Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΤρΕφΑθ 4497/2025 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΤρΕφΑθ 4497/2025 - Πλήρες κείμενο [*]

Σύνθεση: Ελένη Ασημακοπούλου, Πρόεδρος Εφετών, Χαρίκλεια Τσαγγαρού, Εφέτης, Σοφία Φούρλαρη, Εφέτης – Εισηγήτρια
Δικηγόροι: Κωνσταντίνος Παπαδιαμάντης, Θεοδώρα Σούμα, Μανώλης Σουριαδάκις, Δήμητρα Κοσμά

Ανώνυμη εταιρεία· ελαττωματικές αποφάσεις ΓΣ· ακυρώσιμες αποφάσεις ΓΣ· αποφάσεις που λαμβάνονται κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας· προστασία δικαιωμάτων μειοψηφίας· προϋποθέσεις άσκησης αγωγής ακύρωσης· αποσβεστική προθεσμία. Διανομή μερίσματος· αμοιβές μελών ΔΣ· καταβολή δυσανάλογα μεγάλων διοικητικών αμοιβών στα μέλη του ΔΣ με ταυτόχρονη διανομή ελάχιστου μερίσματος στους μετόχους· το γεγονός ότι η δαπάνη των διοικητικών αμοιβών των μελών του ΔΣ της εταιρείας είχε λάβει προέγκριση δεν απαγορεύει τον έλεγχό και την ακυρωσία της απόφασης της γενικής συνέλευσης λόγω καταχρηστικότητας, καθώς η έγκριση του ισολογισμού είναι αυτή που νομιμοποιεί οριστικά τη δαπάνη για την πληρωμή των μελών του ΔΣ σε βάρος των συμφερόντων του μειοψηφούντος μετόχου· η κρίση περί καταχρηστικότητας εμπίπτει στον επιτρεπτό δικαστικό έλεγχο νομιμότητας της απόφασης της γενικής συνέλευσης και δεν αποτελεί έλεγχο σκοπιμότητας του οργάνου της εταιρείας, καθώς το δικαστήριο δεν εξετάζει αν η απόφαση ήταν οικονομικά ή επιχειρηματικά ορθή.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 24, 34 παρ. 1γ και δ, 35, 35α, 35β, 35γ, 44Α, 45 ν. 2190/1920, 281 ΑΚ, 3 α.ν. 148/1967

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός Απόφασης: 4497/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

[13° Τμήμα Ενοχικού Δικαίου]

Συγκροτήθηκε από τις Δικαστές, Ελένη Ασημακοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Τσαγγαρού, Εφέτη και Σοφία Φούρλαρη Εφέτη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Έλενα Παΐλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουάριου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: … …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους του Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη [ΑΜΔΣΑ …] και Θεοδώρα Σούμα [ΑΜΔΣΑ …], που κατέθεσαν τις από 5.2.2025 δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους της Μανώλη Σουριαδάκι [ΑΜΔΣΑ …] και Δήμητρα Κοσμά [ΑΜΔΣΑ …], που κατέθεσαν την από 5.2.2025 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.10.2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/.../2014 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στρεφόταν κατά της πρώτης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας «…» |καθώς και των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων, … … και … …

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2411/2019 απόφασή του, η οποία διορθώθηκε αυτεπάγγελτα, δυνάμει της με αριθμό 3516/2020 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, … … και … …, ενώ δέχθηκε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία ως προς το αγωγικό διαπλαστικό της αίτημα.

Η πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία «…» προσέβαλε την απόφαση αυτή, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους λόγους η από 21.11.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2019 έφεσή της, η οποία είχε συζητηθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών στις 3.12.2020, το οποίο εξέδωσε τη με αριθμό 1340/2021 απόφασή του, η οποία, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή, η οποία, ωστόσο, αναιρέθηκε με τη με αριθμό 1462/2023 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Ο καλών - εφεσίβλητος μετά την έκδοση της ως άνω αναιρετικής απόφασης, με την από 20.2.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2024 κλήση του, επαναφέρει προς συζήτηση την από 21.11.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2019 έφεση της καθ' ης η κλήση - εκκαλούσας εταιρείας «…» για την οποία ορίσθηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων κατά τα ως άνω διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ. 1β», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. ΚΠολΔ «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (ενν. υπέρβαση δικαιοδοσίας και αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις ως άνω διατάξεις, σαφώς συνάγεται ότι η αναίρεση της απόφασης δύναται να είναι μερική ή ολική, αυτό, δε, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλΔνη 49 1625). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, καθώς και κατά τα κεφάλαια, τα οποία συνέχονται αναγκαία με τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46 84, ΑΠ 1883/2001 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα διαγραφόμενα από την αναιρετική απόφαση όρια (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001, 46). Αν η απόφαση αναιρεθεί κατά ένα μέρος, δηλαδή ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής αφορά την έρευνα μόνο των λόγων έφεσης, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται η υπόθεση (ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια, υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, που δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας της υπόθεσης, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με τον λόγο αναίρεσης, που έκανε δεκτό (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1343/2002, ΕφΑιγ 32/2021, ΕφΑθ 220/2020 ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει - με σχετική διάταξη - την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 55 1830). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος πλήττει κατά νομική αναγκαιότητα το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, αν αναιρεθεί απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας και παράβαση των διατάξεων για την αρμοδιότητα), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, δεσμεύεται μεν για το επιλυθέν, με την αναιρετική απόφαση, νομικό ζήτημα, έχει όμως κατά τα λοιπά πλήρη δικαιοδοσία ως προς το αναιρεθέν κεφάλαιο, το οποίο επανεκδικάζεται στο σύνολό του, χωρίς να δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και εκτιμήσεις της αναιρεθείσας, ούτε από τις υποδείξεις της αναιρετικής ως προς τα ελλείποντα στοιχεία [ΑΠ 886/2017 ΝΟΜΟΣ, Κονδύλης, σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, σελ. 512 αρ. 4]. Αν η αναιρεθείσα απόφαση έχει εκδοθεί από το Εφετείο, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ακόμη κι αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41 51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο, είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ 145).

Νόμιμα ο εφεσίβλητος, με την από 20.2.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2024 κλήση του και μετά την έκδοση της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, επαναφέρει προς συζήτηση την από 21.11.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2019 έφεση της καθ’ ης η κλήση - εκκαλούσας εταιρείας «…». Η εν λόγω από 21.11.2019 έφεση είχε, αρχικά, συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στις 3.12.2020, το οποίο ακολούθως εξέδωσε τη με αριθμό 1340/2021 απόφασή του, δυνάμει της οποίας είχε γίνει δεκτή η έφεση κατά της με αριθμό 2411/2019 εκκαλουμένης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 17.10.2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2014 αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, ενώ είχε απορριφθεί ως προς τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους … … και … … Με την προαναφερόμενη και με αριθμό 1462/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε αμετάκλητα ότι η επίδικη από 17.10.2014 αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς το αίτημα ακυρωσίας της απόφασης της από 30.6.2014 γενικής συνέλευσης της πρώτης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας επί των θεμάτων 1 - 3, 6 και 8 - κρίθηκε αόριστη μόνο ως προς το θέμα 4 - και αναιρέθηκε, κατά το μέρος αυτό, η με αριθμό 1340/2021 απόφαση του Εφετείου, η οποία, αφού είχε εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση είχε, ακολούθως, απορρίψει την αγωγή, εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως μη νόμιμη, ως προς το μεταβιβασθέν κεφάλαιο του διαπλαστικού της αιτήματος περί ακυρωσίας της από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας εταιρείας. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I ως άνω νομική σκέψη, δυνάμει της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου και μόνο ως προς το μέρος που αναίρεσε την 1340/2021 απόφαση, αφενός αναβιώνει η εκκαλουμένη και με αριθμό 2411/2019 πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής από 21.11.2019 έφεση, η οποία θα κριθεί πάλι από το παρόν Δικαστήριο, ως προς τους προβληθέντες λόγους έφεσης, πλην του 5ου λόγου αυτής περί αοριστίας και νομικής βασιμότητας της αγωγής ως προς τα θέματα 1-3, 6 και 8 της από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης, δεσμευόμενο για το αμετάκλητα επιλυθέν με την αναιρετική απόφαση νομικό ζήτημα της αοριστίας και νομικής βασιμότητας της αγωγής, κριθείσα κατά τα ως άνω αμετάκλητα ορισμένη και νομικά βάσιμη και αφετέρου η με αριθμό 1340/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου κατέστη, πλέον, αμετάκλητη, ως προς το ότι η αγωγή είναι αόριστη κατά το μέρος που με αυτήν ο ενάγων αιτήθηκε την ακυρωσία του θέματος 4 της επίδικης απόφασης της ΓΣ της εκκαλούσας εταιρείας.

