτής.

Κείμενο βουλεύματος

Για όσους λόγους αναπτύσσονται και αναλύονται στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως νόμιμους και βάσιμους το Συμβούλιο αναφέρεται καθ’ ολοκληρία, πρέπει:

Να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμες: 1) η από 10.7.2020 αίτηση περί κήρυξης απόλυτης ακυρότητας πράξεων της προδικασίας του … 2) …

[Το παραπάνω βούλευμα υιοθέτησε καθ’ ολοκληρίαν την πρόταση των δύο επίκουρων Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, τμήμα της οποίας παρατίθεται εδώ. Ειδικότερα, ήχθησαν ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αιτήσεις για την κήρυξη ακυροτήτων της προδικασίας (ειδικότερα: της προκαταρκτικής εξέτασης), στηριζόμενες –κατά το ενδιαφέρον σκέλος τους– στην αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, και πιο συγκεκριμένα αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου της επικοινωνίας. Η υπόθεση ξεκίνησε με αφορμή πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σχετικά με δράση εγκληματικής οργάνωσης που παρείχε προστασία σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν σε παράνομες ασχολίες (συμπεριλαμβανομένων παράνομων οίκων ανοχής, χαρτοπαικτικών λεσχών, κ.ο.κ.). Ακολούθησε, προς τον σκοπό διερεύνησης των σχετικών εμπιστευτικών πληροφοριών, άρση του απορρήτου [για λόγους εθνικής ασφάλειας] με βάση τα άρθρα 3 και 5 Ν. 2225/1994 [όπως ίσχυαν τότε] και τις οικείες διατάξεις του Ν. 3649/2008 [κατόπιν αιτήσεων του Διοικητή της Ε.Υ.Π. και σε εκτέλεση των σχετικών διατάξεων του Εισαγγελέα της Ε.Υ.Π., οι οποίες είχαν εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών]. Τα αδικήματα, η τέλεση των οποίων διερευνάτο κατά την προκαταρκτική εξέταση, περιλάμβαναν, πέρα από τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση [187 παρ. 1 ΠΚ], τη δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου [235 παρ. 2 και 236 παρ. 2 ΠΚ], την εκβιαστική προστασία επιχειρήσεων κατ’ επάγγελμα [385 παρ. 3 εδ. α΄-β΄ ΠΚ], και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες [2 παρ. 2 περ. γ΄, 4 περ. α΄, γ΄, ιη΄ και 39 παρ. 1 περ. α΄, β΄, γ΄, ε΄ Ν. 4557/2018].

Το ενδιαφέρον έγκειται στη σταχυολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες επιτρέπεται (κατ’ εξαίρεση) η αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία. Ειδικότερα, έγιναν δεκτά τα εξής:

«Ως «άλλη πληροφορία», υπό την έννοια του άρθρου 37 ΚΠΔ, νοείται και η περιεχόμενη σε παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της δυνατότητας ή μη αποδεικτικής αξιοποίησης του μέσου αυτού. Τούτο είναι ορθό, αρκεί να μη λησμονείται ότι η (κατά την κρίση της εισαγγελικής αρχής) ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την κίνηση ποινικής δίωξης στηρίζεται στους ίδιους κανόνες απόδειξης όπως και η κρίση σχετικά με την κατάφαση της ενοχής στο ακροατήριο (συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ).

− Η αδιάστικτη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 19 παρ. 3 του Συντάγματος και 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύουν, δεν μπορεί να αποκλείσει την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου προς όφελος του κατηγορουμένου, ιδίως αν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από αυτό και δεν μπορεί να αποδειχθεί με άλλον τρόπο. Η δυνατότητα αυτή προέκυπτε ρητά στο πλαίσιο του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [τουλάχιστον μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 177 παρ. 2 προϊσχΚΠΔ το 2008], εντούτοις συνέχισε να γίνεται δεκτή και στη συνέχεια (όπως και στο πλαίσιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Πράγματι, γίνεται δεκτό ότι η αποδεικτική απαγόρευση δεν είναι δυνατό να αναιρεί συνταγματικής περιωπής αρχές, όπως αυτές που εγκολπώνονται στα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος [άλλο βέβαια το ζήτημα αν ορισμένο αποδεικτικό μέσο έχει κτηθεί μέσω βασανιστηρίων ή άλλου είδους προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας].

Η αποδεικτική απαγόρευση του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ κάμπτεται ενίοτε και σε βάρος του υπόπτου ή κατηγορουμένου, όταν ο εξοβελισμός παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων από την ποινική διαδικασία θα οδηγούσε σε κατάλυση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος [για παράδειγμα, όταν το θύμα μπορεί να προστατευθεί μόνο με την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού υλικού, οπότε γίνεται δεκτό ότι η χρησιμοποίηση του υλικού αυτού επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας: βλ. ενδεικτικά ΑΠ 653/2013, ΠοινΧρ 2014, σελ. 34, ΑΠ 611/2006, ΠοινΧρ 2006, σελ. 857].

Τέλος, γίνεται αναφορά στη δυνατότητα αξιοποίησης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ειδικά στις περιπτώσεις κακουργημάτων που εμπίπτουν στη αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η δυνατότητα αυτή είχε αρχικά προβλεφθεί με το άρθρο 65 Ν. 4356/2015 [καλύπτοντας, τότε, πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς], καταργήθηκε με τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από 1.7.2019 [βλ. άρθρο 586 στ. η΄ ΚΠΔ], επανήλθε όμως με το άρθρο 14 Ν. 4637/2019 [καταλαμβάνοντας και πάλι, αρχικά, πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ήδη δε, μετά την κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς με τον Ν. 4745/2020, πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία ο τελευταίος έχει δικαίωμα πρόσβασης]. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου είναι επιτρεπτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία. Εξάλλου, το άρθρο 36 παρ. 1 ΚΠΔ [όπως ισχύει μετά και τις τροποποιήσεις που επέφερε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο Ν. 4745/2020] προβλέπει ότι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου του, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας.

Η υπόθεση αυτή παρέχει αφορμή για αναφορά σε πρόσφατες τροποποιήσεις, στη σκιά της επικαιρότητας. Ειδικότερα, με τον Ν. 5002/2022 [ΦΕΚ Α’228/9.12.2022] έλαβαν χώρα μια σειρά από τροποποιήσεις, μεταξύ άλλων σε σειρά διατάξεων του Ν. 3649/2008 σχετικά με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Εξάλλου, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών –τόσο για λόγους εθνικής ασφάλειας όσο και προς τον σκοπό της διακρίβωσης εγκλημάτων– ρυθμίζεται πλέον στο πλαίσιο των άρθρων 4 επ. του ως άνω Ν. 5002/2022 [το άρθρο 50 του οποίου κατήργησε, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 3-5 και 7 Ν. 2225/1994]. Τέλος, τροποποιήθηκαν διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που τυποποιούν προσβολές του ατομικού απορρήτου και της επικοινωνίας [άρθρα 370Α, 370Ε ΠΚ], κατά τρόπο ώστε οι εκεί προβλεπόμενες πράξεις να τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος [επαναφέροντας, σε ό,τι αφορά το άρθρο 370Α ΠΚ, το καθεστώς που ίσχυσε από τη θέση σε ισχύ του Ν. 3674/2008 μέχρι την κατάργηση του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα το 2019]∙ επιπλέον, προστέθηκε νέο άρθρο 370ΣΤ στον Ποινικό Κώδικα, με το οποίο τυποποιείται (ως πλημμέλημα) η διακίνηση λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης).]

Ι.Ν.