ΕιδΔικΑγΚακοδ 11/2025 - Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Ηλίας Μάζος
Εισηγήτρια: Ευφροσύνη Παπαδημητρίου
Δικηγόροι: Θρασύβουλος Κονταξής, Θεόδωρος Μαντάς, Στυλιανός Σταματόπουλος
Προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ:
1) Υπό το πρίσμα των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ, 47 ΧΘΔ και της αρχής της ισοδυναμίας που διέπει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των δικαστηρίων των κρατών μελών, τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 Καν. (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), έχουν την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου(-ης) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του (της) κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266), το οποίο ορίζει ότι «[τ]α προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της», η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Καν. (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), η οποία ορίζει ότι «[τ]ο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της», έχει την έννοια ότι η ετεροδικία που απολαύουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 στοιχείο α΄ του παραπάνω πρωτοκόλλου, παρέχεται και στους (στις) προβλεπόμενους(-ες) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς αναφορικά με τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήρια των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος;
Νομικές διατάξεις: άρθρα 99 Συντ., 1-13, 17, 19 ν. 693/1977, 2 παρ. 2, 4, 42 παρ. 4, 86, 268, 329 παρ. 1, 340 ΣΛΕΕ, 1, 4, 5 παρ. 3, 6, 8, 13, 17, 96, 113 παρ. 3-5 Καν. 2017/1939, 4, 5, 7, 8, 9, 11, 16, 16Α, 16Β, 16Γ ν. 4786/2021, 47 ΧΘΔ
Αριθμός 11/2025
Το κατά το άρθρο 99 του Συντάγματος και τον Ν.693/1977
Ειδικό Δικαστήριο προς εκδίκαση αγωγών κακοδικίας
Αποτελούμενο από τους: Ηλία Μάζο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρο, κωλυομένου του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αγγελική Μίντζια, Σύμβουλο Επικρατείας, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένων των Σοφίας Βιτάλη, Συμβούλου Επικρατείας, τακτικού μέλους και Κωνσταντίας Λαζαράκη, Συμβούλου Επικρατείας, αναπληρωματικού μέλους, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναπληρωματικό μέλος, κωλυμένης της Δέσποινας Τζούμα, Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικού μέλους, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένων των Αντώνιου Καραμπατζού, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργίου Σωτηρόπουλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικών μελών, Σπυρίδωνα Βλαχόπουλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτη Κολοτούρου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, αναπληρωματικών μελών, Ευγενία Δακορώνια, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένων των Αντώνιου Καραμπατζού, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιου Σωτηρόπουλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικών μελών, Σπυρίδωνα Βλαχόπουλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτη Κολοτούρου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, αναπληρωματικών μελών, Θεόδωρο Γεωργάκη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Δημήτριο Πολλάλη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Σταυρούλα Χάρου, αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 5 Νοεμβρίου 2024, ημέρα Τρίτη και ώρα 18.00.
Για να δικάσει την από 29 Μαΐου 2024 αγωγή η οποία κατατέθηκε στις 30 Μαΐου 2024 στη Γραμματεία του Ειδικού Δικαστηρίου και έλαβε αριθμό καταθέσεως 10,
της … … του …, κατοίκου Παπάγου Αττικής, οδός …, αρ. …, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θρασύβουλο Κονταξή (ΑΜ ΔΣΑ …), τον οποίο διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των α) … …, Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, κατοίκου ως εκ της υπηρεσίας της, στο Δικαστικό Μέγαρο Αθήνας, η οποία παραστάθηκε με τον δικηγόρο Θεόδωρο Μαντά (ΑΜ ΔΣΑ …),
β) … …, Ανακρίτριας … Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, κατοίκου ως εκ της υπηρεσίας της, στο Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών, η οποία παραστάθηκε με τον δικηγόρο Στυλιανό Σταματόπουλο (ΑΜ ΔΣΑ …).
Το Δικαστήριο άκουσε την εισηγήτρια της υπόθεσης, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Σύμβουλο του Ελεγκτικό Συνεδρίου, η οποία ανέγνωσε την εισήγησή της επί της κρινομένης υποθέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την υπό κρίση αγωγή κακοδικίας έχει καταβληθεί το νόμιμο, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 2 του ν. 693/1977 (Α΄ 262) και 4 του π.δ. 186/2024 (Α΄ 162), παράβολο (βλ. το ήδη δεσμευμένο ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής …), καθώς και το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το δεσμευμένο ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής …), σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΓ περ. 6 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222).
2. Επειδή, η αγωγή αυτή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και κατά τους νόμιμους τύπους (άρθρα 8, 9 και 10 του ν. 693/1977) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό αυτής.
3. Επειδή, με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα, υπάλληλος της …, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (εκ των οποίων η μεν πρώτη έχει την ιδιότητα της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, η δε δεύτερη είναι Ανακρίτρια του … Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ορισθείσα ως Ανακρίτρια για εκκρεμείς υποθέσεις αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας), ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να της καταβάλουν νομιμοτόκως το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η εν λόγω ηθική βλάβη προκλήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, με την επιβολή εις βάρος της, υπό την ιδιότητά της ως κατηγορουμένης για το αδίκημα της απάτης σχετικής με τις επιχορηγήσεις στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενου επιχειρησιακού προγράμματος με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού Δημοσίου, των περιοριστικών όρων της καταβολής εγγυοδοσίας ποσού 600.000 ευρώ και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, καθώς και με την απόρριψη αιτήσεών της περί άρσεως των ως άνω επιβληθέντων όρων, αλλά και με λοιπές προσαπτόμενες στις εναγόμενες ενέργειες.
4. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 99 ορίζει τα εξής: «1. Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό δικαστήριο που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό του, και από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μέλη, που ορίζονται με κλήρωση. 2. Από τα μέλη του ειδικού δικαστηρίου εξαιρείται κάθε φορά εκείνο που ανήκει στο σώμα ή τον κλάδο της δικαιοσύνης που για ενέργεια ή παράλειψη λειτουργών του καλείται να αποφανθεί το δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για αγωγή κακοδικίας κατά μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στο ειδικό αυτό δικαστήριο προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. 3. Δεν απαιτείται άδεια για να εγερθεί αγωγή κακοδικίας».
5. Επειδή, σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής επιταγής εκδόθηκε ο ν. 693/1977 «Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας» (Α΄ 262), ο οποίος, όπως έχει τροποποιηθεί και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 επαναλαμβάνονται οι προβλέψεις του Συντάγματος περί της συγκροτήσεως του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, ενώ το άρθρο 2, το οποίο ρυθμίζει την επιλογή διά κληρώσεως των μελών του δικαστηρίου διαλαμβάνει τα εξής: «1. Κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Δεκεμβρίου κάθε έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλόγους: α) των συμβούλων επικρατείας, β) των αρεοπαγιτών, γ) των συμβούλων του ελεγκτικού συνεδρίου, δ) των τακτικών καθηγητών των νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών ή νομικών τμημάτων των πανεπιστημίων της χώρας, ε) των δικηγόρων μελών, τακτικών και αναπληρωματικών, του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων. Καθηγητές που έχουν και κάποια από τις παραπάνω ιδιότητες δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους των καθηγητών. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Δεκεμβρίου η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε δημόσια συνεδρίαση, ενεργεί με βάση τους παραπάνω καταλόγους κλήρωση από χωριστές κληρωτίδες ενός συμβούλου της επικρατείας, ενός αρεοπαγίτη, ενός συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικών καθηγητών των νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρων από τα μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων με διπλάσιο αριθμό αναπληρωματικών. Οι αναπληρωματικοί καλούνται κατά τη σειρά της κλήρωσης όταν ελλείπουν, απουσιάζουν, κωλύονται ή εξαιρούνται οι τακτικοί. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης η ολομέλεια συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη, τα ονόματα όσων περιλαμβάνονται στους παραπάνω καταλόγους. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξάγει από τις κληρωτίδες τα σφαιρίδια και εκφωνεί το όνομα κάθε κληρουμένου, το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη της ολομέλειας. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. 2. Τα ονόματα των κληρωθέντων δημοσιεύονται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως επιμελεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ούτοι συγκροτούν διά το επόμενον έτος το Ειδικόν Δικαστήριον εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας. 3. Εις περίπτωσιν ελλείψεως, απουσίας, κωλύματος ή εξαιρέσεως των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών, ενεργείται νέα, διά την συγκεκριμένην υπόθεσιν κλήρωσις εκ της κατηγορίας εις την οποίαν ανήκουν τα μέλη ταύτα, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά, ως προς την κλήρωσιν και δημοσίευσιν, των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου. 4. Εις περίπτωσιν ελλείψεως, απουσίας, κωλύματος ή εξαιρέσεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατά περίπτωσιν, ούτοι αναπληρούνται, αντιστοίχως, υπό του αρχαιοτέρου των αντιπροέδρων του οικείου δικαστηρίου, αναπληρουμένων εις τας αυτάς περιπτώσεις και τούτων υπό των αμέσως νεωτέρων των κατά την σειράν αρχαιότητος. 5. […]. 6 […]». Το άρθρο 3 ορίζει περαιτέρω ότι το δικαστήριο συνεδριάζει παρόντων επτά τακτικών μελών ή αναπληρωματικών μελών και του γραμματέως καθώς και ότι οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 4 «[1] Ο ασκών την αγωγήν κακοδικίας διάδικος παρίσταται διά δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω ο οποίος είναι εκ του νόμου αντίκλητος. 2. Ο εναγόμενος δικαστικός λειτουργός μπορεί να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου και αυτοπροσώπως». Το άρθρο 5 υπάγει άπαντα τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου, υπό την ιδιότητά τους αυτήν, στην πειθαρχική δικαιοδοσία του προβλεπομένου από το Σύνταγμα (άρθρο 91) για τα μέλη των ανωτάτων δικαστηρίων, Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ορίζονται δε περαιτέρω στο άρθρο 6 τα ακόλουθα: «1. Οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκησιν των αναγομένων εις την δικαστικήν λειτουργίαν καθηκόντων των μόνον ένεκα δόλου, βαρείας αμελείας ή αρνησιδικίας, εφ’ όσον εκ τούτων προέκυψε ζημία εις τον ενάγοντα. 2. Αρνησιδικία εκ μέρους δικαστικών λειτουργών υπάρχει τότε μόνον, όταν ούτοι αρνούνται αδικαιολογήτως να αποφανθούν επί νομίμως υποβαλλομένων αιτήσεων των διαδίκων ή παρελκύουν αδικαιολογήτως την έκδοσιν αποφάσεων ωρίμων προς τούτο, υφ’ οιανδήποτε πρόφασιν και ιδίως την της σιωπής ή ασαφείας του νόμου. 3. Η αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτος, εάν ο ζημιωθείς δεν ασκήση κατά της αποφάσεως εκ της οποίας υπέστη ζημίαν τα υπό του νόμου επιτρεπόμενα τακτικά ένδικα μέσα και δεν εκδοθή απόφασις επ’ αυτών. 4. Η αγωγή κακοδικίας απορρίπτεται, εάν αποδειχθή ότι ο ζημιωθείς ηδύνατο να αποφύγη την ζημίαν κατά νόμιμον τρόπον. Οι κληρονόμοι του εναγομένου ευθύνονται μόνον μέχρι του ενεργητικού της κληρονομίας». Τα επόμενα άρθρα αφορούν την εξαίρεση δικαστικών λειτουργών από την αγωγή κακοδικίας σε ορισμένες περιπτώσεις αναλόγως των κατηγοριών των υποθέσεων τις οποίες εκδικάζουν (άρθρο 7), την άσκηση της αγωγής και την προδικασία (άρθρα 8 – 13), προβλέπονται δε, εν σχέσει με την κύρια διαδικασία, στο άρθρο 14, τα εξής: «1. Η συζήτησις διεξάγεται εις δημοσίαν συνεδρίασιν προφορικώς, βασίζεται δε επί των εγγράφων της προδικασίας. 2. Μετά την εκφώνησιν της υποθέσεως άρχεται η εις το ακροατήριον συζήτησις διά της αναγνώσεως της εκθέσεως του εισηγητού. Μετά ταύτα αγορεύουν οι πληρεξούσιοι των διαδίκων. 3. [… ] 4. Εάν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν δεν εμφανισθή ή εμφανισθή και δεν μετάσχη προσηκόντως αυτής τις των διαδίκων, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ήσαν πάντες οι διάδικοι παρόντες». Με το άρθρο 17 εξαγγέλλεται ο κανόνας ότι ουδέν ένδικο μέσο χωρεί κατά των αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου, ενώ το άρθρο 18 προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Εάν απορριφθή η αγωγή κακοδικίας διά τυπικόν ή ουσιαστικόν λόγον, νέα αγωγή κακοδικίας διά την αυτήν υπόθεσιν παρά του αυτού διαδίκου δεν επιτρέπεται διά τους αυτούς ή άλλους λόγους. 2. Η εκδιδομένη επί αγωγής κακοδικίας απόφασις, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, δεν παρακωλύει την πειθαρχικήν ή ποινικήν δίωξιν των εναχθέντων δικαστικών λειτουργών κατά τας κειμένας διατάξεις». Τέλος, το άρθρο 19 του ν. 693/1977 ρυθμίζει ειδικώς την εξαίρεση των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου στην περίπτωση συνδρομής στο πρόσωπό τους κωλυμάτων ή άλλων λόγων εξαίρεσης.