Μετά ταύτα, η υπό κρίση από 21.11.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2019 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης κατά της με αριθμό 2411/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου [άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ], στις 21.11.2019 και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 23.10.2019 (βλ. την από 23.10.2019 βεβαίωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών … …) και εισάγεται αρμόδια προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο των 150 ευρώ (βλ. συνημμένο στο εφετήριο e-παράβολο με αριθμό .../2019), η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται και στην από 21.11.2019 έκθεση κατάθεσης της έφεσης, ως προς το οποίο σημειώνεται, ότι δεν αναιρέθηκε η προσβληθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που την έκρινε τυπικά δεκτή.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17.10.2014 αγωγή, ο ενάγων εξέθετε ότι είναι μέτοχος της πρώτης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, μη εισηγμένης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, ανώνυμης εταιρείας, η οποία, από την ίδρυσή της, το έτος 1962, δραστηριοποιείται στην παρασκευή και εμπορία καλλυντικών ειδών και λοιπών ειδών καλλωπισμού και το μετοχικό κεφάλαιό της ανέρχεται σήμερα, κατόπιν διαδοχικών αυξήσεων με αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, στο ποσό των 2.645.772 ευρώ, διαιρούμενο σε 881.924 ονομαστικές μετοχές, αξίας τριών (3) ευρώ η καθεμία, με δικαίωμα μίας ψήφου η καθεμία, οι οποίες δεν έχουν μεγάλη διασπορά. Ότι αυτός κατέχει 115.976 ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούν στο 13,15% του μετοχικού κεφαλαίου. Ότι έως τον μήνα Μάιο του 2003 συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου, αποχώρησε δε, γιατί οι λοιποί μέτοχοι, δηλαδή οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, … … … … και ο, τότε, πλειοψηφών μέτοχος … …, του ζήτησαν να αποχωρήσει από το ΔΣ, όπως και έκανε, κατοικώντας έκτοτε στο εξωτερικό [Ρουμανία], χωρίς να έχει πρόσβαση στις μη δημοσίως διαθέσιμες πληροφορίες της εταιρείας και χωρίς να του δίδεται από τους ανωτέρω μετόχους, που ενεργούν συντονισμένα, τόσο σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, όσο και σε επίπεδο γενικής συνέλευσης, οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενημέρωση για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, παρότι ο ίδιος, με τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις, παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ενεχύρασης τίτλων - ονομαστικών μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου, που συνάφθηκαν τα έτη 1997 και 2000 αντίστοιχα, αφενός μεν εγγυήθηκε προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την πληρωμή από την εταιρεία της πίστωσης μέχρι του ποσού των 1.540.719 ευρώ, που έλαβε αυτή από την ΕΤΕ, ενεχόμενος εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτης, αφετέρου δε, προς εξασφάλιση της απαίτησης αυτής της ΕΤΕ, συνέστησε υπέρ αυτής ενέχυρο στον αναφερόμενο στην αγωγή τίτλο αμοιβαίου κεφαλαίου ιδιοκτησίας του, του οποίου η αξία, ενδεικτικά, στις 14.10.2014, ήταν 38.611,80 ευρώ και εξουσιοδότησε ανέκκλητα την ΕΤΕ να τον εισπράττει, χωρίς άλλη διατύπωση. Ότι από τον Απρίλιο του 2013, όταν ο πλειοψηφών μέτοχος … … τους μεταβίβασε αιτία δωρεάς τις μετοχές του, οι εναγόμενοι … … … … είναι μέτοχοι που κατέχουν πλέον του 86,50% του μετοχικού κεφαλαίου, καθόσον έκαστος είναι δικαιούχος 381.852 και 381.851 μετοχών αντίστοιχα και διοικούν την εταιρεία, όντες μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτής, με τις ιδιότητες, ο μεν πρώτος του Προέδρου του Δ.Σ και Συνδιευθύνοντος Συμβούλου, ο δε δεύτερος του Αντιπροέδρου του Δ.Σ και του επίσης Συνδιευθύνοντος Συμβούλου. Ότι κατά τα έτη 2006 έως 2013, τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας, σύμφωνα με τα νομίμως δημοσιευμένα στοιχεία της στο ΦΕΚ [τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ], είναι τα αναφερόμενα στον πίνακα που παρατίθεται στην αγωγή, στον οποίο αναφέρονται αναλυτικά για κάθε έτος: η αξία των πωλήσεων της εταιρείας, το ύψος των εξόδων διοικητικής λειτουργίας αυτής, τα καθαρά κέρδη χρήσης, τα κέρδη προς διάθεση, οι αμοιβές του Δ.Σ, τα διανεμηθέντα μερίσματα και η σχέση, ως ποσοστό επί τοις 100, των αμοιβών του Δ.Σ προς τα κέρδη χρήσης, των αμοιβών του Δ.Σ προς τα κέρδη προς διάθεση, των διανεμηθέντων μερισμάτων προς τα κέρδη χρήσης και των διανεμηθέντων μερισμάτων προς τα κέρδη προς διάθεση. Ότι, κατόπιν πρόσκλησης, συγκλήθηκε τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, στις 30.6.2014, ημέρα Δευτέρα και ώρα 14.00, στην έδρα αυτής στο Μαρούσι Αττικής, προκειμένου να συζητηθούν και να ληφθεί απόφαση επί των διαλαμβανομένων στην αγωγή εννέα θεμάτων ημερήσιας διάταξης και ειδικότερα: 1. υποβολή και έγκριση έκθεσης του Δ.Σ για τη χρήση 2013, 2. υποβολή και έγκριση έκθεσης ελεγκτών για τη χρήση 2013, 3. υποβολή και έγκριση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2013, 4. υποβολή και έγκριση ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2012 και έκθεσης Δ.Σ, 5. υποβολή και έγκριση ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2013 και έκθεσης Δ.Σ, 6. απαλλαγή των μελών του Δ.Σ και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη για τη χρήση 2013, 7. εκλογή τακτικών και αναπληρωματικών ελεγκτών για τη χρήση 2014 και καθορισμός της αμοιβής τους, 8. έγκριση αμοιβών Δ.Σ για τη χρήση 2013 και 9. διάφορα θέματα. Ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της παραπάνω γενικής συνέλευσης, τα οποία κατατέθηκαν στο αρχείο του ΓΕΜΗ στις 18.7.2014 με αριθμό …, σε αυτήν παρευρέθησαν οι εναγόμενοι μέτοχοι … … … … μέλη του Δ.Σ της εταιρείας, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, εκπροσωπώντας πλέον του 86,5% του μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίοι, κατόπιν ψηφοφορίας, αποφάσισαν: (α) έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2013 (1° έως 3° θέματα ημερήσιας διάταξης), (β) την έγκριση των ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2013 (4° θέμα ημερήσιας διάταξης), (γ) την απαλλαγή των μελών του Δ.Σ και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη αποζημίωσης για τη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων και την εν γένει άσκηση των καθηκόντων τους κατά την εταιρική χρήση 2013, καθώς και την επικύρωση των αμοιβών των μελών του Δ.Σ για την ίδια εταιρική χρήση (6° και 8° θέματα της ημερήσιας διάταξης) και (δ) την εκλογή των ελεγκτών ως και τον καθορισμό της αμοιβής τους για τη χρήση 2014 (7° θέμα της ημερήσιας διάταξης), ενώ δεν εισήχθη τελικά προς έγκριση, λόγω μη κατάρτισης των ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2013 και έκθεσης Δ.Σ και, ως εκ τούτου, δεν λήφθηκε απόφαση, επί του σχετικού 5ου θέματος της ημερήσιας διάταξης. Ότι, ειδικότερα, αποφασίστηκε η έγκριση της από 30.4.2014 απόφασης του Δ.Σ για διάθεση των καθαρών κερδών της χρήσης 2013, η οποία έχει ως εξής: 341.978,74 ευρώ είναι τα καθαρά κέρδη της χρήσης 1.1 – 31.12.2013, συν το υπόλοιπο κερδών της προηγούμενης χρήσης εξ 6.149.077,46 ευρώ, μείον οι διαφορές φορολογικού ελέγχου προηγούμενων χρήσεων εκ 232.654,16 ευρώ, μείον ο αναλογών φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων εκ 182.374,90 ευρώ, μείον οι λοιποί, μη ενσωματωμένοι στο λειτουργικό κόστος, φόροι εκ 4.263,84 ευρώ, ίσον κέρδη 6.071.763,30 ευρώ, το οποίο ποσό διατέθηκε ως ακολούθως: τακτικό αποθεματικό ίσον 15.000 ευρώ, διανομή πρώτου μερίσματος ίσον 100.000 ευρώ, αμοιβές από ποσοστά μελών Δ.Σ. ίσον 240.000 ευρώ, υπόλοιπο κερδών εις νέον ίσον 5.176.763,30 ευρώ, σύνολο ίσον 6.071.763,30 ευρώ. Ότι, οι αποφάσεις της από 30.6.2014 γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, επί των 1ου ως 4ου, 6ου και 8ου επιμέρους θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως, είναι ακυρώσιμες, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 35 α' παρ. 2 περιπτ. β' ΚΝ 2190/1920, καθόσον λήφθηκαν κατά κατάχρηση της εξουσίας των μετόχων της πλειοψηφίας. Ότι, ειδικότερα, οι μέτοχοι που συγκρότησαν τη συνέλευση, δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, ενήργησαν καταχρηστικά κατά την ψηφοδοσία, η δε καταχρηστικότητα αυτή των ψήφων τους, ως μονομερών δηλώσεων βουλήσεως, μετασχηματίζεται σε καταχρηστικότητα και ακυρωσία της απόφασης της ίδιας της Γ.Σ, με την οποία εκφράζεται η βούληση του νομικού προσώπου της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, διότι, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων, της υποχρέωσης πίστης και της αρχής της αναλογικότητας, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι έχουν τον πλήρη διοικητικό έλεγχο της εταιρείας, ως πλειοψηφούντες μέτοχοι, δρώντας ανήθικα, γιατί εκμεταλλεύονται την εξουσιαστική θέση ισχύος τους έναντι των λοιπών μετόχων για να αντλήσουν αθέμιτα πλεονεκτήματα, βάσει συντονισμένου σχεδίου και στοχευμένα προς βλάβη της μειοψηφίας και καταχρώμενοι την ιδιότητά τους ως μέλη του Δ.Σ της εταιρείας, ενέκριναν τις οικονομικές καταστάσεις αυτής για τη χρήση 1.1 – 31.12.2013, διά της οποίας εγκρίσεως: 1] άντλησαν άμεσα και έμμεσα οικονομικά οφέλη από τα κέρδη της εταιρείας και αθέμιτα πλεονεκτήματα σε βάρος του ενάγοντος, ο οποίος είναι απλός μέτοχος και εισέπραξαν έτσι οι ίδιοι μέρισμα έμμεσα, υπό μορφή υπέρογκης αμοιβής τους ως μέλη του ΔΣ αλλά και συγκεκαλυμμένα, δια της αδικαιολόγητης και τεχνητής διόγκωσης των εξόδων διοικητικής λειτουργίας της εταιρείας, αποκομίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο (υπό μορφή υπέρογκων αμοιβών και δήθεν διοικητικών εξόδων) οφέλη σε βάρος της εταιρείας και του ιδίου, καθόσον με τις εγκριθείσες οικονομικές καταστάσεις: α) χορηγήθηκε στα μέλη του ΔΣ αμοιβή σε ποσοστά από τα κέρδη, ύψους 240.000 ευρώ, που είναι υπέρογκη, συγκρινόμενη με τα ποσά των αμοιβών που εγκρίνονταν κατά πάγια πρακτική για την ίδια αιτία στις παρελθούσες χρήσεις των ετών 2006 έως 2009, καθόσον για τις χρήσεις 2006 - 2009 εγκρίθηκαν αμοιβές ανερχόμενες ετησίως σε ποσοστό 8,58%, 5,26% και 9,58% επί των κερδών εκάστης χρήσης και κατά μέσο όρο στο ποσό των 132.500 ευρώ, ενώ από το έτος 2010 αίφνης τα ποσά των αμοιβών αυτών αυξήθηκαν και συγκεκριμένα ανήλθαν σε ποσοστά 141,1%, 37,18% και 70,18% επί των κερδών εκάστης χρήσης, για τα έτη 2010, 2011 και 2013 (το 2012 δεν δόθηκαν αμοιβές), αντίστοιχα και κατά μέσο όρο στο ποσό των 292.500 ευρώ, παρόλο που τα κέρδη κατά τις χρήσεις αυτές έβαιναν μειούμενα σε σχέση με τα κέρδη των χρήσεων 2006 - 2009, όπως ειδικότερα αναφέρεται στον περιεχόμενο στην αγωγή ανωτέρω πίνακα και β) εγγράφηκαν διοικητικά έξοδα λειτουργίας της εταιρείας ύψους 2.848.425,01 ευρώ, τα οποία είναι τεχνητώς διογκωμένα, συγκρινόμενα και με τα αντίστοιχα ποσά, που είχαν εγκριθεί για τις χρήσεις 2006 - 2009, καθόσον κατά τις παρελθούσες χρήσεις των ετών 2006 - 2009 αυτά παρέμεναν σταθερά ή έβαιναν ελαφρώς μειούμενα κατά ποσό, ενώ εντός των ετών 2011 – 2013 αυξήθηκαν κατά συνολικό ποσό 850.000 ευρώ περίπου και συγκεκριμένα από 2.007.116,63 ευρώ το έτος 2011 ανήλθαν σε 2.848.425,01 το έτος 2013, ενώ οι πωλήσεις της εταιρείας μειώθηκαν από 28.412.167,86 ευρώ το έτος 2011 σε 27.466.714,89 ευρώ το έτος 2013, 2) ενώ το άρθρο 35 του καταστατικού της εναγόμενης εταιρείας προβλέπει ρητά τη διανομή στους μετόχους πρώτου μερίσματος, μετά τον σχηματισμό του προβλεπόμενου από τον νόμο τακτικού αποθεματικού, σε ποσοστό 6% τουλάχιστον επί του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή σε ποσοστό 35% επί των καθαρών κερδών, εφόσον τούτο είναι μεγαλύτερο από το κατά τα πιο πάνω διανεμητέο, τηρουμένων των διατάξεων του Α.Ν 148/1967 και των Ν. 876/1979, 2573/1999 και 2789/2000, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της πάγιας πρακτικής, που ακολουθείτο κατά τα έτη 2006 - 2009 για τη διανομή πρώτου μερίσματος και σε συνέχεια της καταχρηστικής πρακτικής, που άρχισε να ακολουθείται από το έτος 2010, ασκήθηκε καταχρηστικά η παρεχόμενη από το άρθρο 3 ΑΝ 148/1967 δυνατότητα της ΓΣ να αποφασίσει, με την ορισμένη στο άρθρο αυτό πλειοψηφία, τη μη διανομή πρώτου μερίσματος και έτσι: α) εγκρίθηκε διανομή μερίσματος στους μετόχους μόνο ποσού 100.000 ευρώ, επί των συνολικών προς διάθεση κερδών της χρήσης 1.1 – 31.12.2013, το ύψος των οποίων ανήλθε για τη χρήση αυτή, μετά από αφαίρεση του ποσού για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και συμπεριλαμβανομένων και των κερδών, που είχαν μεταφερθεί από προηγούμενες χρήσεις, σε 6.056.763,30 ευρώ. Συγκεκριμένα, το διανεμηθέν μέρισμα για την εταιρική χρήση 1.1 – 31.12.2013, ποσού 100.000 ευρώ, συγκρινόμενο με τα ποσά μερισμάτων που διανέμονταν κατά τις χρήσεις 2006 - 2009, αντιστοιχεί σε ποσοστό μόλις 1,65% των συνολικώς διαθέσιμων προς διανομή κερδών της συγκεκριμένης χρήσης, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφερθέντων από προηγούμενες χρήσεις κερδών και σε ποσοστό 29,24% επί των καθαρών κερδών της χρήσης 1.1 – 31.12.2013, ενώ τα διανεμηθέντα μερίσματα των χρήσεων 2006 - 2009 ανήλθαν στα ποσά των 413.000, 869.000, 464.000 και 697.000 ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή σε ποσοστό 23,61%, 25,40%, 22,23% και 24,94%, αντίστοιχα, για καθένα από τα παραπάνω έτη, επί των καθαρών κερδών εκάστης εταιρικής χρήσης και σε ποσοστό 13,33%, 17,63%, 9,14% και 11,16%, αντίστοιχα, για καθένα από τα παραπάνω έτη, επί των συνολικά διαθέσιμων κερδών, ενώ αποτελεί συνέχεια της "πολιτικής" διανομής μερισμάτων, που ακολουθήθηκε από τους πλειοψηφούντες μετόχους από το 2010 και εφεξής, η οποία παραβιάζει προδήλως την αρχή της αναλογικότητας, στα πλαίσια της οποίας πολιτικής και για τρεις συνεχόμενες εταιρικές χρήσεις, δηλαδή από το έτος 2010 έως το έτος 2012, δεν διανεμήθηκαν καθόλου μερίσματα, αν και τα καθαρά κέρδη χρήσης των ετών αυτών ήταν 233.884,42, 1.614.303,73 και 1.077.307,25 ευρώ, αντίστοιχα και τα κέρδη διατίθεντο σε κρατήσεις ποσών για τον σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και στη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του Δ.Σ, το δε υπόλοιπο ποσό μεταφερόταν σε νέα εταιρική χρήση. Ότι αυτή η συνεχιζόμενη σε περισσότερες εταιρικές χρήσεις πρακτική έχει ουσιαστικά ως συνέπεια να μην διανέμονται σε ανάλογη με τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας κλίμακα μερίσματα στους έχοντες τη σχετική προσδοκία μετόχους, αλλά να παραμένουν αυτά υπό τον έλεγχο και την εξουσία διάθεσης του ΔΣ και να απαξιώνεται η αξία των μετοχών του ιδίου, αφού δεν εισπράττεται μέρισμα από αυτές, το οποίο δικαίωμα (λήψης μερίσματος) αποτελεί το κυριότερο περιουσιακό δικαίωμα, που απορρέει από τη μετοχική σχέση, το οποίο έχει ως συνέπεια την αδυναμία να μεταβιβασθούν οι μετοχές του, λόγω της έλλειψης αγοραστικού ενδιαφέροντος, επειδή δεν αποδίδουν μέρισμα. Ότι τη μη διανομή των νομίμων μερισμάτων καθιστά ακόμη καταχρηστικότερη η εξακολούθηση της δέσμευσής του για τα χρέη της εταιρείας με τα ανωτέρω εμπράγματα και προσωπικά βάρη που έχει αναλάβει, από τα οποία η εταιρεία αρνείται να τον απελευθερώσει, σε συνδυασμό με την άρνησή της να τον ενημερώνει για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Ότι, περαιτέρω, η ανωτέρω απόφαση των μετόχων της γενικής συνέλευσης της εταιρείας να μεταφέρει σε επόμενη χρήση το σύνολο σχεδόν των συνολικώς προς διάθεση κερδών της χρήσης 1.1 – 31.12.2013, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφερθέντων από προηγούμενες χρήσεις κερδών, ποσού 5.716.763,30 ευρώ, ληφθείσα κατά κατάχρηση του δικαιώματος των πλειοψηφούντων μετόχων της, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, οι οποίοι είναι και μέλη του Δ.Σ αυτής, συνιστά παράβαση, όχι μόνον του άρθρου 35 α' παρ. 2 περ. β' ΚΝ 2190/1920, αλλά και των διατάξεων των άρθρων 281, 914 και 919 του ΑΚ, από την οποία υπέστη ζημία, συνιστάμενη στο ποσό του μερίσματος, που θα είχε λάβει, αν ο αποθησαυρισμός των προς διάθεση κερδών είχε γίνει βάσει των οριζομένων στο άρθρο 35 του καταστατικού της εταιρείας ή με βάση εμπορικώς δικαιολογημένα κριτήρια και το οποίο ποσό, υπολογιζόμενο βάσει των οριζομένων στο άρθρο 35 του καταστατικού της εταιρείας, ανέρχεται σε 265.619,38 ευρώ, μετά από αφαίρεση και του ποσού των 13.150,33 ευρώ, που αυτός ήδη έλαβε (κατά το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο) για τη χρήση αυτή ως μέρισμα, άλλως και επικουρικώς, υπολογιζόμενο βάσει της παγίως ακολουθούμενης πρακτικής της τετραετίας 2006 - 2009, κατά την οποία ο μέσος όρος των διανεμηθέντων μερισμάτων ανήλθε σε 12,82% επί των συνολικώς προς διάθεση κερδών, ανέρχεται σε 88.959,03 ευρώ, μετά από αφαίρεση του προαναφερόμενου ποσού, που αυτός ήδη έχει λάβει. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, αιτήθηκε, κατόπιν παραδεκτής μερικής μετατροπής του ποσού του αιτήματος του για αποζημίωση από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό: 1) να ακυρωθούν κατ' άρθρο 35 α' παρ. 2 περ. β' ΚΝ. 2190/1920 οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, της 30.6.2014, επί των 1ου έως 4ου, 6ου και 8ου θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως αυτής και 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 88.959,03 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται επιπλέον να του καταβάλουν και το ποσό των 176.660,35 ευρώ, άλλως, επικουρικά, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 88.959,03 ευρώ για αποζημίωσή του, νομιμότοκα σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη και με αριθμό 2411/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία διορθώθηκε με τη με αριθμό 3516/2020 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των … … … … ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτών, απορρίφθηκε το αίτημα της αγωγής για καταβολή αποζημίωσης ως μη νόμιμο και, αφού έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της εκκαλούσας εταιρείας, ακυρώθηκαν οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εκκαλούσας της 30ης.6.2014 ως προς τα θέματα 1-4, 6 και 8 αυτής.

II. Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας για τις ελαττωματικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης τροποποιήθηκε με τον ν. 3604/2007. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 35α, 35β και 35γ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση με τα άρθρα 42-44 του ν. 3604/2007, αναμορφώθηκε το καθεστώς της ακυρότητας, της ακυρωσίας και του ανυπόστατου των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης των μετόχων ανώνυμης εταιρείας (άρθρο 42 Αιτιολογικής Έκθεσης στο σχέδιο νόμου «Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημενού νόμου 2190/1920 ανωνύμων εταιριών-Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των Οδηγιών a) 2006/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 και β) 2003/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2003»), με τον επαναπροσδιορισμό των ελαττωμάτων, που επιφέρουν την ακυρότητα της απόφασης ή την ακυρωσία αυτής. Με τη νέα ρύθμιση περιορίστηκαν οι περιπτώσεις που η ελαττωματικότητα μίας απόφασης της Γ.Σ. μπορεί να συνίσταται στην ακυρότητά της και εντάχθηκαν σε αυτήν οι μείζονος βαρύτητας περιπτώσεις, ενώ διευρύνθηκαν αντίστοιχα οι λόγοι, για τους οποίους μια τέτοια απόφαση μπορεί να είναι ακυρώσιμη. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 35α, προβλέπονται τέσσερις (4) κατηγορίες ακυρώσιμων αποφάσεων: α) αποφάσεις που ελήφθησαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό, β) αποφάσεις που ελήφθησαν από Γ.Σ. που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, γ) αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 και δ) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 35β, προβλέπονται δύο κατηγορίες άκυρων αποφάσεων: α) αποφάσεις που με το περιεχόμενό τους παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό και β) αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς να προηγηθεί η σύγκληση της Γ.Σ. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ακυρότητας των αποφάσεων της Γ.Σ., η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εντός προθεσμίας ενός έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή από την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο (άρθρο 35β παρ. 4α του κ.ν. 2190/1920, ως τροπ. με το άρθρο 43 του ν. 3604/2007). Συνεπώς, μέχρις επικλήσεως της ακυρότητας, η απόφαση παράγει πλήρως την ενέργεια αυτής, ενώ παραίτηση των υπέρ ων ετάχθη από την επίκληση αυτής, ισοδυναμεί με ίαση της άκυρης απόφασης [ΑΠ 214/2022 ΝΟΜΟΣ].

III. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, όπως προπάντων συμβαίνει, όταν δημιουργήθηκε στον οφειλέτη η εύλογη πεποίθηση ότι τελικά δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη, όμως, η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρύ χρόνο και πάντως μικρότερο από εκείνον της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 613/2008, ΑΠ 701/2009). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα, που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1321/2011, ΑΠ 1507/2011 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα επαναφέρει και την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένστασή της περί του ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 35Α παρ. 7 ν. 2190/1920 τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, εντός της οποίας η μειοψηφία μπορεί να προσβάλλει την ακυρώσιμη απόφαση της ΓΣ, είχε εκπνεύσει κατά την άσκηση της αγωγής και ειδικότερα ως προς το μέρος του συνολικού κονδυλίου των 5.716.763,30 ευρώ, το οποίο αποτελείτο και είχε ενσωματώσει κέρδη παλαιότερων χρήσεων, καθώς, κατά την εκκαλούσα, «το μόνο σκέλος του σχετικού κονδυλίου που επιτρέπεται να προσβληθεί είναι το σκέλος που αφορά στα κέρδη της συγκεκριμένης χρήσης επί της διανομής ή μη, των οποίων λαμβάνεται η σχετική απόφαση».

Ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 1γ και δ, 44Α και 45 ν. 2190/1920, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας εταιρείας, αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίσει τη διάθεση των κερδών της εταιρείας είναι η γενική συνέλευση αυτής, η οποία ωστόσο περιορίζεται κατά τη λήψη της απόφασής της ως προς την αφαίρεση του ποσού για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, ως προς το ελάχιστο μέρισμα που πρέπει υποχρεωτικά να διανείμει, σύμφωνα με το άρθρο 3 ΑΝ 148/1967, όσο και ως προς το ανώτατο όριο του διανεμόμενου μερίσματος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 44Α παρ. 2 ν. 2190/1920. Άλλος περιορισμός από τον νόμο δεν προκύπτει και σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει περιορισμός ως προς το ότι η γενική συνέλευση υποχρεωτικά διανέμει μόνο τα καθαρά κέρδη της οικείας χρήσης, όπως η εκκαλούσα ισχυρίζεται με τον ερευνώμενο λόγο έφεσης, έτσι ώστε να συνάγεται το συμπέρασμα, ότι η γενική συνέλευση αδυνατεί να αποφασίσει νόμιμα διάθεση κερδών εις νέον, προηγούμενων χρήσεων, τα οποία έχουνε κεφαλαιοποιηθεί ως αυτούσια λογιστική εγγραφή στον ισολογισμό της εταιρείας. Μάλιστα, ρητά, η διάταξη του άρθρου 44Α παρ. 2 προβλέπει, ότι «το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει προσαυξημένο με τα κέρδη που προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις», επομένως, ο νόμος προβλέπει και δεν απαγορεύει την εν λόγω δυνατότητα, της οποίας και έκανε χρήση η γενική συνέλευση της εκκαλούσας, όπως προκύπτει από το 30.6.2014 πρακτικό συνεδρίασής της, όπου ρητά αναφέρεται «... Ακολούθως η γενική συνέλευση κατόπιν διαλογικής συζήτησης ενέκρινε την προταθείσα από το διοικητικό συμβούλιο δια της από 30.04.2014 αποφάσεώς του διάθεση του ποσού το οποίο αποτελεί τα κέρδη της χρήσης 2013 εκ 341.978,74 ευρώ συν το υπόλοιπο κερδών της προηγούμενης χρήσης εξ 6.149.077,46 ευρώ ...». Με βάση τις ως άνω σκέψεις και με δεδομένο ότι υφίσταται κατά τον νόμο ευχέρεια της γενικής συνέλευσης της εταιρείας να αποφασίσει συνολικά επί ποσών κερδών και από προηγούμενες χρήσεις, δεν είναι νομικά βάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι προσβλήθηκε εκπρόθεσμα, άλλως, δεν θα μπορούσε η εν λόγω απόφαση να προσβληθεί ως προς τα επιμέρους ενσωματωθέντα ποσά κερδών των προηγούμενων χρήσεων, καθώς αυτό ουσιαστικά θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε απόφαση γενικής συνέλευσης ως προς τα εν λόγω ποσά θα ήταν για πάντα νομικά απρόσβλητη, ισχυρισμός που δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, ούτε στο δίκαιο εν γένει. Όπως, περαιτέρω, προκύπτει, η υπό κρίση αγωγή περί ακυρωσίας λόγω καταχρηστικότητας της επίδικης απόφασης ασκήθηκε νόμιμα, εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς το ως άνω πρακτικό της γενικής συνέλευσης κατατέθηκε στο ΓΕΜΗ στις 18.7.2014, ενώ η αγωγή κατατέθηκε και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 17.10.2014. Κατά συνέπεια, η σχετική ένσταση της εκκαλούσας, περί εκπρόθεσμης άσκησης, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, όπως και ο ερευνώμενος πρώτος λόγος έφεσης.

Με τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται, ότι η εκκαλουμένη έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, κρίνοντας, αντίστοιχα, πλημμελώς, ότι «... η εκκαλούσα καταχρηστικά αποφάσισε τη διανομή μερίσματος ποσού μόνο 100.000 ευρώ και συγχρόνως τη μεταφορά του υπολοίπου ποσού του λογαριασμού κέρδη προς διάθεση - στα οποία συμπεριλαμβάνονταν κέρδη προηγούμενων χρήσεων - στην επόμενη χρήση ...», ότι η εκκαλουμένη υπεισήλθε και καθ’ υπέρβαση του νόμου, προφανώς, σε κρίση περί της οικονομικής και επιχειρηματικής λειτουργίας της εταιρείας και σε έλεγχο σκοπιμότητας των αποφάσεων της διοίκησης και των γενικών συνελεύσεών της, ως προς το ύψος των διοικητικών εξόδων και των δοθεισών αμοιβών στα μέλη του ΔΣ … … … …, όπως, κατά την ανάπτυξη του τρίτου λόγου έφεσης, οι σχετικές σκέψεις της εκκαλουμένης αναλύονται στις σελίδες 18, 19 και 20 αυτής και, ως προς τις δοθείσες αμοιβές, στον τέταρτο επίσης λόγο έφεσης. Η εκκαλούσα, ειδικότερα, παραπονείται κατά της απόρριψης των πρωτόδικα προβληθέντων αντίστοιχων ισχυρισμών της, εκθέτοντας: α] Ότι «... η επίδικη απόφαση της γενικής συνέλευσης για μεταφορά του υπολοίπου των κερδών εκάστης χρήσης στο λογαριασμό εις νέον και η συντηρητική διανομή μερισμάτων εντάσσεται σε μια γενικότερη πρακτική της ίδιας προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της για λόγους αυτοχρηματοδότησης, για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας εν γένει και ιδιαίτερα εν μέσω της οικονομικής κρίσης κατά χρόνο που οι δυνατότητες τραπεζικού δανεισμού ιδίως κατά την ερευνώμενη οικονομική χρήση 2013 ήταν εξαιρετικά δύσκολες και περιορισμένες, αν όχι αδύνατες και αφετέρου για την εξεύρεση των απαραίτητων κεφαλαίων, ώστε να προχωρήσει η εταιρία στις απαραίτητες επενδύσεις που θα της εξασφάλιζαν την ανάπτυξή της τόσο στην αγορά καλλυντικών στην Ελλάδα όσο και στις αγορές του εξωτερικού στις οποίες έχει εισχωρήσει, λόγοι για τους οποίους αποδεικνύεται το εύλογο από εμπορικής άποψης της επιχειρηματικής επιλογής της και η εξυπηρέτηση αποκλειστικά του εταιρικού της συμφέροντος...», β] Ότι «... η επίδικη απόφαση διανομής συγκεκριμένου μερίσματος και μεταφοράς του υπολοίπου κερδών προς διάθεση στα αποτελέσματα εις νέον αποτελεί μια καθαρά επιχειρηματική επιλογή και απόφαση της πλειοψηφίας των μετόχων σε σχέση με την οικονομική λειτουργία της εταιρίας και με γνώμονα το εταιρικό συμφέρον και την απρόσκοπτη λειτουργία και βιωσιμότητα της υποκείμενη σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο ...» και γ] Ότι «... οι αμοιβές των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας δόθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και ειδικότερα του άρθρου 24 ν. 2190/1920 και το ύψος τους ανταποκρίνεται πλήρως σε αντίστοιχη παρεχόμενη εργασία τους προς την εταιρία, η οποία δεν περιορίζεται μόνο σε θέματα εταιρικής διαχείρισης και είναι απολύτως εύλογη και αντίστοιχη των υπηρεσιών τους ...». Οι ως άνω λόγοι έφεσης θα εξετασθούν παρακάτω και κατ’ ουσίαν.

IV. Από τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην κατ' έφεση δίκη κατά κανόνα επιτρέπεται σε κάθε διάδικο να επικαλεστεί και προσκομίσει νέα αποδεικτικά μέσα (εξέταση νέων μαρτύρων υπό προϋποθέσεις, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω άρθρο), κατ’ εξαίρεση όμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τέτοια μέσα ως απαράδεκτα, αν κρίνει ότι ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 106, 237, 245 παρ.1, 520 παρ.1, 522, 524 παρ.1, 533 παρ.1 και 535 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγονται τα εξής: Η επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων, όχι μόνο εκ μέρους του εφεσιβλήτου, αλλά και εκ μέρους του εκκαλούντος, μπορεί να γίνει με τις ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του κατ’ ουσία βασίμου του λόγου εφέσεως, ότι η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει σφάλμα σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων [ΑΠ 1238/2000 ΕλΔνη 2002, 106]. Η απαγόρευση του jus novorum στην έκκλητη δίκη παραμερίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στην περίπτωση των νέων αποδεικτικών μέσων, καθώς, προς πληρέστερη αναζήτηση της αλήθειας, η πρωτοβάθμια κρίση ως προς τα ίδια αιτήματα και τους ίδιους πραγματικούς ισχυρισμούς μπορεί να ελεγχθεί από το εφετείο και με βάση αποδεικτικά μέσα, που δεν είχαν τεθεί υπόψιν του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου [ΑΠ 1238/2000 ο.π. ΑΠ 318/2011 ΕλΔνη 2013, 405]. Έτσι, αναφορά των μέσων αυτών στο εφετήριο δεν απαιτείται, ούτε χρειάζεται δικαιολόγηση της βραδείας προσκομιδής τους, το δε εφετείο δεν υποχρεώνεται να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την παραδοχή ή την απόκρουσή τους [ΑΠ 722/2016, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές, σελ. 176 και 177 με πλήθος νομολογιακών αναφορών].