6. Επειδή, το άρθρο 2 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει ότι: «Όταν οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της. Τα κράτη μέλη ασκούν εκ νέου τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση αποφάσισε να παύσει να ασκεί τη δική της», σύμφωνα δε με το άρθρο 4 της ΣΛΕΕ «1. Η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη όταν οι Συνθήκες της απονέμουν αρμοδιότητα μη εμπίπτουσα στους τομείς των άρθρων 3 και 6. 2. Οι συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών αφορούν τους εξής κύριους τομείς: α) […] ι) τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης […]».
7. Επειδή, το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής: «1. Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εφόσον δεν επιτευχθεί ομοφωνία, ομάδα αποτελούμενη από εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το σχέδιο κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η νομοθετική διαδικασία στο Συμβούλιο αναστέλλεται. Αφού συζητήσει το ζήτημα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναπέμπει, εντός τετραμήνου από την αναστολή αυτή, το σχέδιο στο Συμβούλιο προς θέσπιση. Εντός της αυτής προθεσμίας, σε περίπτωση μη συμφωνίας, και εφόσον εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη επιθυμούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου κανονισμού, τα εν λόγω κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο άρθρο 329, παράγραφος 1 της παρούσας Συνθήκης, θεωρείται ότι χορηγήθηκε και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίας. 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης, ενδεχομένως σε σύνδεση με την Ευρωπόλ, των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως τα συμφέροντα αυτά ορίζονται στον κανονισμό της παραγράφου 1, καθώς και των συνεργών τους. Ασκεί δε ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών. 3. Οι κανονισμοί της παραγράφου 1 καθορίζουν το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τους όρους άσκησης των καθηκόντων της, τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητές της καθώς και τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν το παραδεκτό των αποδείξεων, και τους κανόνες που ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών της πράξεων κατά την άσκηση των καθηκόντων της. 4. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται, ταυτόχρονα ή σε μεταγενέστερο στάδιο, να εκδώσει απόφαση για την τροποποίηση της παραγράφου 1, προκειμένου να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, και για την κατ’ επέκταση τροποποίηση της παραγράφου 2 όσον αφορά τους δράστες σοβαρών εγκλημάτων με επιπτώσεις σε πολλά κράτη μέλη καθώς και τους συνεργούς τους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και διαβούλευση με την Επιτροπή». Το δε άρθρο 329 παρ. 1 της ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα: «1. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να καθιερώσουν μεταξύ τους ενισχυμένη συνεργασία σε κάποιον από τους τομείς που αναφέρουν οι Συνθήκες, εκτός των τομέων αποκλειστικών αρμοδιοτήτων και της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, απευθύνουν αίτηση στην Επιτροπή καθορίζοντας το πεδίο εφαρμογής και τους επιδιωκόμενους στόχους της προτεινόμενης ενισχυμένης συνεργασίας. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει στο Συμβούλιο σχετική πρόταση. Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση, ανακοινώνει τους λόγους στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο εξουσιοδότηση για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας παρέχεται από το Συμβούλιο, βάσει προτάσεως της Επιτροπής και μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».
8. Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας» (EE 2017, L 283), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Με τον παρόντα κανονισμό συστήνεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας της», στο άρθρο 3 ότι: «1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συστήνεται δια του παρόντος ως όργανο της Ένωσης. 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει νομική προσωπικότητα. […]», στο άρθρο 4 ότι: «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων καθώς και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 και καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό. Για τον σκοπό αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες και εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης», στο άρθρο 5 παρ. 3 ότι: «Οι έρευνες και οι διώξεις που κινούνται για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Το εθνικό δίκαιο εφαρμόζεται στον βαθμό που ένα ζήτημα δεν ρυθμίζεται από τον παρόντα κανονισμό. Εάν δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος(-η) ο (η) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(η) εισαγγελέας που έχει επιληφθεί της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1. Σε περίπτωση που ένα ζήτημα ρυθμίζεται και από το εθνικό δίκαιο και από τον παρόντα κανονισμό υπερισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού», στο άρθρο 6 ότι: «1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ανεξάρτητη. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, ο (η) ευρωπαίος(-α) γενικός(-ή) εισαγγελέας, οι αναπληρωτές(-ριες) ευρωπαίοι(-ες) γενικοί(-ές) εισαγγελείς, οι ευρωπαίοι(- ες) εισαγγελείς, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς, ο (η) διοικητικός(-ή) διευθυντής(-ρια), καθώς και το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενεργούν προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά, όπως αυτό ορίζεται από τον νόμο, και δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν εντολές από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης σέβονται την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και δεν επιδιώκουν να την επηρεάσουν κατά την άσκηση των καθηκόντων της. 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λογοδοτεί για τις εν γένει δραστηριότητές της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και συντάσσει ετήσια έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 7», στο άρθρο 8 ότι: «1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή. 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε κεντρικό και σε αποκεντρωμένο επίπεδο. 3. Το κεντρικό επίπεδο αποτελείται από την Κεντρική Εισαγγελία στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Κεντρική Εισαγγελία συγκροτείται από το συλλογικό όργανο, τα μόνιμα τμήματα, τον (την) ευρωπαίο(-α) γενικό(-ή) εισαγγελέα, τους (τις) αναπληρωτές(-ριες) ευρωπαίους(-ες) γενικούς(-ές) εισαγγελείς, τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εισαγγελείς και τον (τη) διοικητικό(-ή) διευθυντή(-ρια). 4. Το αποκεντρωμένο επίπεδο αποτελείται από ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς που θα εδρεύουν στα κράτη μέλη. 5. Η Κεντρική Εισαγγελία και οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς επικουρούνται από το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος Κανονισμού», στο άρθρο 13 ότι: «1. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους (τις) εθνικούς(-ές) εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης, επιπροσθέτως και με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων και του καθεστώτος που τους έχουν απονεμηθεί και υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι υπεύθυνοι(-ες) για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχουν κινήσει, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχουν επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης. Οι ευρωπαίοι(- ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ακολουθούν την καθοδήγηση και τις εντολές του μόνιμου τμήματος που έχει αναλάβει την υπόθεση, καθώς και τις εντολές του (της) εποπτεύοντος(-ουσας) ευρωπαίου(-ας) εισαγγελέα. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι επίσης υπεύθυνοι(-ες) για την παραπομπή υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε έχουν την αρμοδιότητα να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. 2. Σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν δύο ή περισσότεροι(-ες) ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς. Ο (Η) ευρωπαίος(-α) γενικός(-ή) εισαγγελέας, κατόπιν διαβούλευσης και επίτευξης συμφωνίας με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, εγκρίνει τον αριθμό των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, καθώς και τη λειτουργική και την κατά τόπον κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων εντός κάθε κράτους μέλους. 3. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς μπορούν επίσης να ασκούν καθήκοντα εθνικού(-ής) εισαγγελέα, εφόσον αυτό δεν τους εμποδίζει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ενημερώνουν τον (την) εποπτεύοντα(-ουσα) ευρωπαίο(-α) εισαγγελέα σχετικά με τα εν λόγω καθήκοντα. […]», στο άρθρο 17 ότι: «1. Κατόπιν πρότασης του (της) ευρωπαίου(-ας) γενικού(-ής) εισαγγελέα, το συλλογικό όργανο διορίζει τους (τις) ευρωπαίους(- ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς που προτείνουν τα κράτη μέλη. Το συλλογικό όργανο μπορεί να απορρίψει ένα πρόσωπο που προτάθηκε εάν δεν πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 2. Η θητεία των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί. 2. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς από τη στιγμή του διορισμού τους σε θέση ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(- ης) εισαγγελέα έως την παύση τους είναι ενεργά μέλη της εισαγγελικής αρχής ή του δικαστικού σώματος των αντίστοιχων κρατών μελών που τους (τις) πρότειναν. Παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και οφείλουν να διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα και την ανάλογη πρακτική πείρα στο εθνικό νομικό τους σύστημα. [...]» και στο άρθρο 96 ότι: «1. […] στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς, […]) εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή του προαναφερθέντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στον παρόντα κανονισμό. […] 5. Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της. 6. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς διορίζονται ειδικοί σύμβουλοι σύμφωνα με τα άρθρα 5, 123 και 124 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές διευκολύνουν τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και απέχουν από κάθε ενέργεια ή πολιτική που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική σταδιοδρομία τους ή την ιδιότητά τους στους κόλπους των εθνικών συστημάτων δίωξης. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς τους πόρους και τον εξοπλισμό που χρειάζονται για την ορθή άσκηση των καθηκόντων τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, και μεριμνούν για την πλήρη ενσωμάτωσή τους στις εθνικές υπηρεσίες δίωξης. […] 7. Κατά την άσκηση των εξουσιών έρευνας και δίωξης που διαθέτουν οι ευρωπαίοι(-ες) εισαγγελείς και οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς δεν λαμβάνουν εντολές, κατευθύνσεις ή οδηγίες πέραν αυτών που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 6».
9. Επειδή, εκδόθηκε συναφώς ο ν. 4786/2021 (Α΄ 43), ο σκοπός του οποίου συνίσταται στην αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 στην εθνική έννομη τάξη. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως έχουν τροποποιηθεί με τους ν. 4842/2021 (Α΄ 190) και 4855/2021 (Α΄ 215), αλλά κυρίως με τον πλέον πρόσφατο ν. 5026/2023 (Α΄ 45), ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν στα προσόντα και την επιλογή των υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα (άρθρα 4 και 5), τις αρμοδιότητες και την ιεραρχική εξάρτηση των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (άρθρο 7), τα προσόντα και την επιλογή των υποψηφίων για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (άρθρα 8 και 9), τον αριθμό και το καθεστώς (ως μερικής ή πλήρους) απασχόλησης αυτών (άρθρο 11) και την κατά τόπο αρμοδιότητά τους (άρθρο 16). Επίσης, ρυθμίζονται τα ζητήματα της λειτουργικής αρμοδιότητας των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (άρθρο 16Α), της διενέργειας ανακριτικών πράξεων, άσκησης ποινικής δίωξης και επιβολής μέτρων δικονομικού καταναγκασμού (άρθρο 16Β), καθώς και περάτωσης των ερευνών και εισαγωγής υπόθεσης σε δίκη (άρθρο 16Γ).
10. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 268 της ΣΛΕΕ «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο», σύμφωνα δε με το άρθρο 340 της ίδιας Συνθήκης «[…] Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. […]». Περαιτέρω, το άρθρο 42 παρ. 4 του Κανονισμού 2017/1939 ορίζει ότι: «4. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 268 της ΣΛΕΕ για όλες τις διαφορές σχετικά με την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία» και το άρθρο 113 ότι: «1. […] 3. Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποχρεούται να αποκαθιστά σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις ζημίες που προξενεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στον βαθμό που μπορούν να τους καταλογιστούν. 4. Η παράγραφος 3 ισχύει και για τις ζημίες που προξενούνται λόγω υπαιτιότητας ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (της). 5. Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο».
11. Επειδή, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/12.7.2024 έγγραφο του Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων διαβιβάσθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας η από 11 Ιουλίου 2024 επιστολή της Γενικής Ευρωπαίας Εισαγγελέως … …, η οποία, σε επίσημη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, έχει, κατά τα κύρια σημεία της, ως εξής: «Η παρούσα επιστολή αφορά αγωγή για κακοδικία που ασκήθηκε κατά της [πρώτης εναγομένης], στο πλαίσιο της ιδιότητάς της ως Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέα στην Ελληνική Δημοκρατία βάσει του εθνικού νόμου 693/1977. Πρώτον επιτρέψετέ μου να επισημάνω ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι πλήρως προσηλωμένη στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως ακρογωνιαίου λίθου του κράτους δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σέβεται την αρμοδιότητα που εκχωρείται από το εθνικό δίκαιο στο Ειδικό Δικαστήριο Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας και την ανεξαρτησία του εν λόγω δικαστηρίου. Αντιθέτως [conversely], σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του κανονισμού 2017/1939 [βλ. ανωτέρω σκέψη 8]. Σε αυτό το πλαίσιο, και στα πλαίσια της προαναφερθείσας αγωγής, θα ήθελα να υπενθυμίσω τις διατάξεις του άρθρου 113, παράγραφοι 3 έως 5 του κανονισμού [βλ. την προηγούμενη σκέψη]. Βάσει των ανωτέρω, το εθνικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίζει σχετικά με την αποζημίωση για εικαζόμενα σφάλματα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 96 παράγραφος 5 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία [ανωτέρω σκέψη 8], το πρωτόκολλο αριθ. 7 της [ΣΛΕΕ] εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στα μέλη του προσωπικού της (περιλαμβανομένων, για τον σκοπό αυτόν, των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων) και ιδίως το άρθρο 11 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το οποίο χορηγεί ετεροδικία σε σχέση με τελεσθείσες πράξεις υπό την υπηρεσιακή ιδιότητά τους».