Από την εκτίμηση του συνόλου των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφων, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004, 723), της με αριθμό …/2020 ένορκης βεβαίωσης της … … στη Συμβολαιογράφο Αθηνών … …, νόμιμα και εμπρόθεσμα ληφθείσας, κατόπιν κλήσης του εφεσίβλητου [βλ. τη με αριθμό …/25.11.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά … …], την οποία προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα, της με αριθμό …/2025 ένορκης βεβαίωσης … … στη Συμβολαιογράφο Αθηνών … …, νόμιμα και εμπρόθεσμα ληφθείσας, κατόπιν κλήσης του εφεσίβλητου [βλ. τις με αριθμούς …, …/30.1.2025 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά … …], την οποία προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα, μεταξύ, δε, των ως άνω αποδεικτικών μέσων, λαμβανομένων υπόψη και των προσκομιζομένων, το πρώτον, ενώπιον του Εφετείου, για τα οποία κρίνεται ότι δεν προσκομίζονται με πρόθεση στρεψοδικίας, ούτε ότι δεν προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω βαριάς αμέλειας [βλ. ως άνω υπό στοιχείο IV νομική σκέψη], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Συνομολογούνται από τα διάδικα μέρη, η ίδρυση της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας κατά το έτος 1962 από τον … …, οικογενειακής, υπό την έννοια ότι, τόσο το μετοχικό της κεφάλαιο ανήκει στην ίδια οικογένεια, όσο και τα μέλη του ΔΣ απαρτίζονται από μέλη της οικογένειας … καθώς και ο καταστατικός της σκοπός, επίσης ότι το μετοχικό της κεφάλαιο στις 30.6.2014, οπότε και έλαβε χώρα η επίδικη τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, ανερχόταν στο ποσό των 2.645.772 ευρώ, διαιρούμενο σε 881.924 ονομαστικές μετοχές, αξίας 3 ευρώ εκάστη. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ... … κατά τον ανωτέρω επίδικο χρόνο κατείχε κατά πλήρη κυριότητα 115.976 μετοχές, ήτοι ποσοστό 13,15% του μετοχικού κεφαλαίου της εκκαλούσας εταιρείας, ενώ μετά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στις 30.12.2014 εξακολουθεί να κατέχει το ίδιο ποσοστό, το οποίο αντιστοιχεί πλέον σε 122.415 ονομαστικές μετοχές, κατέχοντας, επομένως, το νόμιμο απαιτούμενο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης αγωγής ακύρωσης της από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας εταιρείας. Συνομολογείται, επίσης, ότι στις 3.6.2014 συνήλθε η τακτική γενική συνέλευση της εκκαλούσας εταιρείας, με τη σχετική από 2.6.2014 πρόσκληση προς τους μετόχους και ως προς τα ειδικότερα και ενδιαφέροντα για την παρούσα δίκη, θέματα ημερήσιας διάταξης: 1. υποβολή και έγκριση έκθεσης του Δ.Σ για τη χρήση 2013, 2. υποβολή και έγκριση έκθεσης ελεγκτών για τη χρήση 2013, 3. υποβολή και έγκριση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2013, 5. υποβολή και έγκριση ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2013 και έκθεσης Δ.Σ, 6. απαλλαγή των μελών του Δ.Σ και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη για τη χρήση 2013, 7. εκλογή τακτικών και αναπληρωματικών ελεγκτών για τη χρήση 2014 και καθορισμός της αμοιβής τους, 8. έγκριση αμοιβών Δ.Σ για τη χρήση 2013. Περαιτέρω και όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επίδικης γενικής συνέλευσης, τα οποία κατατέθηκαν στο αρχείο του ΓΕΜΗ στις 18.7.2014 με αριθμό …, σε αυτήν παρευρέθησαν μόνο οι μέτοχοι, μέλη του Δ.Σ της εταιρείας και συνδιευθύνοντες σύμβουλοι, … … … …, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, εκπροσωπώντας πλέον του 86,5% του μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίοι, κατόπιν εισήγησής τους και ακόλουθης ψηφοφορίας, αποφάσισαν: 1. Την έγκριση έκθεσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2013 (1° έως 3° θέματα ημερήσιας διάταξης), 2. την απαλλαγή των μελών του Δ.Σ και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη αποζημίωσης για τη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων και την εν γένει άσκηση των καθηκόντων τους κατά την εταιρική χρήση 2013, καθώς και την επικύρωση των αμοιβών των μελών του Δ.Σ για την ίδια εταιρική χρήση (6° και 8° θέματα της ημερήσιας διάταξης) και 3. την εκλογή των ελεγκτών ως και τον καθορισμό της αμοιβής τους για τη χρήση 2014 (7° θέμα της ημερήσιας διάταξης), ενώ δεν εισήχθη τελικά προς έγκριση, λόγω μη κατάρτισης, των ετήσιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της χρήσης 2013 και έκθεσης Δ.Σ. και, ως εκ τούτου, δεν λήφθηκε απόφαση επί του σχετικού θέματος της ημερήσιας διάταξης. Ειδικότερα, αποφασίστηκε η έγκριση της από 30.4.2014 απόφασης του Δ.Σ για διάθεση των καθαρών κερδών της χρήσης 2013 με κύκλο εργασιών 27.466.714 ευρώ, η οποία έχει ως εξής: 341.978,74 ευρώ είναι τα καθαρά κέρδη της χρήσης 1.1 – 31.12.2013, συν το υπόλοιπο κερδών της προηγούμενης χρήσης εξ 6.149.077,46 ευρώ, μείον οι διαφορές φορολογικού ελέγχου προηγούμενων χρήσεων εκ 232.654,16 ευρώ, μείον ο αναλογών φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων εκ 182.374,90 ευρώ, μείον οι λοιποί, μη ενσωματωμένοι στο λειτουργικό κόστος, φόροι εκ 4.263,84 ευρώ, ίσον κέρδη 6.071.763,30 ευρώ, το οποίο ποσό διατέθηκε ως ακολούθως: τακτικό αποθεματικό ίσον με 15.000 ευρώ, διανομή πρώτου μερίσματος ίσον με 100.000 ευρώ, αμοιβές από ποσοστά μελών Δ.Σ. ίσον με 240.000 ευρώ, υπόλοιπον κερδών εις νέον ίσον με 5.176.763,30 ευρώ, σύνολο ίσον με 6.071.763,30 ευρώ. Η βασική διαφωνία των διαδίκων έγκειται στο ότι, παρόλο που η γενική συνέλευση της εκκαλούσας αποφάσισε για τη διάθεση κερδών συνολικού ποσού 6.071.763,30 ευρώ, στο οποίο, όπως ήδη αναλύθηκε, είχαν ενσωματωθεί ποσά κερδών που είχαν μεταφερθεί εις νέον από παλαιότερες χρήσεις, διένειμε ποσό μερίσματος μόλις 100.000 ευρώ, ήτοι ποσοστό 1,65%, εκ του οποίου ο εφεσίβλητος μειοψηφών μέτοχος δικαιούται ποσό 13.150,33 ευρώ. Ο βασικός ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι ο υπολογισμός θα πρέπει να γίνει με βάση το ποσό κερδών της οικείας χρήσης, ήτοι το ποσό των 341.978,74 ευρώ και όχι το συνολικό ποσό των 6.071.763,30 ευρώ, είναι αβάσιμος, με δεδομένο ότι η ίδια η γενική της συνέλευση αποφάσισε να διαθέσει εκ του εν λόγω συνολικού ποσού - και όχι μόνο εκ των κερδών της οικείας χρήσης - και να διανείμει, όμως, ελάχιστο ποσό μερίσματος, συγκριτικά με τα ποσά που επιφύλαξε για τις αμοιβές των μελών ΔΣ για το 2013, προεγκριθέντος ποσού, 900.000 ευρώ, με την από 30.6.2013 απόφαση γενικής συνέλευσης, πλέον ποσού 240.000 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 1.140.000 ευρώ. Ως προς το εύλογο του ύψους των ως άνω αμοιβών του διοικητικού συμβουλίου, η εκκαλούσα προσκομίζει την από Νοεμβρίου 2020 ανάλυση αποδοχών μελών ομίλου εταιρειών της εταιρείας PWC Business Solutions ΑΕ, στην οποία, ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη εταιρείες και εισηγμένες στο χρηματιστήριο με τζίρους δισεκατομμυρίων και διανεμόμενα κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ [λχ ΟΠΑΠ, ΕΛΠΕ, Μύλοι Λούλη ΑΕ, Sarantis SA], κυρίως όμως ετερόκλητες εταιρείες διαφόρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, ωστόσο, αναφέρονται στη χρήση του 2019 και όχι σε αυτή του 2013. Οι εν λόγω εταιρείες δεν εμφανίζουν συγκρισιμότητα με την εκκαλούσα, ούτε ως προς τον κύκλο εργασιών, ούτε ως προς τα κέρδη, επομένως ούτε ως προς την αναλογία αυτών των μεγεθών, προκειμένου να αντληθούν αξιόλογα οικονομικά αποτελέσματα σε σχέση με την επίδικη διαφορά. Η μόνη εταιρεία στη σχετική αγορά με την εκκαλούσα είναι η εταιρία Papoutsanis SA, με τζίρο 31 εκ. ευρώ, ωστόσο, με κέρδη προ φόρων στο ποσό των 4 εκατομμυρίων ευρώ και ασφαλώς για τη χρήση του 2019 και όχι για την επίδικη. Έτσι, όμως, σημειώνεται, ότι ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΠΕ ΑΕ, με κύκλο εργασιών 8 δισεκατομμυρίων ευρώ και 413 εκατομμύρια ευρώ κέρδη έλαβαν, συνολικά και μάλιστα για το έτος 2019, ποσό 740.000 ευρώ, το οποίο είναι ενδεικτικό της δυσαναλογίας των επίδικων αμοιβών του 1.140.000 ευρώ για το έτος 2013 στους … … … …, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω οικονομικών αποτελεσμάτων της εκκαλούσας. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δήθεν έχει ληφθεί υπόψη η πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή της περιόδου 2013 - 2019 δεν είναι επαρκής, καθώς κατά το έτος 2013 η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν σε κρίσιμη φάση, εφαρμόζοντας αυστηρά μνημόνια και, σε κάθε περίπτωση, όχι συγκρίσιμη με το έτος 2019, οπότε η οικονομία είχε σταθεροποιηθεί. Περαιτέρω, ορθά επισημαίνεται από τον εφεσίβλητο, ότι το επίδικο ποσό των διοικητικών αμοιβών ύψους 1.140.000 ευρώ, δεν έχει ποσοτικοποιηθεί, ούτε αναλυθεί ως προς τις διάφορες παροχές σε είδος που το συναποτελούν, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο το ύψος των αμοιβών εκάστου εκ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, για τα οποία η ανωτέρω έκθεση, χωρίς στοιχεία, εξάγει συμπεράσματα με βάση τον μέσο όρο, διαιρώντας το συνολικό ποσό του 1.140.000 ευρώ με τον αριθμό των μελών, παρόλο που ο … … δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε το ίδιο ποσό με τον … …, όπως φαίνεται και από το αμέσως επόμενο πρακτικό 28.07.2015 της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της εκκαλούσας, από το οποίο προκύπτει ότι για τη χρήση 2014 οι … … … … είχαν λάβει από 425.000 ευρώ έκαστος, ενώ ο … … και έπειτα παραιτηθείς είχε λάβει 150.000 ευρώ, ως διοικητικές αμοιβές. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι η χορήγηση αμοιβών και άλλων παροχών υπέρ εκείνων των μελών διοικητικού συμβουλίου που είναι ταυτόχρονα και μέτοχοι, δεν αποδείχθηκε ότι αποτελεί συνήθη πρακτική στην αγορά, προφανώς, όμως, ελλείψει αποδειχθείσης έτερης αιτίας, η επιλογή αυτή εξηγείται και συνδέεται με το ότι τα συγκεκριμένα μέλη ανήκουν στον στενό πυρήνα της οικογένειας του ιδρυτή της εκκαλούσας εταιρείας καθώς δεν προέκυψαν αντίστοιχα ποσά σε άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της, έστω και με τη μορφή bonus. Οι ενόρκως βεβαιώνοντες υπέρ της εκκαλούσας … … κατέθεσαν γενικώς ως προς τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των … … … … που περιγράφουν τις συνήθεις απασχολήσεις επικεφαλής ΔΣ εταιρειών, χωρίς να καταθέτουν περί υπερβαίνουσας της συνήθους ή υπερβάλλουσας εργασίας των … … … …, όπως, εντελώς ενδεικτικά, θα ήταν η διαμονή επί μακρόν στο εξωτερικό ή η αποδεδειγμένη ανάπτυξη και επέκταση της εταιρείας σε νέες αγορές ή νέους επιχειρηματικούς τομείς. Περαιτέρω, ο εξ αυτών … …, ουδόλως εξήγησε, επαρκώς, τον λόγο, για τον οποίο, κατά το έτος 2013, οπότε και η ίδια η εκκαλούσα διατείνεται ότι πιεζόταν από την ελληνική οικονομική κρίση, ενώ τα κέρδη της χρήσης αυτής ήταν σχετικά χαμηλά, επέλεξε να καταβάλει τις παραπάνω δυσανάλογες διοικητικές αμοιβές στα μέλη του ΔΣ, ταυτόχρονα όμως να διανείμει ελάχιστο μέρισμα στους μετόχους, απόφαση, από την οποία θίγεται μόνο ο μειοψηφών εφεσίβλητος μέτοχος, … … Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, άλλωστε, η μείωση του διοικητικού κόστους συγκαταλέγεται στις πρώτες ενέργειες εξοικονόμησης πόρων των επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν οικονομική στενότητα. Η κατάθεση του ίδιου, επίσης, ουδόλως αποσαφήνισε τους λόγους, για τους οποίους, από το 2014 και έπειτα, αποφασίστηκε η διανομή πολλαπλάσιων ποσών μερίσματος στους μετόχους, καθώς, ως προς το αναφερόμενο ζήτημα της ανακαίνισης των παγίων και γραφείων της εταιρείας, προκύπτει ότι η εκκαλούσα διένειμε μερίσματα και κατά τη διάρκεια των ετών, κατά την οποία εξελισσόταν η ανακαίνιση των γραφείων της, σύμφωνα με το από 28.6.2018 πρακτικό της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας. Οι, δε, ανάγκες αυτοχρηματοδότησης της εκκαλούσας για επενδύσεις στο εξωτερικό, καθώς και οι ανάγκες ρευστότητας, διατυπώνονται εντελώς αόριστα, ούτε ειδικά προσδιορίσθηκαν, ούτε συνδέθηκαν με συγκεκριμένα εταιρικά οικονομικά περιστατικά της περιόδου εκείνης, ενώ, αντιφατικά, τελικά, η εκκαλούσα επικαλείται οικονομική ανασφάλεια λόγω οικονομικής κρίσης και συνεχώς μειούμενων πωλήσεων, η οποία δεν αποδείχθηκε. Από τις προσκομιζόμενες οικονομικές καταστάσεις της εκκαλούσας, ευχερώς προκύπτει ότι η εκκαλούσα, πέρα από ελάχιστη μείωση του τζίρου της, κατά τα έτη 2010 - 2012 έναρξης της οικονομικής κρίσης, εμφάνιζε πάντα κέρδη προς διάθεση, τα οποία, όπως ορθά επισημαίνει και η εκκαλουμένη απόφαση, ποτέ, μετά το έτος 2008, δεν έπεσαν κάτω από το ποσό των 5.000.000 ευρώ. Τα έτη, δε, 2010- 2012, παρά την κερδοφορία της, σταμάτησε να διανέμει μέρισμα στους μετόχους, ενώ παράλληλα οι διοικητικές δαπάνες και οι αμοιβές των μελών του διοικητικού συμβουλίου πολλαπλασιάστηκαν, σε σχέση με τις καταβληθείσες αντίστοιχες ετών 2006, 2007 και 2008. Χαρακτηριστικά, το έτος 2011 οι αμοιβές του ΔΣ ανήλθαν σε 600.000 ευρώ, χρονιά κατά την οποία και πάλι δεν διανεμήθηκε κανένα μέρισμα, ενώ το έτος 2012, κατά το οποίο δεν καταβλήθηκε ούτε μέρισμα, ούτε και διοικητικές αμοιβές, παρατηρείται διόγκωση των εξόδων διοικητικής λειτουργίας της εκκαλούσας, από 2.007.116 ευρώ σε 2.479.487 ευρώ, ήτοι, σχεδόν κατά ποσό 500.000 ευρώ, παρόλο που όλα τα προηγούμενα έτη τα εν λόγω έξοδα παρέμειναν σταθερά ή με πολύ ελαφρές αυξομειώσεις. Το γεγονός ότι το καταστατικό δεν προβλέπει υποχρεωτική διανομή κερδών πέρα από το πρώτο μέρισμα, όπως η εκκαλούσα αναφέρει, δεν σημαίνει ότι η εταιρεία δύναται να λαμβάνει αποφάσεις εναντίον των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, όταν αποφασίζει, αφενός να διανείμει κεφαλαιοποιημένα κέρδη ποσού 6.071.763 ευρώ και από προηγούμενες χρήσεις και αφετέρου όταν, από τα εν λόγω κέρδη, επιφυλάσσει τις προαναφερόμενες διοικητικές αμοιβές, ποσού 1.140.000 ευρώ στα μέλη του ΔΣ, οι οποίες αποτελούν τελικά το 18,8% του διατιθέμενου ποσού, το οποίο από μόνο του αποδεικνύει προφανή ρευστότητα. Ο ισχυρισμός - σχόλιο της εκκαλούσας στην προσθήκη της, ότι το μέρισμα που διανέμεται κάθε φορά πρέπει να διαβάζεται τουλάχιστον από κοινού με τον αντίστοιχο κύκλο εργασιών της ίδιας χρήσης και ιδίως με τα καθαρά κέρδη αυτής, δεν εξηγεί τον λόγο που αυτό πρέπει να ισχύει μόνο για το μέρισμα και όχι για τις διοικητικές αμοιβές, δηλαδή από τα κέρδη της χρήσης 2013, ποσού 340.000 ευρώ, να δοθεί μέρισμα 100.000 ευρώ, αλλά αμοιβές 1.140.000 ευρώ. Τέλος, επισημαίνεται και πάλι, ότι' το διαρκώς επαναλαμβανόμενο επιχείρημα της εκκαλούσας περί αυτονόητης ωφέλειας που επάγεται για την εταιρία η αποθεματοποίηση κερδών και η μεταφορά τους εις νέον δεν μπορεί να τίθεται αξιωματικά, όταν η απόφασή της παραγνωρίζει τα δικαιώματα της μειοψηφίας χωρίς εύλογη και δίκαιη αιτία, ήτοι με καταχρηστικό τρόπο. Ειδικότερα, με την εν λόγω επίδικη απόφαση της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων, καθώς εξυπηρετήθηκαν τα ατομικά συμφέροντα των μετόχων της πλειοψηφίας, ενώ ταυτόχρονα εθίγησαν τα συμφέροντα του μειοψηφούντος εφεσιβλήτου, χωρίς να αποδειχθεί ότι αυτό, εν τέλει, εξυπηρετούσε το εταιρικό συμφέρον. Το γεγονός ότι η δαπάνη των διοικητικών αμοιβών των μελών του ΔΣ της εκκαλούσας είχε λάβει προέγκριση δεν απαγορεύει τον έλεγχό της και εν τέλει την ακυρωσία της επίδικης από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης λόγω καταχρηστικότητας, καθώς η έγκριση του ισολογισμού της είναι αυτή που νομιμοποιεί οριστικά τη δαπάνη για την πληρωμή των μελών του ΔΣ σε βάρος των συμφερόντων του εφεσιβλήτου, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση. Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας λήφθηκε κατά κατάχρηση του δικαιώματος της πλειοψηφίας και σε βάρος των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου ως μειοψηφούντος εταίρου της, αφού έθιξε αυτά χωρίς εύλογη αιτία, υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του ασκηθέντος δικαιώματος της εκκαλούσας, χωρίς αποδειχθείσα εύλογη επιχειρηματική αιτιολογία και χωρίς να στηρίζεται σε σοβαρή στρατηγική ανάγκη της, αλλά με προφανή σκοπό τον αποκλεισμό του μειοψηφούντος εφεσιβλήτου – ενάγοντος … … Η εν λόγω κρίση περί καταχρηστικότητας εμπίπτει στον επιτρεπτό δικαστικό έλεγχο νομιμότητας της επίδικης απόφασης της γενικής συνέλευσης και δεν αποτελεί έλεγχο σκοπιμότητας του οργάνου της εκκαλούσας, όπως αβάσιμα η τελευταία ισχυρίζεται, καθώς το δικαστήριο δεν εξέτασε αν η απόφαση αυτή ήταν οικονομικά ή επιχειρηματικά ορθή. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω παραδοχών, οι εξεταζόμενοι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Με τον έκτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε, επειδή ακύρωσε την επίδικη από 30.6.2014 απόφαση της γενικής συνέλευσης επί των θεμάτων 1-3, 6 και 8, χωρίς όμως να αιτιολογήσει το ελάττωμα του κάθε θέματος και, επιπλέον, ότι δεν θα έπρεπε να ακυρώσει συνολικά τις εγκριθείσες οικονομικές καταστάσεις, αλλά μόνο συγκεκριμένα τμήματα, που τυχόν έπασχαν από ελαττώματα.

Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε καταχρηστικότητα της επίδικης απόφασης της γενικής συνέλευσης και εξέδωσε δικαστική απόφαση περί ακύρωσης αυτής, δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει σε μία προς μία των λογιστικών εγγραφών των οικονομικών καταστάσεων, με δεδομένο ότι οι οικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο, έτσι ώστε η κάθε λογιστική εγγραφή επηρεάζει τις επόμενες, προκειμένου να προκόψει ισοσκελισμένος και άρτιος λογιστικά ο ισολογισμός της εταιρείας. Ειδικότερα, δεν θα μπορούσε να ακυρωθεί μόνο η απόφαση περί διανομής ποσού μερίσματος 100.000 ευρώ και οι λοιπές εγγραφές να παραμείνουν ως έγκυρες. Αυτονόητα, η οποιαδήποτε μεταβολή του διανεμόμενου ποσού μερίσματος από τη νέα γενική συνέλευση δεν μπορεί, παρά να επηρεάσει το ποσό του υπολοίπου κερδών χρήσης εις νέον στη στήλη του παθητικού του ισολογισμού, τα έξοδα διοικητικής λειτουργίας στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως και φυσικά όλες τις εγγραφές στον πίνακα διάθεσης αποτελεσμάτων, ο οποίος προφανώς θα υποστεί αλλαγές, ορθά, επομένως, ακυρώθηκε η απόφαση επί των θεμάτων 1-3. Ακολούθως, με δεδομένο ότι η ακύρωση ανατρέπει την ισχύ της από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης, κλονίζει αυτονόητα τη βάση, πάνω στην οποία δόθηκε η απαλλαγή από ευθύνη των μελών ΔΣ και των ελεγκτών [θέματα 6 και 8], η οποία πρέπει να δοθεί εκ νέου, καθώς δεν μπορεί να υφίσταται έγκυρη απαλλαγή από ευθύνη για πράξεις που κρίθηκαν καταχρηστικές. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται με τις παρούσες, προέβη σε ακύρωση των επιμέρους αποφάσεων των θεμάτων 1 - 3, 6 και 8 της από 30.6.2014 απόφασης της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εκκαλούσας και του προβληθέντος λόγου έφεσης ως αβασίμων.