12. Επειδή, ανακύπτει εν πρώτοις το ζήτημα της αρμοδιότητας του κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος και τον ν. 693/1977 Ειδικού Δικαστηρίου εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας (στο εξής ΕΔΑΚ) να επιληφθεί καταρχήν της υπό κρίση αγωγής καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως. Όπως έχει κριθεί (ΕΔΑΚ 10/2024, σκ. 7, 18/2023, σκ. 3, κ.ά.), στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων εμπίπτουν και οι εθνικοί εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι, αφενός, υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος, διαθέτουν την θεσμική κατοχύρωση που προβλέπεται από το Σύνταγμα για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και, αφετέρου, δύνανται να ζημιώσουν τρίτους εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους κατά την άσκηση των εισαγγελικών καθηκόντων τους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 παρ. 1 του ν. 4786/2021, αλλά και από τις προπαρατεθείσες σχετικές διατάξεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 43 του προοιμίου του Κανονισμού 2017/1939, οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς, ακόμη και όταν ασκούν καθήκοντα που απορρέουν από τον εν λόγω Κανονισμό, διατηρούν την ιδιότητα των εν ενεργεία εθνικών εισαγγελικών λειτουργών και δύνανται να ζημιώσουν τρίτους εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων τους, η οποία διέπεται, άλλωστε, και από το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τα οριζόμενα και στο άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού (πρβλ. την με αριθ. 1/2024 εγκύκλιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, ιδίως σημείο iii). Επομένως, όπως και οι λοιποί εθνικοί εισαγγελικοί λειτουργοί, οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς δεν εκφεύγουν καταρχήν του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 99 παρ. 1 του Συντάγματος και του ν. 693/1977 (ιδίως του άρθρου 6 παρ. 1), δεν μπορεί δε να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα από τις διατάξεις των άρθρων 113 παρ. 3 – 5 του Κανονισμού 2017/1939, οι οποίες ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ως ιδίου νομικού προσώπου, για την αποκατάσταση ζημιών που προξενούνται λόγω υπαιτιότητας ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και αναθέτουν την εκδίκαση των σχετικών διαφορών αποζημίωσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλείπουν δε την ρύθμιση της προσωπικής εξωσυμβατικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στην εθνική έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, παραδεκτώς ασκείται η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, ενώπιον του ΕΔΑΚ.
13. Επειδή, κατά τη συγκλίνουσα δε και συμπληρωματική γνώμη που διατύπωσε το μέλος Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, η αρμοδιότητα του ΕΔΑΚ να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, ακόμη και κατά το μέτρο που αυτή στρέφεται εναντίον της πρώτης εναγόμενης που έχει την ιδιότητα της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, δεν θεμελιώνεται μόνο, κατά τα προαναφερθέντα, στις διατάξεις των άρθρων 99 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του ν. 693/1977, αλλά και στο δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, η δυνατότητα να ασκηθεί εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων αγωγή κακοδικίας, που προβλέπεται στις παραπάνω εθνικές, διατάξεις βρίσκει έρεισμα και στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 του Κανονισμού 2017/1939, το οποίο ορίζει τα εξής: «[ο]ι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων υπόκεινται σε έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παραλείπει να εκδώσει διαδικαστικές πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και τις οποίες έχει νομική υποχρέωση να εκδώσει δυνάμει του παρόντος κανονισμού». Από τις διατάξεις αυτές, η έννοια των οποίων προσδιορίζεται και από τα αναφερόμενα στα σημεία 87 και 88 του προοιμίου του Κανονισμού 2017/1939, προκύπτει ότι τα πρόσωπα που ερευνώνται από τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς δύνανται να αμφισβητούν, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τις πράξεις τις οποίες αυτοί(-ές) διενεργούν (ή παραλείπουν να διενεργήσουν) κατά την άσκηση των ερευνητικών (δικαστικών) τους καθηκόντων που πηγάζουν από ειδικές διατάξεις του Κανονισμού 2017/1939 και οι οποίες μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες για τα πρόσωπα αυτά (βλ. και τις από 4.10.2024 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα A. M. Collins, στην υπόθεση C-292/23, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σημεία 44, 46 και 47). Δεδομένου δε ότι η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του Κανονισμού 2017/1939 ορίζει ότι ο έλεγχος των παραπάνω πράξεων από τα εθνικά δικαστήρια γίνεται «σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο», αυτός ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να είναι όχι μόνο ευθύς αλλά και παρεμπίπτων (βλ. και τις προμνησθείσες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα A .M. Collins, σημεία 54 ως και 57) και, ως παρεμπίπτων, να διενεργείται στο πλαίσιο ενός ενδίκου βοηθήματος που εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 του Συντάγματος και στον ν. 693/1977. Αυτή η αγωγή κακοδικίας συνιστά ένδικο βοήθημα που οδηγεί πράγματι σε παρεμπίπτοντα έλεγχο των πράξεων ή παραλείψεων των εναγόμενων δικαστικών λειτουργών που, κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, ζημιώνουν τρίτους [πρβλ. το άρθρο 8 του ν. 693/1977, στο οποίο ορίζεται ότι «[η] αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτος μετά πάροδον εξ μηνών από της υπό του ενάγοντος γνώσεως της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως, […]». Βλ. και την απόφαση ΕΔΑΚ 5/2022, σκ. 5, στην οποία έγινε δεκτό ότι «[μ]ε την αγωγή αυτή επιδιώκεται η αποκατάσταση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας ή και η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων, οι οποίες (περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη) προήλθαν ευθέως από τη ζημιογόνο δικαστική απόφαση ή την παράνομη πράξη.»]. Άλλωστε, ναι μεν αυτή η αγωγή κακοδικίας μπορεί να μην οδηγεί σε έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων των εναγόμενων δικαστικών λειτουργών με τον βαθμό πληρότητας και έντασης που μπορεί να τις ελέγχουν άλλα εθνικά όργανα, πλην όμως δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ΕΔΑΚ, έχοντας την αρμοδιότητα να διαγιγνώσκει «ότι, ενόψει των νομικών και πραγματικών συνθηκών εκάστης υποθέσεως, η φερόμενη, ως εσφαλμένη, δικαστική απόφαση ή ενέργεια έχει εκδοθεί ή διενεργηθεί αντιστοίχως από δικαστικούς λειτουργούς που ενήργησαν δολίως ή επέδειξαν βαρεία αμέλεια κατά τη λήψη της αποφάσεως, παραγνωρίζοντας ενσυνειδήτως αναμφισβήτητες νομικές και πραγματικές παραδοχές» (βλ. ΕΔΑΚ 3/2018, σκ. 3, και την εκεί αναφερόμενη νομολογία), προβαίνει προφανώς σε παρεμπίπτοντα έλεγχο των σχετικών πράξεων και παραλείψεων των εναγόμενων δικαστικών λειτουργών. Περαιτέρω, δεν υπάρχει άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης που να μπορεί να αποκλείσει την αρμοδιότητα του ΕΔΑΚ σε υποθέσεις άσκησης αγωγής κακοδικίας εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, όπως είναι η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση. Καταρχάς, ανεξαρτήτως του εάν η ετεροδικία που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο α΄ του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266, στο εξής: πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών) πρέπει, δυνάμει του άρθρου 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939, να χορηγηθεί και στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς, από το παρατιθέμενο παρακάτω, στη σκέψη 15, άρθρο 17 εδάφιο 2 του παραπάνω πρωτοκόλλου προκύπτει ότι είναι καταρχήν δυνατή η άρση κάθε σχετικής ασυλίας, επομένως και της εν λόγω ετεροδικίας (ως προς την ταυτότητα των όρων «ετεροδικία» και «ασυλία» στις διατάξεις του εν λόγω πρωτοκόλλου, βλ. και τις από 2.2.2021 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. Βοbek στην υπόθεση C-758/19, ΟH κατά ID, σημείο 63). Επομένως, εκ μόνης της ενδεχόμενης εφαρμογής του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί a priori η δυνατότητα άσκησης, ενώπιον του ΕΔΑΚ, αγωγής κακοδικίας εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, όπως είναι η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση. Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε οι διατάξεις των άρθρων 268 και 340 της ΣΛΕΕ και 42 παρ. 4, και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939 αποκλείουν την άσκηση, εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος, όταν οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ασκούν τα καθήκοντά τους που πηγάζουν από τον Κανονισμό 2017/1939. Αφενός, σε ό,τι αφορά τις διατάξεις των άρθρων 268 και 340 της ΣΛΕΕ, αξίζει να υπομνησθεί πως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), οι παραπάνω διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, οι οποίες αφορούν το γενικό καθεστώς εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, έχουν την έννοια ότι, ναι μεν το ΔΕΕ είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφαίνεται επί των αγωγών αποζημίωσης που στρέφονται εναντίον της Ένωσης, με αντικείμενο την εξωσυμβατική ευθύνη της και, ιδίως, την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από πράξεις μελών του προσωπικού της οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και καταλογίζονται σε αυτήν (βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ, 15.7.2021, C-758/19, ΟΗ κατά ID, σκ. 22 και 23), πλην όμως τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν αρμόδια να εκδικάζουν αγωγές περί αποκατάστασης ζημιών που προξενούν στους ιδιώτες οι εθνικές αρχές κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (ΔΕΕ, 27.9.1988, C-106 έως 120/87, Αστερίς κλπ., σκ. 15). Ενόψει δε του υβριδικού καθεστώτος των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, οι οποίοι(-ες), ακόμη και όταν ασκούν καθήκοντα που ορίζει ο Κανονισμός 2017/1939, παραμένουν εν ενεργεία μέλη του εθνικού εισαγγελικού σώματος και διέπονται και από το εθνικό δίκαιο, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς, όταν εκτελούν τα παραπάνω καθήκοντά τους, πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι μόνον ως μέλη του προσωπικού της Ένωσης αλλά και ως εν ενεργεία μέλη εθνικής (εισαγγελικής) αρχής που εφαρμόζει το ενωσιακό δίκαιο. Εφόσον δε οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς παραμένουν πάντοτε εν ενεργεία μέλη εθνικής αρχής και η ιδιότητά τους αυτή είναι η προέχουσα, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Κανονισμού 2017/1939 και το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4786/2021, αποτελεί sine qua non προϋπόθεση της απόκτησης της ιδιότητάς τους ως ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί κάθε αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων επί διαφορών αποζημίωσης που αφορούν την προσωπική ευθύνη ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, όταν αυτοί(-ες) εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο. Αφετέρου, σε ό,τι αφορά τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 4 και, κυρίως, του άρθρου 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939, αν γινόταν δεκτό ότι, προβλέποντας πως μόνο το Δικαστήριο της Ένωσης είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές αποζημίωσης που προξενούνται λόγω υπαιτιότητας των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και μπορούν να καταλογιστούν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, δηλαδή ότι οι διατάξεις αυτές του Κανονισμού 2017/1939 αποκλείουν κάθε αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και επί αγωγών αποζημίωσης που αφορούν με οποιονδήποτε τρόπο την προσωπική ευθύνη των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, τότε θα μπορούσε να τεθεί, κατά τα προαναφερθέντα, θέμα ασυμβατότητας των παραπάνω διατάξεων του Κανονισμού 2017/1939 με το καθεστώς που καθιερώνουν οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 268 και 340 της ΣΛΕΕ και, επομένως, να εγερθεί ζήτημα κύρους των εν λόγω διατάξεων του παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτές οι διατάξεις του Κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας έννοιας των άρθρων 268 και 340 της ΣΛΕΕ, δεν αποκλείουν κάθε τέτοια αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών που, όπως η Ελλάδα, συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ιδίως δε όταν αυτά τα εθνικά δικαστήρια εκδικάζουν ένδικα βοηθήματα τα οποία εμφανίζουν τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Άλλωστε, ειδικά ως προς τον δικαστικό έλεγχο της ευθύνης που προκύπτει από υπαίτιες και ζημιογόνες πράξεις δικαστικών λειτουργών, η νομολογία του ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι η εξωσυμβατική (αστική) ευθύνη ενός κράτους μέλους ή και της ίδιας της Ένωσης διακρίνεται ουσιωδώς από την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι η παραπάνω εξωσυμβατική (αστική) ευθύνη δεν αφορά την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, την οποία, αντιθέτως, μπορεί να αφορά η προσωπική ευθύνη τους (βλ. την απόφαση ΔΕΕ, 30.9.2003, C-224/01, Köbler, σκ. 41 και 42. Βλ. και τις από 8.4.2003 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα P.Léger στην ίδια υπόθεση, σημεία 90 και 91). Το δε ένδικο βοήθημα της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποτελεί μια κοινή αγωγή αποζημίωσης που στοχεύει απλώς στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων που συνδέονται με την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Από το 1911, οπότε θεσπίστηκε στην Ελλάδα, αυτό το ένδικο βοήθημα υπηρετεί εξίσου στόχους δημοσίου συμφέροντος που αφορούν τη διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης και της ομαλής λειτουργίας των δικαστηρίων, μέσω της άρσης της αβεβαιότητας ως προς την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών και της σύντομης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων, στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται πολύ σοβαρά η ανεξαρτησία, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η ακεραιότητα ή η επάρκεια των εναγόμενων δικαστικών λειτουργών (βλ., ως προς τη διττή τελεολογία των αγωγών κακοδικίας, την αιτιολογική έκθεση του ν. 470/1914, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή το άρθρο 103 του Συντάγματος του 1911. Βλ. και ΕΔΑΚ 10/2018, σκ. 5). Υπό το καθεστώς δε του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, έχει ρητώς κριθεί ότι «σκοπός […] της διατάξεως [του άρθρου 99 του Συντάγματος] είναι η προστασία του κύρους της δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους» (βλ. ΣτΕ Ολ. 1501/2014
, σκ. 5, ΣτΕ Ολ. 803/2021