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε, επειδή απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την, επικουρικά πρωτοδίκως, προταθείσα ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης της υπό κρίση αγωγής εκ μέρους του εφεσιβλήτου, επειδή, δήθεν, ο τελευταίος, κατά το παρελθόν, είχε συνταχθεί με την πολιτική μη διανομής μερισμάτων στους μετόχους, επειδή και για χρονικό διάστημα δέκα ετών, μεταξύ των ετών 2003 - 2014 δεν είχε συμμετάσχει στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων της εκκαλούσας ούτε είχε διαμαρτυρηθεί, παρόλο που δεν λάμβανε μέρισμα εκ του συνόλου των κερδών, επειδή δεν είχε προσβάλει προηγούμενες αποφάσεις γενικών συνελεύσεων της εκκαλούσας για προηγούμενες χρήσεις, επειδή δεν συμμετείχε στην επίδικη τακτική γενική συνέλευση, ούτε εξέφρασε τις αντιρρήσεις του σε αυτήν και επειδή οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εξυπηρετούν και το δικό του ατομικό συμφέρον, ως μετόχου μειοψηφίας, εφόσον τα αδιάθετα κεφάλαια δημιουργούν αποθεματικά, τα οποία στο τέλος προσαυξάνουν τη μετοχική αξία.

Ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, διότι τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων στηρίζεται η δι’ αυτού προβληθείσα ένσταση, δεν στοιχειοθετούν και αληθώς υποτιθέμενα, καταχρηστικότητα, καθώς δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι η εκκαλούσα είχε εύλογα συνάγει την πεποίθηση ότι τελικά δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα του εφεσίβλητου, ούτε ότι η άσκησή του προκαλεί στην ίδια δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά της [βλ. ως άνω υπό στοιχείο IV νομική σκέψη]. Ειδικότερα, από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε προσβάλλει προηγούμενες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εκκαλούσας, ουδόλως μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ασκεί, πλέον, εν προκειμένω, καταχρηστικά το δικαίωμά του για την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Αν ίσχυε αυτό, τότε ο μειοψηφών μέτοχος θα έπρεπε να ασκεί τακτικά αγωγή κατά των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, προκειμένου να αποκρούσει μελλοντική ένσταση καταχρηστικότητας της αγωγής του. Αναφορικά με το ζήτημα της διανομής κερδών και τον ισχυρισμό περί μη διαμαρτυρίας του εφεσιβλήτου, αβάσιμα προτείνεται, καθώς, όπως και παραπάνω σημειώνεται, η μη διανομή αφορούσε τρία έτη [2010, 2011 και 2012], ήτοι πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα της επικαλούμενης δεκαετίας, εντός της οποίας και, αβάσιμα κατά την εκκαλούσα, αναφέρεται ότι αποδυναμώθηκε το δικαίωμα του εφεσιβλήτου περί άσκησης της αγωγής. Τέλος, ούτε και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι τα αδιάθετα κεφάλαια κερδών εξυπηρετούν το ατομικό συμφέρον του εφεσιβλήτου μειοψηφούντος μετόχου στοιχειοθετεί νομική βάση περί καταχρηστικότητας της ασκηθείσας αγωγής, καθώς η καταχρηστική μη διανομή μερίσματος, όπως εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, ουδόλως εξυπηρετούν τέτοιο συμφέρον, ούτε, ασφαλώς, οικονομικό, αναφορικά με τη συγκεκριμένη χρήση [2013], αλλά ούτε και σε γενικότερο επίπεδο ρευστοποιήσιμης αξίας της μετοχής του, με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για εισηγμένη εταιρεία, συνεπώς, η μοναδική χειροπιαστή απόδοση για τον μειοψηφούντα μέτοχο είναι συνήθως το διανεμόμενο μέρισμα.

Ακολούθως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, η κρινόμενη έφεση, κατά το μέρος της που αναβίωσε μετά την έκδοση της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, εφόσον και όπως προαναφέρθηκε, η εκκαλουμένη απόφαση κατά ένα μέρος έχει εξαφανιστεί με τη με αριθμό 1340/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, επαναπροσδιορισμένων, μετά από την απόρριψη των άνω λόγων έφεσης, αναλογικά προς τη μερική ήττα της (βλ. άρθρ. 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 21.11.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2019 έφεση κατά της με αριθμό 2411/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναβίωσε μετά την έκδοση της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν, κατά το μέρος της που αναβίωσε μετά την έκδοση της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30.7.2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 29.8.2025, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[*] Η απόφαση δημοσιεύεται με πρωτοβουλία της Δικηγορικής Εταιρείας POTAMITISVEKRIS.