, σκ. 6, και ΕΔΑΚ 16/2023, σκ. 14). Κοντολογίς, η αγωγή κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος είναι ένα ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα, το οποίο συνδέεται με μια μακροχρόνια εθνική συνταγματική παράδοση δικαστικού ελέγχου της προσωπικής αστικής ευθύνης των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών προς τον σκοπό διασφάλισης του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Ανεξαρτήτως δε του εάν η παράδοση αυτή συνιστά στοιχείο της «εθνικής συνταγματικής ταυτότητας» που προστατεύεται από το άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), την προστασία μιας τέτοιας παράδοσης φαίνεται να επιβάλλει ρητώς ο ίδιος ο Κανονισμός 2017/1939, στο σημείο 20 του προοιμίου του οποίου αναφέρεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται ότι «εκπροσωπούνται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όλα τα εθνικά νομικά συστήματα και οι παραδόσεις των κρατών μελών» που, όπως η Ελλάδα, συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Εξάλλου, εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, η δυνατότητα άσκησης εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, όπως είναι η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση, αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977, ακόμη και όταν αυτοί(-ές) ασκούν ενωσιακά τους καθήκοντα, θα μπορούσε να βρει έρεισμα και στο δικαίωμα που οι ζημιωθέντες από πράξεις ή παραλείψεις των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων πολίτες της Ένωσης, όπως είναι η ενάγουσα στην παρούσα υπόθεση, αντλούν από το άρθρο 42 παρ. 1 του Κανονισμού 2017/1939, τυχόν αποκλεισμός της δυνατότητας άσκησης της εν λόγω αγωγής κακοδικίας πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα της απαίτησης του ενωσιακού δικαίου να διασφαλιστεί πλήρης και αποτελεσματική δικαστική προστασία των παραπάνω πολιτών. Υπό το πρίσμα αυτό, ναι μεν, αν δεν υπήρχε το ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα της αγωγής κακοδικίας, το ενωσιακό δίκαιο ενδεχομένως να μην υποχρέωνε την Ελλάδα να το θεσπίσει ως τέτοιο, αφ’ ης στιγμής, όμως, το ένδικο αυτό βοήθημα υπάρχει, τυχόν αποκλεισμός της άσκησής του μπορεί να συνιστά, σε βάρος των ενδιαφερόμενων πολιτών της Ένωσης, όπως είναι η ενάγουσα στην παρούσα υπόθεση, προσβολή κεκτημένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας τους που πηγάζει από το άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης και, πάντως, προσβολή της αρχής της ισοδυναμίας. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει oι δικονομικές προϋποθέσεις των προσφυγών που σκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές απ’ ό,τι αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσης (βλ., γενικώς, αντί άλλων, ΔΕΕ, 13.3.2007, C-432/05, Unibet, σκ. 43. Βλ., σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 42 παρ. 1 του Κανονισμού 2017/1939, τις προμνησθείσες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα A. M. Collins, σημεία 58 επ.). Στο πλαίσιο αυτό, πολύ περισσότερο από έναν σοβαρό περιορισμό, θα προσέβαλλε την αρχή της ισοδυναμίας τυχόν αποκλεισμός της δυνατότητας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής κακοδικίας, που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977, εναντίον εθνικών εισαγγελικών λειτουργών εκ μόνου του λόγου ότι αυτοί(-ες), έχοντας και την ιδιότητα των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, ασκούν τα εισαγγελικά τους καθήκοντα σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 2017/1939, ενώ θα εξακολουθούσε να παραμένει δυνατή η άσκηση του ίδιου ενδίκου βοηθήματος της αγωγής κακοδικίας κατά των εθνικών εισαγγελικών λειτουργών των οποίων η άσκηση των καθηκόντων δεν διέπεται από τον Κανονισμό 2017/1939. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι, ως προς την αποζημίωση για υπαίτιες πράξεις των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, θα προβλέπεται, πάντως, η δυνατότητα προσφυγής κατά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Δικαστήριο της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939, διότι τα άρθρα αυτά αφορούν αξιώσεις εναντίον της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και όχι εναντίον των ίδιων των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων. Σε κάθε περίπτωση, αν, σε αντίθεση με την προηγηθείσα ανάλυση, γινόταν δεκτό ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του πρωτογενούς και του παράγωγου ενωσιακού δικαίου που αφορούν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης αποκλείουν a priori τη δυνατότητα άσκησης εναντίον ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, όπως είναι η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση, αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977 για κάθε πράξη ή παράλειψή τους κατά την άσκηση ενωσιακών τους καθηκόντων, τότε θα προέκυπτε ευθεία σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού Συντάγματος. Μια τέτοια σύγκρουση θα έπρεπε να επιλυθεί βάσει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος, στις οποίες ορίζονται τα εξής: «2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 3. Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας». Συναφώς, δηλώνοντας κάτω από το άρθρο 28 του Συντάγματος ότι το άρθρο αυτό «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 εισήγαγε, βεβαίως, ως συνταγματικό σκοπό την καταρχήν συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πλην όμως, την ίδια στιγμή, η παραπάνω ερμηνευτική δήλωση έθεσε την υλοποίηση της συμμετοχής της Ελλάδας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό τους αντι-περιορισμούς (controlimiti) που προβλέπουν οι προπαρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28, οι οποίες γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζονται συνδυαστικά. Στους δε αντι-περιορισμούς αυτούς περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, τόσο η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας, το οποίο εντάσσεται στα δικαιώματα του ανθρώπου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 28, όσο και η εξυπηρέτηση «σπουδαίου εθνικού συμφέροντος», η οποία αναφέρεται τόσο στην παράγραφο 2 όσο και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου και η οποία, όπως και οι λοιποί αντι-περιορισμοί, αφορά προφανώς όχι μόνο την καταρχήν απόφαση συμμετοχής στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά και κάθε ειδική δέσμευση που μπορεί να πηγάζει από τη συμμετοχή αυτήν. Εξάλλου, η έννοια «σπουδαίο εθνικό συμφέρον» είναι αμιγώς εθνική και διακρίνεται από τις μεικτές (ενωσιακές και εθνικές) έννοιες «εθνική συνταγματική ταυτότητα» και «επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος». Αυτή δε την εθνική έννοια βρίσκουμε, κατ’ ουσία, και στη νομολογία του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας (Conseil d’État) σύμφωνα με την οποία οι εθνικές αρχές δύνανται να αρνηθούν να εφαρμόσουν πλήρως το ενωσιακό δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΕ για λόγους προστασίας σπουδαίου εθνικού συμφέροντος, τουλάχιστον για όσο χρόνο το εθνικό συμφέρον των κρατών μελών δεν προστατεύεται, κατά τρόπο ισοδύναμο, από την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. την απόφαση Conseil d’État, 21.4.2021, French Data Network et autres, αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717 και 424718). Κάθε δε σπουδαίο εθνικό συμφέρον προσδιορίζεται πρωτίστως από το ίδιο το εθνικό Σύνταγμα. Εν προκειμένω, το αδιαμφισβήτητο σπουδαίο εθνικό συμφέρον, το οποίο θα μπορούσε να εμποδίσει την πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, πηγάζει από τα άρθρα 20 παρ. 1 και 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος και συνίσταται, κατά τα προαναφερθέντα, στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας και στη διασφάλιση του κύρους της δικαιοσύνης μέσω του ανεξάρτητου δικαστικού ελέγχου, δια της αγωγής κακοδικίας ενώπιον του ΕΔΑΚ, της προσωπικής αστικής ευθύνης και, παραλλήλως, της συνταγματικώς επιβαλλόμενης και από τα άρθρα 87 και 88 του Συντάγματος ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας, της αντικειμενικότητας, της ακεραιότητας και της επάρκειας κάθε δικαστικού λειτουργού που ασκεί τα όποια καθήκοντά του στην Ελλάδα παραμένοντας εν ενεργεία μέλος του εθνικού δικαστικού ή εισαγγελικού σώματος. Στην παρούσα δε υπόθεση, η διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπέρ της ενάγουσας και η εξυπηρέτηση του παραπάνω σπουδαίου εθνικού συμφέροντος θα επέβαλλαν το ΕΔΑΚ να ασκήσει πλήρως τη συνταγματική του αρμοδιότητα, δεχόμενο ότι παραδεκτώς ασκείται ενώπιόν του η υπό κρίση αγωγή, ακόμη και κατά το μέτρο που αυτή στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης που έχει την ιδιότητα της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως. Συναφώς, σε ένα κράτος δικαίου, όπως αυτό πρέπει να γίνεται αντιληπτό τόσο στην εθνική όσο και στην ενωσιακή έννομη τάξη, δεν θα ήταν δυνατόν η ενάγουσα να στερηθεί του κατοχυρωμένου στα άρθρα 20 παρ. 1 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας εναντίον όχι της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αλλά του ίδιου του ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως από πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων του(της) οποίου(-ας) θεωρεί ότι ζημιώθηκε. Δεν θα ήταν δυνατόν να παραμεριστούν ούτε οι παραπάνω απαιτήσεις του Συντάγματος οι οποίες συνδέονται με το κύρος και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τη συνταγματική παράδοση της Ελλάδας και συνάδουν απολύτως με τις κατά το άρθρο 2 της ΣΕΕ αξίες της ίδιας της Ένωσης. Από οργανική άποψη, το καθεστώς διασφάλισης της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των εν ενεργεία εθνικών δικαστικών λειτουργών δεν μπορεί παρά να είναι ένα και ενιαίο και να ελέγχεται από εθνικά όργανα των οποίων η αρμοδιότητα διέπεται από τους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες. Ο λειτουργικός διπλασιασμός (dédoublement fonctionnel) αρμοδιοτήτων, ο οποίος μπορεί να προκύψει όταν εθνικοί δικαστικοί λειτουργοί καλούνται να ασκούν καθήκοντα που πηγάζουν από το δίκαιο της Ένωσης παράλληλα με τα εθνικά τους καθήκοντα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει και διπλασιασμό από οργανική άποψη των θεσμικών εγγυήσεων ως προς την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστικών λειτουργών. Πολλώ μάλλον, η έννομη τάξη της Ένωσης δεν μπορεί, δημιουργώντας υβριδικού χαρακτήρα δικαστικούς λειτουργούς, όπως, εν προκειμένω, τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς, να διεκδικήσει και να αφομοιώσει την αρμοδιότητα και τις διαδικασίες ελέγχου της προσωπικής ευθύνης των εθνικών δικαστικών λειτουργών που συνδέονται με τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας τους, αναιρώντας πλήρως τη σχετική διαδικαστική και δικονομική αυτονομία των κρατών μελών που, όπως η Ελλάδα, συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Άλλωστε, από το άρθρο 17 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Κανονισμού 2017/1939, το οποίο ορίζει ότι, ως ενεργά μέλη της εθνικής εισαγγελικής αρχής, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς «[π]αρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας», προκύπτει σαφώς ότι η ίδια η Ένωση προσβλέπει στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων σύμφωνα καταρχήν με τους διαδικαστικούς και δικονομικούς όρους του εθνικού δικαίου των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αυτό, λοιπόν, που αρμόζει, είναι, πρωτευόντως, η αναγνώριση εκ μέρους του δικαίου της Ένωσης της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να διασφαλίζουν το κύρος και την ανεξαρτησία των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων μέσω των προβλεπόμενων στο εθνικό δίκαιο διαδικασιών πειθαρχικού ή δικαστικού ελέγχου της προσωπικής τους ευθύνης και, δευτερευόντως, ο περιορισμός της σχετικής αυτονομίας των κρατών μελών μέσω της υποχρέωσης που θα επιβάλλεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τις διαδικαστικές λεπτομέρειες του εν λόγω ελέγχου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.
14. Επειδή, μειοψήφησαν τα μέλη του ΕΔΑΚ Ευφροσύνη Παπαδημητρίου και Δημήτριος Πολλάλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται ανωτέρω (σκ. 4 - 9) συνάγονται όσα εκτίθενται στις σκέψεις 14.1. – 14.13 που ακολουθούν.
14.1. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί δωσιδικούν αποκλειστικώς και μόνον ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας για όλες τις πράξεις ή παραλείψεις τους, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των αναγομένων στη δικαστική λειτουργία καθηκόντων τους και οφείλονται σε δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία, εφόσον από αυτές προέκυψε ζημία στο διάδικο. Με την αγωγή αυτή επιδιώκεται η αποκατάσταση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας ή και η χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων, οι οποίες (ζημία ή ηθική βλάβη) προήλθαν ευθέως από τη ζημιογόνο δικαστική απόφαση ή την παράνομη πράξη.
14.2. Με τον Κανονισμό 2017/1939 συστάθηκε, ως μηχανισμός ενισχυμένης συνεργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 2 ΣΕΕ και 329 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία αποτελεί το νέο δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Η νομική βάση για την ίδρυσή της τέθηκε στη διάταξη του άρθρου 86 ΣΛΕΕ, η οποία θεσπίστηκε δυνάμει της Συνθήκης της Λισαβόνας (2007), η δε ανάγκη που επέβαλε τη σύστασή της προέκυψε λόγω της ανεπαρκούς δίωξης των αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από τα κράτη μέλη, στα οποία ενέπιπτε αποκλειστικά η σχετική αρμοδιότητα (βλ. σημείο 12 του προοιμίου του Κανονισμού).
14.3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ως αποστολή την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, ιδίως δε εγκλημάτων απάτης μεγάλης κλίμακας, καθώς και διασυνοριακού ή οργανωμένου χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτό, διενεργεί έρευνες, εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ήτοι οι αξιόποινες πράξεις που ερευνώνται και διώκονται από αυτήν, προβλέπονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017 σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4689/2020, Α΄ 103). Στην αρμοδιότητά της περιλαμβάνονται επίσης και αξιόποινες πράξεις που συνδέονται άρρηκτα με τις ανωτέρω πράξεις (άρθρο 4 του Κανονισμού και σημείο 11 του προοιμίου). Λόγω των εξουσιών (έρευνας και δίωξης), οι οποίες της ανατίθενται, θεσπίζονται θεσμικές εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της (βλ. σημεία 16 - 17 του προοιμίου). Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει εντολές από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός αυτής. Η υποχρέωση της ανεξαρτησίας, που εκτείνεται σε όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κεντρικά και αποκεντρωμένα, περιλαμβάνει και θεμελιώνει την αρνητική υποχρέωση των κρατών μελών και των άλλων ευρωπαϊκών οργανισμών να μην αποπειρώνται να επηρεάσουν την λειτουργία της. Εκτός από τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει το άρθρο 6 του Κανονισμού, η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θωρακίζεται και από τα άρθρα 14-17 του Κανονισμού, τα οποία ρυθμίζουν το νομικό πλαίσιο αναφορικά με τον διορισμό και την παύση των οργάνων αυτής.
14.4. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, παρότι αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης, διαρθρώνεται σε κεντρικό [Συλλογικό Όργανο, Μόνιμα Τμήματα, Ευρωπαίος(-α) Γενικός(-ή) Εισαγγελέας και Αναπληρωτές(-ριες) του (της), Ευρωπαίοι(-ες) Εισαγγελείς, Διοικητικός(-ή) Διευθυντής(-ρια)] και σε αποκεντρωμένο επίπεδο [Ευρωπαίοι(-ες) Εντεταλμένοι(-ες) Εισαγγελείς]. Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι(-ες) Εντεταλμένοι(-ες) Εισαγγελείς (εφεξής ΕΕΕ) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα παραμένουν ενσωματωμένοι(-ες) στις εθνικές εισαγγελικές δομές και είναι εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής. Με την ιδιότητα αυτή ενεργούν αποκλειστικά για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο έδαφος των αντίστοιχων κρατών μελών τους και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο. Είναι υπεύθυνοι(-ες) για τις έρευνες και τις διώξεις που έχουν κινήσει ή τους έχουν ανατεθεί ή έχουν αναλάβει (άρθρα 25, 26 και 27 του Κανονισμού), ενώ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ακολουθούν τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές, κατά περίπτωση, του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Μόνιμου Τμήματος αυτής που έχει αναλάβει την υπόθεση και του (της) εποπτεύοντος(-ουσας) Ευρωπαίου(-ας) Εισαγγελέα (άρθρο 13 εδαφ. β και γ του Κανονισμού). Επιπλέον, αναφέρουν σε εκείνους(-ες) όλες τις κρίσιμες εξελίξεις στις υποθέσεις της ευθύνης τους, ώστε να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο, όσον αφορά στην πρόοδο ή την αρχειοθέτηση της υπόθεσης ή τη διαβίβασή της στις εθνικές αρχές.
14.5. Ο διορισμός των Ελλήνων ΕΕΕ πραγματοποιείται, κατόπιν πρότασης του (της) Ευρωπαίου(-ας) Γενικού(-ής) Εισαγγελέα, από το Συλλογικό Όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αφού έχει προηγηθεί επιλογή των υποψηφίων από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (άρθρα 17 παρ. 1 του Κανονισμού και 9 ν. 4786/2021). Οι υποψήφιοι(-ες) πρέπει να συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους εχέγγυα ανεξαρτησίας και να διαθέτουν τα προσόντα που ορίζει το άρθρο 8 του ν. 4786/2021. Οι ΕΕΕ παύονται με απόφαση του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 17 του Κανονισμού. Περαιτέρω, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει την παύση ΕΕΕ ή να κινήσει πειθαρχική δίωξη εναντίον του (της), καθώς ο (η) ΕΕΕ παραμένει μέλος του δικαστικού – εισαγγελικού σώματος του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος(-η), για λόγους που ανάγονται ή όχι στα καθήκοντά του (της) όπως αυτά απορρέουν από τον Κανονισμό. Στην πρώτη περίπτωση, η παύση ή η πειθαρχική δίωξη επιτρέπεται μόνο μετά από συγκατάθεση του (της) Ευρωπαίου(-ας) Γενικού(-ής) Εισαγγελέα, ενώ στη δεύτερη καθιερώνεται υποχρέωση ενημέρωσης του (της) Ευρωπαίου(-ας) Γενικού(-ής) Εισαγγελέα. Εξάλλου, οι ΕΕΕ διορίζονται ως ειδικοί σύμβουλοι (άρθρο 96 παρ. 6 του Κανονισμού) σύμφωνα με τα άρθρα 5, 123 και 124 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης [ΚΛΠ, Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 31, Κανονισμός (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 του Συμβουλίου περί καθορισμού της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ΕΕ 45 της 14.6.1962, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν]. Το άρθρο 124 ΚΛΠ ορίζει τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία στους ΕΕΕ, οι κανόνες δε αυτοί συμπληρώνονται με την εκδοθείσα, κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 114 στοιχ. γ του Κανονισμού, Απόφαση του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας της 29ης Σεπτεμβρίου 2020 «Σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για τις συνθήκες εργασίας των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων». Ζητήματα όπως η ανανέωση των συμβάσεων εργασίας, η άσκηση εξωτερικών δραστηριοτήτων, το καθεστώς του χρόνου εργασίας, η εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους, η αξιολόγηση, η αμοιβή, η πειθαρχική ευθύνη ρυθμίζονται από τον Κανονισμό και την Απόφαση, ενώ τα περί αδειών και αργιών, αδειών ασθενείας, μητρότητας και πατρότητας και γονικής άδειας ρυθμίζονται από τους οικείους εθνικούς κανόνες.
14.6. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει σαφώς το ιδιότυπο καθεστώς, υπό το οποίο τελούν οι ΕΕΕ: Διορίζονται και παύονται (καταρχήν) από το Συλλογικό Όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προσλαμβάνονται ως μέλη του ενωσιακού αυτού οργάνου δυνάμει συμβάσεων ειδικών συμβούλων και το υπηρεσιακό τους καθεστώς διέπεται προεχόντως από τους κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Δεν τελούν σε σχέση εξάρτησης από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ήτοι από κράτος μέλος (έστω και αν πρόκειται για το κράτος της ιθαγένειάς τους) ή από θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, υπόκεινται δε μόνο στην εποπτεία άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας [Μόνιμο Τμήμα, Εποπτεύων(-ουσα) Ευρωπαίος(-α) Εισαγγελέας]. Υπό το καθεστώς αυτό και την ιδιότητα του μέλους θεσμικού οργάνου της Ένωσης, οι Έλληνες ΕΕΕ ασκούν τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό αρμοδιότητες, όπως αυτές εξειδικεύονται στον εφαρμοστικό αυτού ν. 4786/2021. Ως προς τα αδικήματα που εμπίπτουν στη λειτουργική τους αρμοδιότητα, σύμφωνα με τον ν. 4689/2020, οι Έλληνες ΕΕΕ ασκούν όλες τις εξουσίες διενέργειας ανακριτικών πράξεων του ανακριτή, πλην αυτών που αφορούν στη λήψη απολογίας και στην επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, σύμφωνα με τα άρθρα 282, 283, 284 και 286 του ΚΠΔ (άρθρο 16Α ν. 4786/2021). Σχετικά με τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, ο (η) ΕΕΕ αιτείται αυτά στον ανακριτή με πλήρη αιτιολογία και το διατακτικό του τίτλου του οποίου ζητεί την έκδοση (άρθρα 16Β ν. 4786/2021 και 288 ΚΠΔ), επί αίτησης δε άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων υποβάλλει σχετική πρόταση στον ανακριτή, ο οποίος και τελικώς αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του (άρθρο 291 ΚΠΔ). Όλες οι ανωτέρω, πλην άλλων, αρμοδιότητες και εξουσίες ασκούνται από τους ΕΕΕ με την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και για λογαριασμό αυτής και όχι με την ιδιότητα του εθνικού εισαγγελέα, μέλους του εθνικού δικαστικού συστήματος. Η διατήρηση της εθνικής εισαγγελικής ιδιότητας αφενός είναι αυτονόητη λόγω του περιορισμένου χρόνου της θητείας τους (η οποία είναι καταρχήν πενταετής, βλ. άρθρο 17 παρ. 1 του Κανονισμού), αφετέρου σκοπό έχει την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους ως ΕΕΕ και τη διευκόλυνση του έργου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία στερείται δικών της μηχανισμών για την διεξαγωγή ερευνών και διώξεων και η λειτουργία της βασίζεται αποκλειστικά στη συνεργασία της με τα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Πράγματι, οι ΕΕΕ εξακολουθούν – και επιβάλλεται - να είναι μέλη των εθνικών νομικών συστημάτων και μετά το διορισμό τους ως μελών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας τους το κράτος προέλευσής τους, που είναι το κράτος της ιθαγένειάς τους, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τις εξουσίες που τους απονέμονται από τον Κανονισμό, ήτοι της έρευνας, της δίωξης και της παραπομπής των υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης, τις οποίες (εξουσίες) θα στερούνταν – οι ίδιοι και κατ΄ επέκταση και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία- εάν δεν διατηρούσαν την ανωτέρω ιδιότητα. Η διατήρηση, συνεπώς, της ιδιότητας του εθνικού εισαγγελέα αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση της αποστολής του θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μέλη της οποίας αποτελούν οι ΕΕΕ (βλ. και σημείο 33 του προοιμίου, σύμφωνα με το οποίο «Κατά παρέκκλιση από το ειδικό καθεστώς τους κατά τον παρόντα κανονισμό, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς θα πρέπει επίσης να είναι κατά τη διάρκεια της θητείας τους μέλη της εισαγγελικής αρχής του κράτους μέλους τους, ήτοι εισαγγελείς ή μέλη του δικαστικού σώματος, και το εν λόγω κράτος θα πρέπει να τους απονέμει τουλάχιστον τις ίδιες εξουσίες με εκείνες των εθνικών εισαγγελέων»).
14.7. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι οι ΕΕΕ, όταν ασκούν τα καθήκοντά τους που πηγάζουν από τον Κανονισμό 2017/1939, δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαστικών λειτουργών εναντίον των οποίων στρέφεται το ένδικο βοήθημα της αγωγής κακοδικίας, δοθέντος ότι δεν ενεργούν με την ιδιότητά τους αυτή, αλλά με την ιδιότητα του μέλους θεσμικού οργάνου της Ένωσης, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Συνεπώς, οι ΕΕΕ, όπως η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση, δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 99 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του ν. 693/1977 και στην αρμοδιότητα του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου.
14.8. Σε ενωσιακό επίπεδο, άλλωστε, η εξωσυμβατική ευθύνη δεν αντιμετωπίζεται ως ευθύνη προσωπική, αλλά ως ευθύνη του ίδιου του οργάνου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο υπάλληλος ή το μέλος αυτού, χωρίς τούτο να στερεί τον ενδιαφερόμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας και της δυνατότητας, επομένως, να επιδιώξει την καταβολή αποζημίωσης για την επικαλούμενη ζημία ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, που είναι το Δικαστήριο της Ένωσης.
14.9. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 268 και 340 της ΣΛΕΕ (και τα αντίστοιχα 235, 288 ΣΕΚ και 178, 215 ΣυνθΕΟΚ), όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ευθύνεται δε μόνο για τις πράξεις των υπαλλήλων της, οι οποίες, λόγω της ύπαρξης εσωτερικού και άμεσου δεσμού, αποτελούν αναγκαία προέκταση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση ΔΕΕ της 15.7.2021, ΟΗ κατά ID, C-758/19, σκ. 23). β) Οι Συνθήκες καθιερώνουν ένα «ενιαίο σύστημα» αποκατάστασης της ζημίας που προκαλούν τα θεσμικά όργανα και οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. ενδεικτικώς απόφαση ΔΕΕ της 10.1.1969, Sayag, 9/69, σκ. 5-8, και τις από 2.2.2021 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C-758/19, σκ. 44), υποβάλλοντας τις σχετικές διαφορές στην αρμοδιότητα του ενωσιακού δικαστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 268 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 340 εδ. γ΄ και δ΄ ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών σχετικά με την αποκατάσταση ζημιών που προξενούν τα θεσμικά όργανα και οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μάλιστα, το Δικαστήριο της Ένωσης είναι «αποκλειστικώς αρμόδιο» να αποφαίνεται επί διαφορών αποζημίωσης με αντικείμενο την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, αποκλειομένης της δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση τέτοιων αγωγών (βλ. την προαναφερόμενη απόφαση ΔΕΕ της 15.7.2021, C- 758/19, σκ. 22, και τις αποφάσεις της 29.7.2010, Hanssens-Ensch, C-377/09, σκ. 17, και της 27.9.1988, Αστερίς κλπ., C-106/87, σκ. 14). Τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν αρμόδια μόνο για την εκδίκαση αγωγών περί αποκατάστασης ζημιών που προξενούν στους ιδιώτες οι εθνικές αρχές κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (βλ. την ανωτέρω απόφαση της 27.9.1988, Αστερίς κλπ., C-106/87, σκ. 14). γ) Επί αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης από πράξεις των μελών ή υπαλλήλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, οι οποίες τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος είναι η ίδια η Ένωση, εκπροσωπούμενη από το οικείο θεσμικό όργανο αυτής, το οποίο φέρεται να προκάλεσε την επικαλούμενη ζημία (απόφαση ΔΕΕ της 13.12.2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C-150/17, σκ. 33).
14.10. Σε συμφωνία με τα ανωτέρω, το άρθρο 113 του Κανονισμού 2017/1939 καθιερώνει, σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, υποχρέωση αυτής προς αποκατάσταση των ζημιών που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της (παρ. 3). Αντίστοιχη υποχρέωση καθιερώνεται και προς αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από υπαιτιότητα των ΕΕΕ, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους (παρ. 4), αρμόδιο δε να αποφασίζει επί αγωγών αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή το προσωπικό της είναι, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 5 του Κανονισμού, το Δικαστήριο.
14.11. Σχετικά με το άρθρο 42 του Κανονισμού 2017/1939 που αφορά στον δικαστικό έλεγχο των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Από τις παρ. 2 έως 8 του εν λόγω άρθρου 42 συνάγεται ότι, εκτός από την αρμοδιότητα που επιφυλάσσει η παρ. 1 του άρθρου αυτού στα εθνικά δικαστήρια, ο ενωσιακός δικαστής είναι αρμόδιος για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στα εθνικά δικαστήρια ανατίθεται μόνο η αρμοδιότητα του ελέγχου των πράξεων της παρ. 1 (« διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων»), οι οποίες, με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι όργανο της Ένωσης, θα ενέπιπταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ένωσης (βλ. και άρθρο 263 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο το ΔΕΕ έχει την αρμοδιότητα για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των ενωσιακών οργάνων που προορίζονται να παράγουν έννομες συνέπειες έναντι τρίτων προσώπων και τις από 4.10.2024 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C-292/23, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά I.R.O. και F.J.L.R., σημείο 41). Ο δικαιολογητικός λόγος της υπόδειξης από τον Κανονισμό 2017/1939 των εθνικών δικαστηρίων ως κατ΄ εξαίρεση αρμόδιων για τον έλεγχο πράξεων της παρ. 1 του άρθρου 42 της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εντοπίζεται στην ίδια την φύση του θεσμού, που σκοπό έχει την παραπομπή και την δίωξη διασυνοριακών εγκλημάτων κατά των συμφερόντων της Ένωσης, αλλά και στο διφυή χαρακτήρα των πράξεων αυτής, δοθέντος ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται μεν από ένα όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε κεντρικό ή σε αποκεντρωμένο επίπεδο, εκτελούνται όμως από τις εθνικές αρχές του κράτους μέλους του (της) αρμόδιου(-ας) ΕΕΕ. Συνεπώς, πλην της εξαίρεσης της παρ. 1 του άρθρου 42, το ΔΕΕ παραμένει αρμόδιο για τον έλεγχο των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Εξάλλου, οι αρμοδιότητες που αναγνωρίζονται στο ΔΕΕ από τις Συνθήκες (και ήδη την ΣΛΕΕ), ως προς τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των ενωσιακών οργάνων, έχουν κυρίως σκοπό να εξασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου (απόφαση της 22.10.1987, Foto-Frost v. Hauptzollamt Lübeck-Ost, C-314/85, σκ. 5). Τυχόν περαιτέρω περιορισμός της αρμοδιότητας του ΔΕΕ με τις διατάξεις του Κανονισμού 2017/1939 δεν θα παρίστατο συμβατός με τη ΣΛΕΕ, οι κανόνες της οποίας βρίσκονται σε ιεραρχικά ανώτερη θέση σε σχέση με αυτούς του Κανονισμού στην ενωσιακή έννομη τάξη. Το κατά τα ανωτέρω καθιερούμενο από τον Κανονισμό 2017/1939 σύστημα ελέγχου από το ΔΕΕ δεν παραβιάζει το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δικαίωμα δικαστικής προστασίας ούτε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, απορρέουσα από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο. Ο θιγόμενος από πράξεις ΕΕΕ διατηρεί το δικαίωμα απευθείας προσφυγής στο ΔΕΕ, με όλα τα εχέγγυα που του παρέχει η ενώπιον του δικαστηρίου αυτού διαδικασία. Άλλωστε, οι ΕΕΕ, έστω και αν διατηρούν την εθνική εισαγγελική τους ιδιότητα, ως μέλη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, αποτελούν προφανώς διακριτή, εξαιρετικά περιορισμένη αριθμητικά, κατηγορία προσώπων, σε σχέση με τους εθνικούς δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Συνεπώς δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείρισή τους σε σχέση με τους τελευταίους, λόγω δε της διαφοροποίησης μεταξύ των δύο κατηγοριών προσώπων, ζήτημα προσβολής της αρχής της ισοδυναμίας δεν τίθεται.
14.12. Κατόπιν των προεκτεθέντων και ειδικότερα όσων εκτέθηκαν στις σκ. 14.8. – 14.11., επί αγωγής αποζημίωσης, με αντικείμενο την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής ζημίας που προκλήθηκε από ΕΕΕ, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) με την ιδιότητα αυτή, παθητικά νομιμοποιούμενη είναι η Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, μέλος της οποίας είναι ο (η) φερόμενος(-η) ως προκαλέσας(-σα) την επικαλούμενη ζημία ΕΕΕ. Αποκλειστικά αρμόδιο δε να αποφανθεί επί της αγωγής αυτής είναι το Δικαστήριο της Ένωσης, αποκλειομένης της αρμοδιότητας οποιουδήποτε εθνικού δικαστηρίου. Διαφορετική είναι η περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο ενάγεται για πράξεις που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) ως εθνικού(-ής) εισαγγελέα – η οποία (άσκηση), όπως προεκτέθηκε, δεν καθίσταται ασυμβίβαστη με το διορισμό του (της) ως ΕΕΕ, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 13 του Κανονισμού – οπότε υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του άρθρου 99 παρ. 1 του Συντάγματος.
14.13. Όπως προεκτέθηκε (υπό 14.7.), ο αποκλεισμός της δυνατότητας άσκησης εναντίον ΕΕΕ, όπως είναι η πρώτη εναγόμενη στην παρούσα υπόθεση, αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977, για κάθε πράξη ή παράλειψή τους κατά την άσκηση ενωσιακών τους καθηκόντων, συνάγεται από την ερμηνεία του ίδιου του άρθρου 99. Οι ΕΕΕ δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και συνεπώς δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου. Ως μέλη του θεσμικού ενωσιακού οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπάγονται, για τις ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις που τους καταλογίζονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους που πηγάζουν από τον Κανονισμό 2017/1939, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ένωσης. Επομένως, ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού Συντάγματος καταρχήν δεν τίθεται. Ακόμη όμως και αν γίνει δεκτό ότι τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να ανακύψει από τους τιθέμενους από τον Κανονισμό νομικούς κανόνες και ειδικά από το καθιερούμενο με αυτόν σύστημα ελέγχου των πράξεων των ΕΕΕ, λεκτέα είναι τα εξής: Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ως ενωσιακού οργάνου καταπολέμησης των εγκλημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, εντάσσεται στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (εφεξής ΧΕΑΔ, Τίτλος V της ΣΛΕΕ, άρθρα 67 επ.), στον οποίο ενοποιήθηκαν (με τη Συνθήκη της Λισαβόνας) και περιλαμβάνονται οι πολιτικές που εξυπηρετούν το στόχο της Ένωσης για τη διασφάλιση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Εξάλλου, η Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της παραχωρήθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες (άρθρο 5 ΣΕΕ, αρχή της δοτής αρμοδιότητας). Στον τομέα του ΧΕΑΔ, η Ένωση δια των οργάνων της έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη (άρθρο 4 παρ. 2 ΣΛΕΕ), δηλαδή τόσο η Ένωση όσο και τα κράτη μέλη μπορούν να νομοθετούν στον τομέα αυτό και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις, με την επισήμανση όμως ότι τα τελευταία μπορούν να ασκούν την αρμοδιότητά τους μόνο όταν η Ένωση δεν έχει ασκήσει ή αποφάσισε να μην ασκήσει τη δική της (άρθρο 2 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ, με νομοθετικό έρεισμα το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ, συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως μηχανισμός ενισχυμένης συνεργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 2 ΣΕΕ και 329 παρ. 1 ΣΛΕΕ, μεταξύ των περισσοτέρων κρατών μελών της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), συνακόλουθα δε εκδόθηκε ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (βλ. και σημεία 4 επ. του προοιμίου του Κανονισμού σχετικά με το ιστορικό σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας). Με τα δεδομένα αυτά, προσεγγίζοντας το ζήτημα από την πλευρά του εθνικού Συντάγματος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελλάδα, προβαίνοντας (με τη Συνθήκη Προσχώρησης και τις εκάστοτε νομοθετικές κυρώσεις των διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, μεταξύ των οποίων και η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τροποποίησε την ΣΕΕ και την ΣΕΚ, η δε τελευταία μετονομάστηκε σε ΣΛΕΕ), υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος, σε αναγνώριση ή μεταβίβαση αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε όργανα της Ένωσης ή και σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της υπέρ αυτών, αποδέχθηκε την ισχύ και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, άρα και της αρχής της υπεροχής αυτού έναντι του συνόλου του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του Συντάγματος. Πρόκειται για οικειοθελή περιορισμό της εθνικής έννομης τάξης υπέρ της ενωσιακής, ώστε αυτή να ισχύει πλήρως στο πεδίο της εφαρμογής της, δηλαδή στο πεδίο άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Τούτο δεν συνιστά υποβάθμιση ή παραγνώριση του εθνικού Συντάγματος, ως υπέρτατου κανόνα της εθνικής έννομης τάξης, αλλά σεβασμό των προβλεπόμενων από αυτό διαδικασιών και κριτηρίων και εφαρμογή ειδικών διατάξεών του και κυρίως των διατάξεων του άρθρου 28 (ιδίως των παρ. 2 και 3). Επομένως, η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, θεμελιώνεται κατά τον τρόπο αυτό στο ίδιο το εθνικό Σύνταγμα. Περαιτέρω, τα εθνικά δικαστήρια, όπως είναι και το Δικαστήριο του άρθρου 99 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν μπορούν να προβούν σε έλεγχο, κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, της συνταγματικότητας διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου ή κανονισμού (που εφαρμόζεται και ισχύει, δυνάμει του άρθρου 288 παρ. 2 ΣΛΕΕ, άμεσα στην εσωτερική έννομη τάξη), αλλά οσάκις τίθεται ζήτημα «σύγκρουσης» μεταξύ εθνικού Συντάγματος και εθνικής έννομης τάξης αφενός και ενωσιακού δικαίου, πρωτογενούς αλλά και παραγώγου αφετέρου, οφείλουν να προβαίνουν σε σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 24.6.2019, Daniel Adam Popławski, C-573/17, σκ. 61, της 23.4.2009, Melli Bank plc, C-378-380/09, σκ. 202 επ., και της 4.7.2006 στην υπόθ. C-212/04
, σκ. 108 επ., ΣτΕ Ολ. 3470/2011
, ΑΠ Ολ. 19
, 20/2007
), σε περίπτωση δε που αυτό καθίσταται ερμηνευτικά αδύνατο, οφείλουν να εφαρμόσουν την ενωσιακή διάταξη. Ο ανωτέρω δε περιορισμός στην κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος αρμοδιότητα νομιμοποιείται από το ίδιο το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος (σε συνδυασμό με τον κυρωτικό νόμο της Συνθήκης προσχώρησης και τους κυρωτικούς νόμους των Πράξεων τροποποίησης του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου). Με βάση όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, εφόσον η Ελλάδα με την υπογραφή και την κύρωση της ΣΛΕΕ αναγνώρισε ως συντρέχουσα την αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα του ΧΕΑΔ και ειδικότερα της δικαιοσύνης, η δε Ένωση από την πλευρά της άσκησε δια των οργάνων της την αρμοδιότητά της στον τομέα αυτό με τη θέσπιση του Κανονισμού 2017/1939 και τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η εφαρμογή των διατάξεών του έναντι του εθνικού δικαίου είναι δεδομένη και θεμελιώνεται στο ίδιο το εθνικό Σύνταγμα. Από πλευράς ενωσιακού δικαίου, η αρχή της υπεροχής του έναντι των διατάξεων του εθνικού δικαίου (απόφαση της 15.7.1964, Costa v. Enel, C-6/64), συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικών (απόφαση της 17.12.1970, Internationale Handelsgesellschaft mbH v. Einfuhr-und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel, C-11/70, σκ. 3), που διαμορφώθηκε αρχικά στη νομολογία του ΔΕΕ, αναφέρεται πλέον ρητά στη Διακήρυξη αρ. 17 που προσαρτάται στη ΣΛΕΕ και αφορά σε όλο το ενωσιακό δίκαιο. Μετά δε την ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 26.2.2013, Melloni, C-399/11, σκ. 59 και 60, της 8.9.2015, Taricco κλπ, C-105/14, σκ. 52, και της 5.12.2017, M.A.S., M.B., C- 42/17, σκ. 59 – 61).
15. Επειδή, το άρθρο 11 στοιχείο α΄ του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει τα εξής: «Στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους και ανεξαρτήτως ιθαγενείας, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης: α) απολαύουν ετεροδικίας για πράξεις στις οποίες προέβησαν, συμπεριλαμβανομένου του προφορικού ή γραπτού λόγου, ενεργώντας υπό την επίσημη ιδιότητά τους, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των [Συνθηκών] που αφορούν, αφενός μεν, τους κανόνες περί ευθύνης των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού έναντι της Ένωσης, αφετέρου δε, περί της αρμοδιότητος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού της. Η ασυλία αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη λήξη της θητείας τους». Εξάλλου, το άρθρο 17 του ίδιου πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής: «Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να άρουν την ασυλία που εχορηγήθη σε έναν υπάλληλο ή σε οποιονδήποτε από το λοιπό προσωπικό, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνουν ότι η άρση της ασυλίας δεν είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ένωσης.». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η ετεροδικία που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, α) αποτελεί όρο ταυτόσημο με τον όρο «ασυλία» που προβλέπεται σε όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις του εν λόγω πρωτοκόλλου (βλ. και τις από 2.2.2021 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. Βοbek στην υπόθεση C-758/19, ΟH κατά ID, σημείο 63), β) αφορά κάθε ένδικη διαδικασία, αστική, ποινική, διοικητική ή οποιαδήποτε άλλη συναφή διαδικασία (βλ. και τις προμνησθείσες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. Βοbek, σημεία 64-70) και γ) έχει λειτουργικό χαρακτήρα, καθόσον αποσκοπεί στην αποφυγή παρακώλυσης της λειτουργίας και περιορισμού της ανεξαρτησίας της Ένωσης, πράγμα που συνεπάγεται, ειδικότερα, ότι παρέχεται στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της (πρβλ. την απόφαση ΔΕΕ, 30.11.2021, C-3/20, LR Ģenerālprokuratūra, σκ. 57). Επιπλέον, στην έννοια των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 11 στοιχείο αʹ απολαύουν της προαναφερθείσας ετεροδικίας, δεν περιλαμβάνονται δικαστικοί λειτουργοί της Ένωσης, εφόσον για την εφαρμογή της εν λόγω ετεροδικίας σε δικαστικούς λειτουργούς της Ένωσης, το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών περιλαμβάνει την ειδική διάταξη του άρθρου 20, η οποία ορίζει ότι «[τ]α άρθρα 11 έως 14 και 17 εφαρμόζονται επί των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων, των γραμματέων και των βοηθών εισηγητών του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης που αφορούν την ετεροδικία των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων». Τέλος, στο άρθρο 15 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών προβλέπεται ότι «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με τα αρμόδια θεσμικά όργανα, προσδιορίζουν τις κατηγορίες υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού της Ένωσης, για τους οποίους εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, οι διατάξεις των άρθρων 11, 12, δεύτερο εδάφιο, και 13».
16. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, «[τ]ο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της».
17. Επειδή, ανακύπτει το ζήτημα κατά πόσον η ετεροδικία, που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο α΄ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, χορηγείται και στους ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς.
18. Επειδή, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, από την διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939 και το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς απολαύουν ετεροδικίας για τις πράξεις τους κατά την εκτέλεση των συναφών καθηκόντων τους. Τούτο δε διότι αφενός εντάσσονται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (και ικανοποιείται με αυτόν τον τρόπο το γράμμα των ανωτέρω ενωσιακών διατάξεων που αναφέρονται σε «προσωπικό») και αφετέρου διότι ουδείς ουσιαστικός λόγος συντρέχει για την διαφοροποίηση της μεταχείρισής τους, από την εξεταζόμενη άποψη, από εκείνη των λοιπών απασχολουμένων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Εξάλλου, ρύθμιση, όπως η επίμαχη, περί της ετεροδικίας των εντεταλμένων ευρωπαίων εισαγγελέων δεν αντίκειται στο άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος, υπό το κράτος του οποίου δεν ηγέρθη ζήτημα αμφισβήτησης της συνταγματικότητας της πάγιας διάταξης του άρθρου 7 του ν. 693/1977 που προβλέπει την (οριστική μάλιστα) εξαίρεση ορισμένων δικαστικών λειτουργών από την αγωγή κακοδικίας, ορίζοντας συναφώς ότι: «Δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας, α) κατά των μελών του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, β) κατά μελών δικαστηρίων κρινόντων περί του κύρους των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, γ) κατά των δικαστικών λειτουργών, των μετεχόντων συμβουλίων, αποφαινομένων επί θεμάτων υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, δ) κατά των μελών του κατά τον παρόντα νόμον Ειδικού Δικαστηρίου διά τας επί αγωγών κακοδικίας αποφάσεις».
19. Επειδή, κατά τη γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου και Θεόδωρου Γεωργάκη, οι οποίοι μειοψήφησαν, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει τη χορήγηση της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς και δη ως προς τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Και τούτο, για τους ακόλουθους λόγους: α) Από το σύνολο των προπαρατεθεισών στη σκέψη 8 διατάξεων του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 προκύπτει ότι οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς διακρίνονται από τους υπαλλήλους και το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και το καθεστώς τους ρυθμίζεται από ειδικές διατάξεις, η δε υπαγωγή τους στο καθεστώς που προβλέπεται για τους υπαλλήλους και το προσωπικό της Ένωσης γίνεται με ειδικές διατάξεις (βλ., ως προς την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, τη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 96, ως προς την ανάθεση εξουσιών από το συλλογικό όργανο, την εξαίρεση που εισάγεται με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 96, και, ως προς τον διορισμό και την άσκηση των καθηκόντων, τις διατυπώσεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 96). Άλλωστε, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 10 διατάξεις του άρθρου 113 παρ. 3 και 4 του ίδιου Κανονισμού, και ως προς την υπαγωγή των υπαίτιων ζημιογόνων πράξεων των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στην περίπτωση της ρύθμισης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ο εν λόγω Κανονισμός δεν αρκέστηκε στην πρόβλεψη της παραγράφου 3 περί της υπαγωγής στην ευθύνη αυτή των ζημιών που προξενεί γενικά η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή το προσωπικό της, αλλά εισήγαγε την ειδική διάταξη της παραγράφου 4 που αναφέρεται ρητώς στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς. Αν, λοιπόν, ο Κανονισμός 2017/1939 ήθελε να προβλέψει την εφαρμογή του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών και στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς, θα είχε περιλάβει σχετική ειδική διάταξη. Επομένως, η εφαρμογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως βάση τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 96, η οποία αναφέρεται γενικά στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της. β) Σε κάθε περίπτωση, ο Κανονισμός 2017/1939 δεν προβλέπει, με άλλη ειδική διάταξη, την εφαρμογή του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών και στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς, και δη ειδικά ως προς την παροχή σε αυτούς (-ές) της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του παραπάνω πρωτοκόλλου έναντι αρμόδιων ελεγκτικών αρχών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προφανώς διότι δεν υπάρχει συμφέρον της Ένωσης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 15, αυτή την παροχή. Εφόσον, στο πλαίσιο του υβριδικού χαρακτήρα τους, ο οποίος στηρίζεται στην καλόπιστη συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς παραμένουν, κατά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 13, ενεργά μέλη των εθνικών εισαγγελικών αρχών, η δε άσκηση ακόμη και των καθηκόντων τους που προβλέπονται με ειδικές διατάξεις του Κανονισμού 2017/1939 προϋποθέτει και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, δεν υπάρχει συμφέρον της Ένωσης που θα επέβαλλε οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς να εκληφθούν αποκλειστικώς και μόνο ως μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ώστε να προβλεφθεί, υπό τους όρους του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, η δυνατότητα αποκλεισμού της υπαγωγής τους σε οποιαδήποτε αστική, ποινική, διοικητική ή οποιαδήποτε άλλη συναφή ένδικη διαδικασία ενώπιον των εθνικών αρχών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπομνησθεί ότι, όπως γίνεται δεκτό, αν υπήρχε ένα τέτοιο συμφέρον της Ένωσης, η εκτίμηση περί της συνδρομής του από το αποκλειστικώς αρμόδιο οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης -που, εν προκειμένω, είναι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία- σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17 εδάφιο 2 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, θα αποτελούσε κυρίως πολιτική απόφαση (πρβλ. την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, 8.11.2018, T-550/17, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου, σκ. 43, και τις προμνησθείσες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. Βοbek, σημείο 80) και θα λαμβανόταν, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (ΔΕΕ, 30.11.2021, C-3/20, LR Ģenerālprokuratūra, σκ. 77), χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια, ως προς την αξιολόγηση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει επί της ακεραιότητας ή της ανεξαρτησίας του εν λόγω θεσμικού οργάνου της Ένωσης η όποια εθνική ένδικη διαδικασία που κινείται εναντίον ενός (μίας) ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα. Ωστόσο, στο πλαίσιο του υβριδικού θεσμικού χαρακτήρα των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, ο οποίος στηρίζεται στην καλόπιστη συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί στην τελευταία -και δη αποκλειστικώς- ευχέρεια πολιτικής απόφασης, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια, περί αποκλεισμού του ελέγχου της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων από αρμόδιες ελεγκτικές αρχές των παραπάνω κρατών μελών. γ) Σε κάθε περίπτωση, υπό το πρίσμα και του σεβασμού της αρχής του κράτους δικαίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και δεν θα επέτρεπε η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να ανταγωνίζεται τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστικών λειτουργών από ελεγκτικές αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί συμφέρον της Ένωσης προσδιοριζόμενο αποκλειστικώς από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και δη, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με τέτοια ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια, προκειμένου, ειδικότερα, να αποκλειστεί ή/και να περιοριστεί ο έλεγχος της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων από εθνικό δικαστήριο των εν λόγω κρατών μελών βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Καταρχάς, η εν λόγω αγωγή κακοδικίας δεν στοχεύει μόνον στην εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων τα οποία συνδέονται με την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται από δικαστικούς λειτουργούς, όπως είναι οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Υπηρετεί εξίσου και στόχους δημοσίου συμφέροντος που αφορούν τη διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης και της ομαλής λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελικών αρχών, μέσω της άρσης της αβεβαιότητας ως προς την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών και της σύντομης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων, στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται πολύ σοβαρά η ανεξαρτησία, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η ακεραιότητα ή η επάρκεια των εναγόμενων δικαστικών λειτουργών (βλ. την αιτιολογική έκθεση του ν. 470/1914, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή το άρθρο 103 του Συντάγματος του 1911. Βλ., επίσης, ΕΔΑΚ 10/2018, σκέψη 5). Συναφώς, γίνεται ρητώς δεκτό ότι «σκοπός … της διατάξεως … [του άρθρου 99 του Συντάγματος] είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους» (βλ. ΣτΕ Ολ. 1501/2014
, σκέψη 5, ΣτΕ 803/2021
, σκέψη 6, και ΕΔΑΚ 16/2023, σκέψη 14). Εξάλλου, σε όλες τις υποθέσεις που αφορούν την ευθύνη ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων και, κατά τούτο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της αγωγής κακοδικίας που προβλέπονται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, στον ν. 693/1977 και στη νομολογία του ΕΔΑΚ, αφορούν προσφυγή που σκοπεί (και) στη διασφάλιση της έννομης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες της Ένωσης, όπως η ενάγουσα στην παρούσα δίκη, αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης και, κατά τούτο, διέπονται από το δίκαιο αυτό και, ειδικότερα, από το άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης και την υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας και εφαρμογής τους υπό το πρίσμα ιδίως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (βλ., γενικά, αντί άλλων, ΔΕΕ, 13.3.2007, C-432/05, Unibet, σκ. 43. Βλ., ειδικότερα, σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 42 παρ. 1 του Κανονισμού 2017/1939, και τις προμνησθείσες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα A. M. Collins, ιδίως σημεία 58 επ.). Περαιτέρω, δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι η αγωγή κακοδικίας ενώπιον του ΕΔΑΚ, ο θεσμός της οποίας προβλέπεται αδιαλείπτως στην Ελλάδα από το 1911, αποτελεί συνταγματική παράδοση της ελληνικής έννομης τάξης, η οποία οφείλει να γίνει σεβαστή, όχι μόνον διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί στοιχείο της «εθνικής συνταγματικής ταυτότητας» που προστατεύεται από το άρθρο 4 παρ. 2 της ΣΕΕ, αλλά επιπλέον διότι, αφενός, η εξάρτηση του υβριδικού θεσμού των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων από το οικείο εθνικό δίκαιο αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την ερμηνεία του Κανονισμού 2017/1939 (βλ. τις από 22.6.2023 προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως T. Ćapeta στην υπόθεση C-281/22, G. K., σημείο 20) και, αφετέρου, στο σημείο 20 του προοιμίου του ίδιου του Κανονισμού 2017/1939 αναφέρεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται «ότι εκπροσωπούνται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όλα τα εθνικά νομικά συστήματα και οι παραδόσεις των κρατών μελών» που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον Κανονισμό 2017/1939, η Ένωση δεν θέλησε να αποκλείσει ή να περιορίσει έναν έλεγχο, που διενεργείται από εθνικό δικαστήριο βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, επικαλούμενη την προστασία συμφέροντος της Ένωσης η συνδρομή του οποίου θα εκτιμάται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας αποκλειστικώς από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια. δ) Σε κάθε περίπτωση, ενόψει όλων των προαναφερθέντων, τυχόν αποδοχή της ερμηνείας ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 έχει την έννοια ότι επιβάλλεται η παροχή της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών και στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς και δη ως προς τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, θα ήταν αντίθετη με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ως παραβιάζουσα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης προς όφελος πολιτών της Ένωσης, όπως είναι η ενάγουσα στην παρούσα δίκη, διότι θα περιόριζε αθέμιτα -υπό την έννοια ότι θα μπορούσε, κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, να αποκλείσει ή, πάντως, να καταστήσει λιγότερο ελκυστική- την εκ μέρους αυτών των πολιτών άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος της αγωγής κακοδικίας που κατατείνει στον έλεγχο της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, χωρίς προσήκουσα αντικειμενική αιτιολογία, αλλά τελικώς για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας εκτιμώμενους αποκλειστικώς από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια (πρβλ., ως προς την απαίτηση ένα σύστημα προηγουμένης έγκρισης το οποίο παρεκκλίνει από θεμελιώδη ελευθερία να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν εισάγουν διακρίσεις και που είναι εκ των προτέρων γνωστά, ούτως ώστε να οριοθετείται η άσκηση της σχετικής εξουσίας, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις ΔΕΕ, 20.2.2001, C-205/99, Analir κ.λπ., σκ. 38, και ΔΕΕ, 13.5.2003, C-463/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 69). Επιπλέον, τυχόν αποδοχή μια τέτοιας ερμηνείας θα παραβίαζε την αρχή της ισοδυναμίας σε βάρος πολιτών της Ένωσης, όπως είναι η ενάγουσα στην παρούσα δίκη, στο μέτρο που, κατά τα προαναφερθέντα, η εν λόγω ερμηνεία θα μπορούσε, κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, να αποκλείσει ή, πάντως, να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων που αποτελούν ενεργά μέλη της εθνικής εισαγγελικής αρχής εκ μόνου του λόγου ότι αυτοί(-ές) ασκούν τα εισαγγελικά τους καθήκοντα σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 2017/1939, ενώ θα εξακολουθούσε να παραμένει δυνατή η ακώλυτη άσκηση του ίδιου ενδίκου βοηθήματος της αγωγής κακοδικίας κατά ενεργών μελών της εθνικής εισαγγελικής αρχής των οποίων η άσκηση των καθηκόντων δεν διέπεται από τον Κανονισμό 2017/1939. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αντικειμενικά από το γεγονός ότι, ως προς την αποζημίωση για υπαίτιες πράξεις των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, θα προβλέπεται, πάντως, η δυνατότητα προσφυγής κατά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Δικαστήριο της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939, προεχόντως διότι τα άρθρα αυτά αφορούν αξιώσεις εναντίον της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και όχι εναντίον των ίδιων των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων. Το μέλος του Δικαστηρίου Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος διατύπωσε τη γνώμη ότι συντρέχει επιπλέον και ο συμπληρωματικός λόγος ε), σύμφωνα με τον οποίο, αν γινόταν δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 έχει την έννοια ότι επιβάλλεται η χορήγηση της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών και στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς και δη ως προς τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939 θα επέβαλλε το ΕΔΑΚ να αποδεχτεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, ενδέχεται, κατά τα προαναφερθέντα, να αποκλειστεί η συνταγματική αρμοδιότητά του προκειμένου να εξυπηρετηθεί συμφέρον της Ένωσης η συνδρομή του οποίου θα εκτιμηθεί για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας αποκλειστικώς από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια. Ωστόσο, η αποδοχή εκ μέρους του ΕΔΑΚ ενός τέτοιου ενδεχόμενου δεν θα επιτρεπόταν από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 13 διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος. Συναφώς, εν προκειμένω, θα συνέτρεχαν οι αντι-περιορισμοί που συνδέονται τόσο με τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας όσο και με αδιαμφισβήτητο σπουδαίο εθνικό συμφέρον, οι οποίοι, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος, θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Το δε σπουδαίο εθνικό συμφέρον θα συνίστατο, δυνάμει των άρθρων 20 παρ. 1 και 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, κατά τα προαναφερθέντα, στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας και στη διασφάλιση του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης μέσω του δικαστικού ελέγχου, δια της αγωγής κακοδικίας ενώπιον του ΕΔΑΚ, της προσωπικής αστικής ευθύνης και, παραλλήλως, της συνταγματικώς επιβαλλόμενης και από τα άρθρα 87 και 88 του Συντάγματος ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας, της αντικειμενικότητας, της ακεραιότητας και της επάρκειας κάθε δικαστικού λειτουργού που ασκεί τα όποια καθήκοντά του στην Ελλάδα παραμένοντας εν ενεργεία μέλος του εθνικού δικαστικού ή εισαγγελικού σώματος. Συναφώς, δεν θα ήταν δυνατόν σε ένα κράτος δικαίου, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό τόσο στην εθνική όσο και στην ενωσιακή έννομη τάξη, η μεν ενάγουσα να στερηθεί του κατοχυρωμένου στα άρθρα 20 παρ. 1 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας εναντίον όχι της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αλλά του ίδιου του ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως από πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) οποίου(-ας) θεωρεί ότι ζημιώθηκε, οι δε παραπάνω συνταγματικές απαιτήσεις, που συνδέονται με το κύρος και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τη συνταγματική παράδοση της Ελλάδας και συνάδουν απολύτως με τις κατά το άρθρο 2 της ΣΕΕ αξίες της ίδιας της Ένωσης, να παραμεριστούν, προκειμένου να εξυπηρετηθεί συμφέρον της Ένωσης η συνδρομή του οποίου θα εκτιμηθεί για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας αποκλειστικώς από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια. Ακόμη δε και αν το παραπάνω συμφέρον της Ένωσης συνδέεται με την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν θα ήταν δυνατόν, ούτε από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, εθνικές συνταγματικές εγγυήσεις τόσο του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας όσο και της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας εν ενεργεία εθνικών δικαστικών λειτουργών, οι οποίες συνάδουν απολύτως με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης για τη διασφάλιση του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και γενικά του κράτους δικαίου, να παραμεριστούν υπό τους προαναφερθέντες όρους. Από οργανική άποψη, το καθεστώς διασφάλισης της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των εν ενεργεία εθνικών δικαστικών λειτουργών δεν μπορεί παρά να είναι ένα και ενιαίο και να ελέγχεται από εθνικά όργανα των οποίων η αρμοδιότητα διέπεται από τους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες. Άλλωστε, από το άρθρο 17 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Κανονισμού 2017/1939, το οποίο ορίζει ότι, ως ενεργά μέλη της εθνικής εισαγγελικής αρχής, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς «[π]αρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας», προκύπτει σαφώς ότι η ίδια η Ένωση προσβλέπει στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων σύμφωνα καταρχήν με τους διαδικαστικούς και δικονομικούς όρους του εθνικού δικαίου των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. O δε περιορισμός της σχετικής αυτονομίας των κρατών μελών, μέσω της υποχρέωσης οι αρμόδιες εθνικές αρχές να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης τις διαδικαστικές λεπτομέρειες του πειθαρχικού ή δικαστικού ελέγχου της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναίρεση της δυνατότητας αυτού του ελέγχου και μάλιστα για οποιονδήποτε πολιτικό λόγο που θα εκτιμηθεί από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό τη γενική μεν πρόβλεψη τυχόν τελικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ένωσης, αλλά με ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς συγκεκριμένα, αντικειμενικά, σαφή και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια.
20. Επειδή, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή, κατά το μέτρο που στρέφεται εναντίον της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω της ετεροδικίας που αναγνωρίζεται στο πρόσωπό της, καθώς και της ασυλίας που απολαμβάνει με την ιδιότητά της ως ευρωπαίας εντεταλμένης εισαγγελέως, δυνάμει των άρθρων 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939 και 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών. Κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα έκαναν δεκτά στη σκέψη 18, στην πρώτη εναγόμενη έχει χορηγηθεί, δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, η ετεροδικία που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει περαιτέρω την υπό κρίση αγωγή, αν δεν αρθεί από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 εδάφιο β΄ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, η ετεροδικία που έχει χορηγηθεί στην πρώτη εναγόμενη. Αντιθέτως, κατά την γνώμη που μειοψήφησε, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 19, με την ιδιότητά της ως ευρωπαίας εντεταλμένης εισαγγελέως, η πρώτη εναγόμενη δεν απολαύει, δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει περαιτέρω την υπό κρίση αγωγή, χωρίς να απαιτείται να εφαρμόσει το άρθρο 17 εδάφιο β΄ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, το οποίο ρυθμίζει τα περί άρσης ασυλίας που έχει χορηγηθεί σε έναν υπάλληλο ή σε οποιονδήποτε από το λοιπό προσωπικό της Ένωσης.
21. Επειδή, το Δικαστήριο δέχτηκε ομοφώνως ότι συντρέχει ανάγκη υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ, δυνάμει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, αφενός, σχετικά με το ζήτημα εάν τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου(-ης) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του (της) κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν και, αφετέρου, σχετικά με το ζήτημα εάν η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει τη χορήγηση της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο αʹ του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών στους (στις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς και δη ως προς τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Συναφώς, όπως προκύπτει και από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 5 διατάξεις του εθνικού δικαίου, το ΕΔΑΚ ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΔΕΕ προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις ΔΕΕ, 31.1.2013, C-394/11, Belov, σκ. 38, και ΔΕΕ, 9.10.2014, C-222/13, TDC, σκ. 27), όπως είναι η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Εξάλλου, οι αποφάσεις του ΕΔΑΚ δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου. Περαιτέρω, τα άρθρα 42 παρ. 4, 96 παρ. 5 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939, ιδίως σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, δεν έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ούτε η ορθή ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία. Τούτο προκύπτει, άλλωστε, και από τη διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου σχετικά με τα δύο παραπάνω ζητήματα, η οποία εκτίθεται στις προηγούμενες σκέψεις 12, 13, 14, 18 και 19. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τα διαλαμβανόμενα στις προηγούμενες σκέψεις 12, 13 και 14, η επίλυση του πρώτου από τα παραπάνω ζητήματα, το οποίο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού 2017/1939, είναι χρήσιμη αναφορικώς με τη θεμελίωση της αρμοδιότητας του ΕΔΑΚ να επιληφθεί καταρχήν της υπό κρίση αγωγής καθ’ ό μέρος η τελευταία στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, η δε επίλυση του δεύτερου από τα παραπάνω ζητήματα, το οποίο αφορά την ερμηνεία της παραγράφου 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, είναι χρήσιμη, όπως προκύπτει και από τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, αναφορικώς προς την περαιτέρω εξέταση της υπό κρίση αγωγής υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης. Το μέλος Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος διατύπωσε και τη συμπληρωματική γνώμη ότι η απάντηση του ΔΕΕ στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελής, ακόμη και υπό το ενδεχόμενο το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος να μην επιτρέψει τελικά την πλήρη συμμόρφωση του ΕΔΑΚ με τη σχετική απόφαση του ΔΕΕ. Σκοπός της άμεσης συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων (πρβλ., μεταξύ άλλων, ΔΕΕ, 6.7.2000, C-402/98, ATB κ.λπ., σκ. 29) είναι η προσπάθεια εξάντλησης των περιθωρίων εναρμόνισης των απαιτήσεων του εθνικού δικαίου με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Άλλωστε, αυτή η προσπάθεια, η οποία κατατείνει όχι μόνο στην προσαρμογή της εθνικής έννομης τάξης προς την έννομη τάξη της Ένωσης, αλλά και στο αντίστροφο, επιβάλλεται από την ίδια την ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 28 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ. 3470/2011
, σκ. 9). Την ίδια δε προσπάθεια υποστηρίζει και το ΔΕΕ, το οποίο δεν διστάζει όχι μόνο να ενσωματώνει στην ερμηνεία που υιοθετεί ως προς το δίκαιο της Ένωσης τις απαιτήσεις του εθνικού συνταγματικού δικαίου, όπως αυτές προσδιορίζονται από τα ερωτώντα εθνικά δικαστήρια (βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ, 5.12.2017, C-42/17
, M.A.S. και M.B.), αλλά επιπλέον να δέχεται να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα που δεν είναι προφανώς αλυσιτελή, ακόμη και αν το εθνικό δικαστήριο που υποβάλλει το προδικαστικό ερώτημα δεν αναγνωρίζει οριστική και δεσμευτική ερμηνευτική αξία στην προδικαστική απόφαση του ΔΕΕ, μολονότι το τελευταίο κάνει παγίως δεκτό ότι η απόφασή του αυτή δεσμεύει, όσον αφορά την ερμηνεία ή το κύρος των επίμαχων πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το ερωτών εθνικό δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη (βλ. ΔΕΕ, 16.6.2015, C-62/14, Gauweiler κ.λπ., σκέψεις 11 έως και 17).
22. Επειδή, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, συντρέχει ανάγκη αναβολής της περαιτέρω εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής στο σύνολό της (όσον αφορά δηλαδή και τις δύο εναγόμενες για λόγους ενότητας της κρίσης) και υποβολής στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, των εξής προδικαστικών ερωτημάτων: «1) Υπό το πρίσμα των άρθρων 268 και 340 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αρχής της ισοδυναμίας που διέπει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των δικαστηρίων των κρατών μελών, τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), έχουν την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου(-ης) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του (της) κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν; 2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266), το οποίο ορίζει ότι “[τ]α προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της”, η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, η οποία ορίζει ότι “[τ]ο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της”, έχει την έννοια ότι η ετεροδικία που απολαύουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 στοιχείο α΄ του παραπάνω πρωτοκόλλου, παρέχεται και στους (στις) προβλεπόμενους(-ες) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς αναφορικά με τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήρια των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος;».
Για τους λόγους αυτούς
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς και
Υποβάλλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Υπό το πρίσμα των άρθρων 268 και 340 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αρχής της ισοδυναμίας που διέπει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των δικαστηρίων των κρατών μελών, τα άρθρα 42 παρ. 4 και 113 παρ. 3 ως και 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), έχουν την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου(-ης) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του (της) κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266), το οποίο ορίζει ότι «[τ]α προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της», η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), η οποία ορίζει ότι «[τ]ο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της», έχει την έννοια ότι η ετεροδικία που απολαύουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 στοιχείο α΄ του παραπάνω πρωτοκόλλου, παρέχεται και στους (στις) προβλεπόμενους(-ες) στα άρθρα 8 παρ. 4 και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς αναφορικά με τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήρια των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος;
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2024
Ο Πρόεδρος
Ηλίας Μάζος
Η Γραμματέας
Σταυρούλα Χάρου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 7 Οκτωβρίου 2025.
H Πρόεδρος
Όλγα Ζύγουρα
Η Γραμματέας
Σταυρούλα Χάρου
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας, τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη, και την παροχή εξατομικευμένων διαφημίσεων. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα