ΤρΔΠρΘεσ ΑΔ354/2025 - Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Βασιλική Βακούλα
Εισηγήτρια: Κασσιανή Μανωλάκογλου
Οδηγ. 2013/32∙ δεν επιτρέπει να χαρακτηρίζεται τρίτη χώρα ως ασφαλής χώρα καταγωγής όταν ορισμένα τμήματα του εδάφους της χώρας αυτής δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου χαρακτηρισμού τις οποίες προβλέπει το Παράρτημα I∙ ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής ανάγεται κατά κύριο λόγο στις διαδικαστικές πτυχές των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, όπως είναι η προθεσμία άσκησης προσφυγής, το όργανο που αναλαμβάνει την εξέταση της αίτησης και της προσφυγής, το δικαίωμα παραμονής κλπ∙ τούτο δε, διότι ναι μεν δημιουργείται (μαχητό) τεκμήριο περί μη συνδρομής κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης των αιτούντων στη χώρα καταγωγής τους, πλην όμως οι αιτούντες μπορούν να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι ειδικώς για την περίπτωσή τους η χώρα καταγωγής τους δεν είναι ασφαλής και ως εκ τούτου απαιτείται σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένη κρίση ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής διεθνούς προστασίας σε αυτούς. Αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας πολιτών Ουκρανίας, η οποία υποβλήθηκε πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022∙ αρχικός χαρακτηρισμός της Ουκρανίας, ως ασφαλούς χώρας καταγωγής βάσει και της ΚΥΑ 1302/20.12.2019∙ πλην όμως, μεταξύ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και της επιβολής του μέτρου της επιστροφής έως της συζήτηση της υπόθεσης παρήλθε, χρονικό διάστημα 5 ετών περίπου, κατά το οποίο επήλθε σημαντική μεταβολή της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην χώρα καταγωγής των αιτουσών, ενώ εκδόθηκε και η ΥΑ 172172/24.3.2022∙ το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ελέγξει τυχόν παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης με βάση επίκαιρα στοιχεία∙ η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από τη δυνατότητα των αιτουσών να υποβάλουν μεταγενέστερο αίτημα διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο του οποίου θα εξεταζόταν εκ νέου η συνδρομή της αρχής της μη επαναπροώθησης ενόψει της τρέχουσας κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής τους∙ με βάση: 1) τα κοινώς γνωστά σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση Ρωσίας - Ουκρανίας και ότι εκδόθηκε η ανωτέρω ΥΑ, 2. το γεγονός ότι εν προκειμένω πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια με ανήλικο τέκνο, η οποία ήδη βρίσκεται στην Ελλάδα για 5 έτη και δεν προκύπτει η ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής και 3. δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός της πρώτης αιτούσας ότι είναι ρωσόφωνη, κρίνει ότι τυχόν επιστροφή στη χώρα καταγωγής αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης.
Νομικές διατάξεις: άρθρα 1Α, 33 ΣυμβΓενευης1951, 1 παρ. 2 Α.Ν. 389/1968, 5 παρ. 7 ν. 4375/2016, 78 ΣΛΕΕ, 15, στ. γʹ Οδηγ. 2011/95/ΕΕ, 2, 4, 5, 15, 17, 74, 87, 88, 89, 92, 95 παρ. 10, 97, 99, 116 παρ. 2, 125 ν. 4636/2019, 15, στ. γ΄, Οδηγ. 2004/83, 22 παρ. 3, 30 παρ. 2 ν. 4686/2020, 25 ν. 4825/2021, 57 παρ. 3 ν. 4689/2020, ΚΥΑ 1302/20.12.2019, 36, 37 Οδηγ. 2013/32, 17, 18, 20, 21, 24, 28 ν. 3907/2011, 2, 4, 19 παρ. 2, 47 ΧΘΔ, 5, 13, παρ. 1 και 2 Οδηγ. 2008/115
Αριθμός απόφασης: ΑΔ354/2025
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄ - ΤΡΙΜΕΛΕΣ
(Ακυρωτική Διαδικασία)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Μαρτίου 2025, με την εξής σύνθεση: Βασιλική Βακούλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Στυλιανός Παπαδόπουλος και Κασσιανή Μανωλάκογλου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. Ως γραμματέας συμμετείχε η Χρυσούλα Δήμου, δικαστική υπάλληλος,
για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με αριθμό καταχώρησης ΑΚΥ301/25.6.2021,
των … … του …, ατομικώς και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της: … … και … … του …, πολιτών Ουκρανίας, κατοίκων Θεσσαλονίκης (…, Πανόραμα), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, αλλά νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο με το …/9.3.2022 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ζωής Μπίκου.
κατά του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση της .../22.7.2020 απόφασης της 2ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε αμέσως μετά την προεκφώνηση, με αναφορά στην έκθεση της Εισηγήτριας Κασσιανής Μανωλάκογλου (άρθρο 33 παρ. 2 του π.δ.18/1989 - Α΄ 8), το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ύψους 150 ευρώ (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό …).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση της …/22.7.2020 απόφασης της 2ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που άσκησαν οι αιτούντες κατά της …/12.2.2020 απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης και, τελικώς, το αίτημά τους για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Με την απόφαση της ανωτέρω Επιτροπής λήφθηκε επίσης σε βάρος τους το μέτρο της επιστροφής και τάχθηκε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοσή της για την οικειοθελή τους αναχώρηση από την Ελλάδα.
3. Επειδή, η πρόοδος της δίκης αυτής είχε ανασταλεί με την 600/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, έως ότου αποφανθεί οριστικώς το Συμβούλιο της Επικρατείας επί του προδικαστικού ερωτήματος που τέθηκε με την ΑΔ534/2022 απόφαση του ΙΑ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου. Ήδη με την 1150/30.6.2025 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου, έστω και αν αυτό ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019 και η εν λόγω παράγραφος αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 4686/2020, αντίκειται στο Σύνταγμα, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν και υπό μονομελή σύνθεση. Ωστόσο το ΣτΕ αφού συνεκτίμησε α) τον μεγάλο αριθμό των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι οποίες έχουν κριθεί από Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση και β) τις δυσχέρειες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Διοίκηση από την πραγματική κατάσταση που θα προκύψει από τον αναδρομικό χαρακτήρα της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας, όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ.18/1989 (Α΄8), ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας θα επέλθουν από την προηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης της 1150/2025 απόφασης. Κατόπιν τούτου, νομίμως η υπόθεση συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 13.3.2025, στην οποία κλήθηκαν να παραστούν οι διάδικοι [σχ. τα …/15.1.2025 και …/27.12.2024 αποδεικτικά επίδοσης του Ανθυπαστυνόμου … … και του Αρχιφύλακα … … αντίστοιχα].
4. Επειδή, η πρώτη αιτούσα, ατομικώς και ως εκπρόσωπος αμφότερων των ανηλίκων, κατά τον χρόνο εκείνο, τέκνων της, νομιμοποίησε τον δικηγόρο Α. Σ., που υπογράφει το δικόγραφο, με το …/9.3.2022 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … ... Ωστόσο, δεν νομιμοποίησε τον ίδιο δικηγόρο, με έναν από τους τρόπους που ορίζει το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, ο γεννημένος στις 12.7.2005 και ήδη ενηλικιωθείς κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δεύτερος αιτών … … (για λογαριασμό του οποίου ως ανηλίκου ενεργούσε σε όλα τα στάδια της δίκης η πρώτη αιτούσα μητέρα του). Συνεπώς, ως προς τον δεύτερο αιτούντα η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (ΣτΕ 609/2020, 451/2017 7μ).
5. Επειδή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1Α της από 28.7.1951 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α΄ 125), νοείται ως πρόσφυγας κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης …». Εξάλλου, θεμελιώδη κανόνα της προστασίας των προσφύγων κατά την Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 33 αυτής («Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως»), που ορίζει τα ακόλουθα «1. Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγα, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων». 5.Επειδή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1Α της από 28.7.1951 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α’ 125), νοείται ως πρόσφυγας κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης…». Εξάλλου, θεμελιώδη κανόνα της προστασίας των προσφύγων κατά την Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 33 αυτής («Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως»), που ορίζει τα ακόλουθα «1. Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγα, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων». Όπως γίνεται δεκτό από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1694/2018, 2347/2017) και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων, η δε αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της προστασίας των προσφύγων κατά την ως άνω Διεθνή Σύμβαση κατοχυρώνεται και σε διεθνείς συμβάσεις με αντικείμενο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, κατά τα παγίως κριθέντα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ, ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), κατά το οποίο «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», προκύπτει η απαγόρευση της άμεσης ή έμμεσης επαναπροώθησης αλλοδαπού σε χώρα, στην οποία κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή (ΕΔΔΑ, Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, απόφαση της 28.2.2008, Saadi κατά Ιταλίας, αριθμός προσφυγής 37201/06, σκέψεις 127 και 137 έως 149, ΣτΕ 1661/2012, 3816/2013). Ως προς τον κρίσιμο χρόνο, το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε, ότι η ύπαρξη κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης αξιολογείται με βάση εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που ήταν γνωστά ή έπρεπε να είναι γνωστά στο Συμβαλλόμενο Κράτος κατά τον χρόνο της εκτέλεσης της απόφασης αναγκαστικής απομάκρυνσης (ΕΔΔΑ, Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, ό.π. Saadi κατά Ιταλίας, σκ. 133 και απόφαση της 23.3.2016 F.G. κατά Σουηδίας, σκέψη 115, ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.2.2004 Venkadajalasarma κατά Ολλανδίας, σκ. 63).
6. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 78 [πρώην άρθρα 63, σημεία 1 και 2, και 64, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ)] του Κεφαλαίου 2 «Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση», του Τίτλου V «Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ, βλ. ενοποιημένη απόδοση: EE C 202 της 7ης Ιουνίου 2016, σελ. 47 επ.) ορίζεται ότι: «1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται: α) ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση, β) ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, χωρίς να τους χορηγείται ευρωπαϊκό άσυλο, γ) ... δ) κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του ενιαίου καθεστώτος ασύλου ή επικουρικής προστασίας, ε) ...».
7. Επειδή, βάσει του προπαρατεθέντος άρθρου 78 παρ. 2 στοιχ. α΄ και β΄ της ΣΛΕΕ εκδόθηκε η οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 «σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)» (ΕΕ L. 337). Στο πρώτο μέρος του ν.4636/2019 «Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄169, διόρθωση σφαλμάτων Α΄173), με το οποίο προσαρμόστηκε η εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η πρώτη αιτούσα, ατομικώς και για λογαριασμό των ανηλίκων τότε τέκνων της (βλ. την περ. β της παρ. 6 του άρθρου 117, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε στο ανωτέρω άρθρο με το άρθρο 29 του.4686/2020-Α΄96/12.5.2020), προβλέπεται: στο άρθρο 2 ότι «Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι παρακάτω όροι έχουν την εξής έννοια: α)… β)…γ)…δ)…ε) «πρόσφυγας» είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας … και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12, στ)…ζ) «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο υπήκοος τρίτης χώρας … που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας αλλά στο πρόσωπο του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του … κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 και που δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας […]», στο άρθρο 4 ότι «[…]3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: α) των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας της χώρας αυτής και του τρόπου εφαρμογής της, β) των συναφών δηλώσεων και των εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που επικαλείται σχετικά με το αν έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ώστε να εκτιμηθεί αν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη εκτεθεί ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δ)…», στο άρθρο 5 ότι «1. Ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης μπορεί να στηρίζεται σε: α) γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του […]» και στο άρθρο 15 ότι «Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, ή γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
8. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83 (ήδη 15 παρ. γ της οδηγίας 2011/95/ΕΕ-ΔΕΕ, απόφαση της 30.1.2014 στην υπόθεση C-285/12
Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides). H ύπαρξη, πάντως, σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της αποδείξεως εκ μέρους του ότι η απειλή τον αφορά ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, καθώς η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (ΔΕΕ απόφαση της 17.2.2009 στην υπόθεση C-465/07
Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie). Προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται «σοβαρή και προσωπική απειλή», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος. Στα στοιχεία αυτά, πέραν του ποσοστού των διαπιστωθέντων θυμάτων των πράξεων βίας που διαπράττουν τα αντιμαχόμενα μέρη κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των αμάχων στην οικεία περιοχή σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των αμάχων που ζουν στην περιοχή αυτή, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση. Ειδικότερα, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών (ΔΕΕ απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, στην υπόθεση C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublik Deutschland).
9. Επειδή, εξάλλου, βάσει του άρθρου 78 παρ. 2 στοιχ. δ΄ της ΣΛΕΕ εκδόθηκε η οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (ΕΕ L 180), με την οποία προβλέφθηκαν περαιτέρω, σε σχέση με την προϊσχύσασα οδηγία 2005/85/ΕΕ (EE L 326), απαιτήσεις για τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Η ανωτέρω οδηγία μεταφέρθηκε αρχικά στην εσωτερική έννομη τάξη με το ν. 4375/2016 (Α΄51 διόρθωση σφαλμάτων Α΄57) και ακολούθησε ο προαναφερθείς ν.4636/2019, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 125 αυτού, από 1.1.2020, με τον οποίο επιχειρήθηκε η συστηματοποίηση και αναπροσαρμογή σε ένα ενιαίο νομοθέτημα του συνόλου των διατάξεων που διέπουν την αναγνώριση και το καθεστώς των πολιτών τρίτων χωρών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, το καθεστώς των προσφύγων ή των ατόμων που δικαιούνται επικουρική προστασία, την υποδοχή τους, τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και τη διαδικασία παροχής δικαστικής προστασίας. Με το Μέρος Γ΄ του ανωτέρω νόμου ενσωματώθηκε εκ νέου στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία 2013/32/ΕΕ. Ο ως άνω ν. 4636/2019, όπως επιμέρους διατάξεις αυτού διαμορφώθηκαν, τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από διατάξεις του ν.4686/2020 και ίσχυαν κατά τον χρόνο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησαν οι αιτούσες (3.6.2020) και κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (22.7.2020), ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: στο άρθρο 74 ότι «1. […] 2. Όλες οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται αρχικά ως προς την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα και, εφόσον δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, εξετάζονται ως προς την υπαγωγή σε καθεστώς επικουρικής προστασίας. 3. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για τον σκοπό αυτό η Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου: α. Αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καθώς και τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αιτούντων (χώρες καταγωγής, χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής, χώρες μέσω των οποίων διήλθαν κ.λπ.). Για τον σκοπό αυτόν λαμβάνει συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, άλλες συναρμόδιες Αρχές ή αντίστοιχες αρχές κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλες αρχές ή όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνείς οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης […]», στο άρθρο 87 ότι « 1. Ασφαλείς χώρες καταγωγής είναι: […] β. Οι χώρες, πέραν εκείνων της περίπτωσης α` οι οποίες περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής, που καταρτίζεται και τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. 2. Μία χώρα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για τον αιτούντα, μόνον εφόσον μετά την εξέταση της αίτησης αποδειχθεί ότι ο αιτών: α. έχει την ιθαγένεια της χώρας […] β. δεν επικαλείται σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες ευρίσκεται και όσον αφορά την αναγνώρισή του, ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας κατά τις κείμενες διατάξεις. 3. Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής εάν, βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, καταδεικνύεται σαφώς ότι γενικά και μόνιμα δεν υφίσταται δίωξη όπως ορίζεται στο άρθρο 9 ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή που προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. 4. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή της κακομεταχείρισης μέσω: α. Των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της χώρας και του τρόπου εφαρμογής τους. β. Της τήρησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ - ν.δ. 53/1974, Α` 256), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997, Α` 25), ιδίως δε, των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ και στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (ν. 1782/1988, Α` 116) και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν. 2101/1992, Α` 192). γ. Της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση τους Γενεύης, δ. Της πρόβλεψης μηχανισμού αποτελεσματικής προσφυγής κατά των παραβιάσεων των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. 5.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εξωτερικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Διευθυντή τους Υπηρεσίας Ασύλου, καθορίζονται οι χώρες καταγωγής που χαρακτηρίζονται ασφαλείς, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, για την έκδοση της ανωτέρω Κοινής Υπουργικής Απόφασης πρέπει να είναι επίκαιρα και να προέρχονται από έγκυρες πηγές ενημέρωσης, ιδίως από επίσημες διπλωματικές πηγές της ημεδαπής και της αλλοδαπής, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, τη νομοθεσία των λοιπών κρατών - μελών σε σχέση με την έννοια των ασφαλών χωρών, το Συμβούλιο τους Ευρώπης, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Ο καθορισμός επανεξετάζεται υποχρεωτικά τον Νοέμβριο κάθε έτους. Αν διαπιστώνεται σημαντική αλλαγή της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής, ο χαρακτηρισμός επανεξετάζεται το ταχύτερο δυνατό και προ της παρέλευσης έτους, κατά το προηγούμενο εδάφιο. Για κάθε απόφαση χαρακτηρισμού ενημερώνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή», στο άρθρο 88 (άρθρο 32 της Οδηγίας) ότι «1. Η αρμόδια Αρχή Απόφασης απορρίπτει ως αβάσιμη την αίτηση, εφόσον θεμελιώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά τις κείμενες διατάξεις. 2. Ως προδήλως αβάσιμες θεωρούνται οι αιτήσεις της παραγράφου 1 που έχουν εξεταστεί με την διαδικασία της παραγράφου 9 του άρθρου 83 του παρόντος και ειδικότερα εφόσον: […] (β) ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 87 του παρόντος […]», στο άρθρο 89 «Μεταγενέστερες Αιτήσεις» (άρθρα 40 έως 42 της Οδηγίας) ότι «1. Σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης οι Αρμόδιες Αρχές Απόφασης εξετάζουν τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου της προγενέστερης αίτησης 2. Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται εντός πέντε (5) ημερών και στις περιπτώσεις της παραγράφου 9 εντός δύο (2) ημερών, κατ` αρχάς σε προκαταρκτικό στάδιο, κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία ο αιτών χωρίς υπαιτιότητα του, δεν μπόρεσε να επικαλεστεί κατά την εξέταση της προγενέστερης αίτησης στον πρώτο βαθμό αλλά ούτε και με την προσφυγή του σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος και τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Κατά το στάδιο αυτό, ο αιτών υποβάλλει γραπτώς στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, τα τυχόν νέα στοιχεία που προσκομίζει χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. […] 4. Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση της παραγράφου 2 υποβληθούν από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία ο αιτών χωρίς υπαιτιότητά του δεν μπόρεσε να επικαλεστεί ούτε κατά την εξέταση της προγενέστερης αίτησης ούτε με την προσφυγή του σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος και τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αίτηση κρίνεται παραδεκτή, εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και του χορηγείται δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία. Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.[ …]», στο άρθρο 92 «Δικαίωμα άσκησης Προσφυγής (άρθρο 46 της Οδηγίας) ότι «1. Ο αιτών δικαιούται να ασκήσει την προβλεπόμενη προσφυγή της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών του άρθρου 4 του ν. 4375/2016 (Α` 51): α) […] β. Κατά της απόφασης, που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας με την ταχύρρυθμη διαδικασία, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 83, σύμφωνα με το άρθρο 46, εντός είκοσι (20) ημερών από την επίδοση της απόφασης ή από τότε που τεκμαίρεται ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 82 […]». Περαιτέρω, στον ίδιο νόμο ορίζονται και τα ακόλουθα: στο άρθρο 97 ότι «1. Η διαδικασία ενώπιον της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, είναι κατά κανόνα έγγραφη και η συζήτηση των προσφυγών διενεργείται με βάση τα στοιχεία του φακέλου. 2. … 10.Κατά τη συζήτηση της προσφυγής, η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση εξ υπαρχής κατά τον νόμο και την ουσία και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος», στο άρθρο 99 ότι «Ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για την ανάπτυξη των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Με το ίδιο υπόμνημα μπορεί να προβάλει και οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς. Στην ίδια προθεσμία οφείλει και να προσκομίσει τα αποδεικτικά των ισχυρισμών του στοιχεία…». Τέλος, στην παρ. 10 του άρθρου 95 του νόμου αυτού, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 παρ.3 του ν.4686/2020 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προ της τροποποίησής της από το άρθρο 25 του ν.4825/2021 (Α΄ 157), οριζόταν ότι «Σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απορριπτικής απόφασης και στην παρ. 1 του άρθρου 108, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 57 παρ.3 του ν.4689/2020 (Α΄103) «1.Οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν δικαίωμα άσκησης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α 274), κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος μέρους». Εξάλλου, κατ΄επίκληση του άρθρου 87 παρ. 5 είχε εκδοθεί και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο η 1302/20.12.2019 κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και προστασίας του Πολίτη με τον τίτλο «Κατάρτιση Εθνικού Καταλόγου χωρών καταγωγής που χαρακτηρίζονται ως ασφαλείς σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 5 του ν. 4636/2019» (Β' 4907/31.12.2019), στον οποίο συμπεριλήφθηκε η Ουκρανία.
10. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 36 και 37 της οδηγίας 2013/32, όπως μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 87 του ν. 4636/2019, θεσπίζεται ένα ειδικό καθεστώς εξέτασης στο οποίο υποβάλλονται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που εμπίπτουν σ’ αυτές, καθεστώς το οποίο βασίζεται σε μια μορφή μαχητού τεκμηρίου περί επαρκούς προστασίας στη χώρα καταγωγής, δυνάμενου να ανατραπεί από τον αιτούντα εφόσον αυτός προβάλει επιτακτικούς λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A, C-404/17, σκ. 25). Επιπλέον, η αίτηση αυτή, εφόσον κριθεί ότι είναι αβάσιμη, απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη, ο δε αιτών στερείται του δικαιώματος παραμονής στο έδαφος της χώρας ως την εκδίκαση της ενδικοφανούς προσφυγής του, ενώ για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής ισχύει συντομότερη προθεσμία (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, C-406/22, CV, σκ. 48-50). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής ανάγεται στις διαδικαστικές πτυχές των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, καθόσον ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δύναται να έχει αντίκτυπο στη διαδικασία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, C-406/22, CV, σκ. 91). Πάντως, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας εξετασθείσας στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος εξέτασης το οποίο τυγχάνει εφαρμογής επί των αιτήσεων που υποβάλλονται από πρόσωπα προερχόμενα από τρίτες χώρες που έχουν χαρακτηρισθεί ως ασφαλείς χώρες καταγωγής μπορεί, όταν ελέγχει, έστω και παρεμπιπτόντως, κατά πόσον ο χαρακτηρισμός αυτός πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου χαρακτηρισμού τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, να λάβει υπόψη τις πληροφορίες τις οποίες έχει συλλέξει το ίδιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, να βεβαιωθεί για την αξιοπιστία των πληροφοριών αυτών και, αφετέρου, να διασφαλίσει στους διαδίκους την τήρηση της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως (ΔΕΕ απόφαση της 1ης Αυγούστου 2025, LC C-758/24, CP C-759/24).
11. Επειδή, περαιτέρω, με την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (L. 348/98) θεσπίστηκαν κοινοί κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3907/2011 (Α΄ 7), στον οποίο, μεταξύ άλλων, ορίζονται τα εξής: στο άρθρο 17, με τίτλο «Πεδίο Εφαρμογής (άρθρο 2 της οδηγίας)», ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παράνομα στην ελληνική επικράτεια. 2. [...]», στο άρθρο 18, με τίτλο «Ορισμοί (άρθρο 3 της οδηγίας)», ότι: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, νοούνται ως: α. […]. β. "Παράνομη παραμονή": παρουσία στην ελληνική επικράτεια υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής της κείμενης νομοθεσίας. γ. "Επιστροφή": διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά: α) στη χώρα καταγωγής του ή β) σε χώρα διέλευσης, σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις ή γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός. δ. "Απόφαση επιστροφής": διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται η υποχρέωση επιστροφής. ε. [...]», στο άρθρο 20, με τίτλο «Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας (άρθρο 5 της οδηγίας)», ότι: «Οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου λαμβάνουν δεόντως υπόψη: α) το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, β) την οικογενειακή ζωή, γ) … και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης», στο άρθρο 21 με τίτλο «Απόφαση Επιστροφής (άρθρο 6 της οδηγίας), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 από την παρ.1 του άρθρου 10 του ν.4332/2015 (Α΄76) ότι «…4.Οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές μπορούν ανά πάσα στιγμή να χορηγούν αυτοτελή άδεια διαμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παράνομα στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 19Α του Ν. 4251/2014, όπως κάθε φορά ισχύουν» και στο άρθρο 24, με τίτλο «Αναβολή της απομάκρυνσης (άρθρο 9 της οδηγίας)», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο προ της τροποποίησης της περ. α΄ και της διαμόρφωσης της παρ. 1 από το άρθρο 4 του ν.4825/2021 (Α΄ 157), ότι: «1. Η απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που τελεί υπό διαδικασία επιστροφής αναβάλλεται υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που: α) παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης [...] 2. Οι αρμόδιες για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής αστυνομικές αρχές μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να αναβάλουν την απομάκρυνση, για εύλογο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης και ιδίως: α) τη φυσική ή διανοητική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας και β) […] 4. Η απόφαση αναβολής της απομάκρυνσης επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας και συνιστά γραπτή βεβαίωση ότι η απόφαση επιστροφής δεν μπορεί να εκτελεσθεί προσωρινά (βεβαίωση αναβολής της απομάκρυνσης) […]» και στο άρθρο 28 με τίτλο «Ένδικα Βοηθήματα (άρθρο 13 της οδηγίας), όπως συγκεκριμένα το άρθρο αυτό ίσχυε κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο μετά την τροποποίηση του β΄ εδαφίου της παρ.1 και της παρ.5 από το άρθρο 5 Ν.4825/2021, ότι «1. Κατά των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται από τις αστυνομικές αρχές, οι υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να ασκήσουν την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 77 του ν. 3386/2005. Κατά των αποφάσεων επιστροφής που ενσωματώνονται σε αποφάσεις απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε αποφάσεις ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν δικαίωμα προσφυγής του άρθρου 24 του ν. 2690/1999 (Α` 45) εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της απόφαση. 2. Τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών της παραγράφου 1, έχουν την αρμοδιότητα να επανεξετάζουν αυτεπαγγέλτως τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία των αποφάσεων επιστροφής και να αναστέλλουν προσωρινώς την εφαρμογή τους. Προσωρινή δικαστική προστασία παρέχεται κατά τις διατάξεις του ν. 3900/2010 (Α` 213) και του π.δ. 18/1989 (Α` 8) … 4. Η απαραίτητη νομική βοήθεια και εκπροσώπηση παρέχεται δωρεάν κατόπιν αιτήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α` 24), εφόσον κατά την κρίση του δικαστή η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφοι 3 έως 6 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 114/2010 (Α` 195). Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 24.12.2011. 5. Αίτηση ακύρωσης κατά των αποφάσεων επιστροφής ασκείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α` 274).»
12. Επειδή, τέλος στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζονται τα ακόλουθα: στο άρθρο 2 ότι «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή», στο άρθρο 4 ότι «Κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση», στο άρθρο 19 παρ. 2 ότι «2. Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση» και στο άρθρο 47 ότι «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεση του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως…»
13. Επειδή, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, απαγορεύει απολύτως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, την απομάκρυνση, την απέλαση ή την έκδοση προς κράτος στο οποίο διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απομακρύνουν, να απελαύνουν ή να εκδίδουν αλλοδαπό σε περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι θα διατρέξει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση την οποία απαγορεύουν οι δύο αυτές διατάξεις του Χάρτη (ΔΕΕ απόφαση της 17.10.2024 στην υπόθεση C-156/23, Ararat με την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της μη επαναπροώθησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από το χρονικό σημείο έκδοσης της απόφασης επιστροφής έως το χρονικό σημείο του δικαστικού ελέγχου της εκτέλεσης της απόφασης αυτής (ΔΕΕ απόφαση της 4.9.2025, στην υπόθεση C-313/25 PPU, Adrar). Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να επικαλούνται οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της απόφασης επιστροφής και δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της κατάστασης του ενδιαφερομένου πολίτη τρίτης χώρας βάσει ιδίως του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115, χωρίς να υποχρεώνουν τον τελευταίο να επικαλεστεί την μεταβολή αυτή αποκλειστικά στο πλαίσιο της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, αρχικής ή και μεταγενέστερης (ό.π. απόφαση Ararat). Περαιτέρω, οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι υπήκοος τρίτης χώρας εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής δεν θα απομακρυνθεί υπό συνθήκες αντίθετες προς το άρθρο 5 της οδηγίας. Επομένως, σκοπός των διαδικαστικών αυτών κανόνων είναι η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία έχει απόλυτο χαρακτήρα. Εναπόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως, την τήρηση της αρχής αυτής όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη τους συνάγεται παραβίασή της. Τούτο, καθώς η δικαστική προστασία την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη και η οποία εξειδικεύεται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 δεν θα ήταν ούτε αποτελεσματική ούτε πλήρης εάν το εθνικό δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, όταν τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως συμπληρώθηκαν ή αποσαφηνίστηκαν κατά την ενώπιόν του κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία, καταδεικνύουν ότι η απόφαση επιστροφής στηρίζεται σε παρωχημένη εκτίμηση των κινδύνων που διατρέχει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας να υποστεί, ήτοι μεταχείριση απαγορευόμενη από την αρχή αυτή σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω τρίτη χώρα, και να συναγάγει εξ αυτού όλες τις συνέπειες όσον αφορά την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Τυχόν περιορισμός των εξουσιών του εθνικού δικαστηρίου θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής, ακόμη και αν από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος διατρέχει κίνδυνο να υποστεί στην εν λόγω τρίτη χώρα μεταχείριση απολύτως απαγορευόμενη από το άρθρο 4 του Χάρτη [ό.π. απόφαση Ararat πρβλ. απόφαση της 8.11.2022 Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, C-704/20 και C-39/21].
14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη αιτούσα, πολίτης Ουκρανίας, γεννημένη στις 2.5.1979 είναι μητέρα της τρίτης αιτούσας, που γεννήθηκε στις 21.9.2011. Στις 15.1.2019 υπέβαλε, για την ίδια και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της, αλλά και του τότε ανηλίκου γιου της … … αιτήματα παροχής διεθνούς προστασίας στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης. Κατά την καταγραφή των αιτημάτων αυτών, δήλωσε ότι η εθνοτική ή φυλετική καταγωγή της είναι ουκρανική και ρωσική, ότι γεννήθηκε στην Ουκρανία, στην πόλη Berdyansk της επαρχίας Zaporizhzhia, όπου ήταν και ο τόπος της τελευταίας διαμονής της στη χώρα καταγωγής της, ότι είναι χριστιανή ορθόδοξη και ομιλεί ουκρανικά, ρωσικά και αγγλικά. Έχει παρακολουθήσει επί 11 έτη το σχολείο στην χώρα της, όπου ασκούσε το επάγγελμα της κομμώτριας. Είναι έγγαμη με πολίτη Ουκρανίας από το έτος 2003, μητέρα δύο τέκνων και ο σύζυγός της βρίσκεται στην Πολωνία. Εγκατέλειψε την Ουκρανία στις 12.9.2018 οδικώς και ταξιδεύοντας μέσω Μολδαβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας εισήλθε στις 14.9.2018 στην Ελλάδα. Ο βιολογικός της πατέρας έχει αποβιώσει προ πολλών ετών, η μητέρα της βρίσκεται στην Ελλάδα, καθώς και η μία από τις δύο αδελφές της. Η άλλη αδελφή της διαβιεί στην Ουκρανία. Στην Ελλάδα είχε έρθει πολλές φορές και στο παρελθόν. Ως προς τους λόγους εξαιτίας των οποίων δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, υποστήριξε ότι έχει υιοθετηθεί από τον Έλληνα πολίτη, σύζυγο της μητέρας της και ήρθε στην Ελλάδα για να ζήσει μαζί με την οικογένειά της, καθώς στην χώρα καταγωγής της γίνεται πόλεμος. Επίσης, διότι τα παιδιά της φοιτούν σε ελληνικά σχολεία. Αντίστοιχους λόγους επικαλέστηκε η πρώτη αιτούσα και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της, κατά την καταγραφή των αιτημάτων τους. Κατά την προσωπική της συνέντευξη, η οποία διεξήχθη στις 7.2.2020 με τηλεδιερμηνεία από την ρωσική στην Ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, συμπλήρωσε ότι στην Ουκρανία ξεκίνησε να σπουδάζει ρωσική και αγγλική φιλολογία, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Ως προς την πατρική της οικογένεια, διευκρίνισε ότι αποτελείται από την μητέρα της, τον θετό της πατέρα και τις δύο αδερφές της, εκ των οποίων η μία είναι ετεροθαλής. Ο βιολογικός της πατέρας απεβίωσε όταν η ίδια ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία και, όταν η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, την υιοθέτησε ο σύζυγος της τελευταίας, ο οποίος είναι Έλληνας πολίτης. Επί του παρόντος, οι γονείς της με την ετεροθαλή αδερφή της ζουν στην Θεσσαλονίκη, ενώ η μεγαλύτερη αδερφή της ζει στην Ουκρανία και η πρώτη αιτούσα διατηρεί επικοινωνία μαζί της. Η μητέρα της είναι κάτοχος άδειας διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα πολίτη. Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα της, η πρώτη αιτούσα ανέφερε ότι στην Ουκρανία κινδύνευε η ζωή της, εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε γειτονική επαρχία από τον τόπο διαμονής της αλλά και λόγω του γεγονότος ότι οι γονείς της ζουν πλέον στην Ελλάδα και η ίδια θέλει να παραμείνει εδώ μαζί τους. Προσέθεσε δε ότι είναι ρωσόφωνη και στην χώρα της απαγορεύεται η χρήση της ρωσικής γλώσσας, τα δε τέκνα της καταπιέζονται για τον λόγο αυτό στο σχολείο. Ειδικότερα η πρώτη αιτούσα ανέφερε: «… στην Ουκρανία συνεχίζονται οι πολεμικές συγκρούσεις και οι εμπλεκόμενες περιοχές βρίσκονται πολύ κοντά στην δικιά μου περιοχή, εκεί που διαμένω. Αυτό αποτελεί κίνδυνο για εμένα και για τα παιδιά μου. …Επειδή συνέχεια ακουγόντουσαν κάτι εκρήξεις, κάτι σαν βόμβες, έπειτα στην πόλη μας γινόταν πολεμικά μαθήματα, κυκλοφορούσαν πολλοί οπλισμένοι άνθρωποι και πολεμικά αυτοκίνητα. Αυτό τρόμαζε τα παιδιά μου και την οικογένεια μου». Σε σχετικό ερώτημα για την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή της, ανέφερε ότι στην περιφέρεια Zaporizhzhia, όπου διέμενε, οι άνθρωποι είναι πολύ ανήσυχοι και φοβούνται μήπως επεκταθεί και στην περιοχή τους ο πόλεμος από το γειτονικό Donetsk. Ερωτηθείσα αν η ίδια ή τα παιδιά της κινδύνευσαν προσωπικά από τον πόλεμο, η προσφεύγουσα απάντησε ότι: «Επειδή αυτά τα συνεχόμενα πολεμικά μαθήματα, τα αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από το κεφάλι μου, αυτή η συνεχόμενη αναταραχή, ότι ο πόλεμος θα απλωθεί προς τα εμάς, ότι όλοι κινδυνεύουν, μου δημιουργούσε μεγάλο άγχος». Συμπλήρωσε δε ότι στην περιοχή όπου κατοικεί οι εθνικιστές καταπιέζουν τους ρωσόφωνους πολίτες, δεν τους επιτρέπουν να ομιλούν την μητρική τους γλώσσα, τους επιτίθενται, τους απειλούν και δημιουργούνται συγκρούσεις με αφορμή αυτό το θέμα. Ως προς τους οικογενειακούς λόγους που επικαλέστηκε, διευκρίνισε ότι ο θετός της πατέρας την έχει μεγαλώσει από μικρό παιδί, ότι αρχικώς ζούσαν όλοι μαζί στην Ουκρανία, εν συνεχεία ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, στην συνέχεια τον ακολούθησε και η μητέρα της και ότι τώρα οι γονείς της είναι προχωρημένης ηλικίας και η επιθυμία της είναι να βρίσκεται κοντά τους. Σε ερώτηση σχετικά με τα προβλήματα που πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει αν αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα της, απάντησε ότι η σύγχρονη Ουκρανία είναι δύο διαφορετικές χώρες και θα κινδυνεύσει αν επιστρέψει εκεί, ενώ δεν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια ούτε σε άλλη περιοχή, όπως το Κίεβο, διότι ήδη τα παιδιά της φοιτούν σε ελληνικό σχολείο, μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και αποκτούν την ελληνικό τρόπο ζωής. Τα επίμαχα αιτήματα παροχής διεθνούς προστασίας απορρίφθηκαν ως προδήλως αβάσιμα με την …/12.2.2020 απόφαση της χειρίστριας του Περιφερειακού Γραφείου Θεσσαλονίκης, διότι ναι μεν η αφήγηση της πρώτης αιτούσας κρίθηκε ως εν γένει αξιόπιστη, ωστόσο οι κίνδυνοι που περιέγραψε δεν κρίθηκαν ως αρκούντως σοβαροί, ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο ότι η Ουκρανία, η οποία περιλαμβανόταν στον κατάλογο των ασφαλών χωρών καταγωγής (απόφαση 1302/20.12.2019 των Υπουργών Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη -Β΄4907/31.12.2019), δεν αποτελούσε ασφαλή χώρα καταγωγής για την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της. Κατά της απόφασης αυτής, η πρώτη αιτούσα, ατομικώς αλλά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, άσκησε, στις 11.3.2020 ενδικοφανή προσφυγή (σχετ. η …/11.3.2020 πράξη κατάθεσης) και με το …/29.5.2020 υπόμνημα που υπέβαλε προ της εξέτασής της, προέβαλε ότι στην Ουκρανία η οικογένειά της θα εκτεθεί σε κινδύνους αφενός, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη από το 2014 στις περιοχές του Donetsk και του Luhansk, σε μικρή απόσταση από τον τόπο διαμονής τους και αφετέρου, λόγω της όξυνσης του εθνικισμού και της σκληρής πολιτικής δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των ρωσόφωνων πολιτών, ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, αποτελεί στόχο όχι μόνο των αρχών αλλά και των λοιπών πολιτών, οι οποίοι καλούνται να τους καταγγέλλουν στις αρχές και τους αντιμετωπίζουν με εχθρότητα. Ειδικότερα, η πρώτη αιτούσα αναφέρθηκε σε περιστατικό, κατά το οποίο αρνήθηκαν να την εξυπηρετήσουν σε σούπερ μάρκετ, επειδή έγινε αντιληπτή η εθνοτική καταγωγή της. Υπόψιν της 2ης Ανεξάρτητης Επιτροπής προσφυγών έθεσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα έγγραφα: 1. την απόφαση υιοθεσίας της από τον … … (σχετ. η 10301/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), 2. βεβαιώσεις φοίτησης των ανήλικων τέκνων της στο 1ο Ημερήσιο Γυμνάσιο Πανοράματος και στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Πανοράματος, κατά τα σχολικά έτη 2019-2020 και 2018-2019 αντίστοιχα, 3. δελτίο διαμονής της … …, ισχύον έως 28.2.2021 και 4. βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του … …, από την οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, η σχέση του με την … … και την ίδια. Κατ΄επίκληση των ανωτέρω, η πρώτη αιτούσα προέβαλε ότι στο πρόσωπο της ίδιας και των ανήλικων τότε τέκνων της συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής διεθνούς προστασίας ή επικουρικώς ανθρωπιστικού καθεστώτος. Κατά την εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής, η 2η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών συνέλεξε τις ακόλουθες πληροφορίες που αφορούσαν στην κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στην χώρα καταγωγής της πρώτης αιτούσας και ειδικότερα στην Ανατολική Ουκρανία και στις περιοχές όπου σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των φιλορώσων αυτονομιστών: α) […] Την 1η Μαρτίου 2014, ο Ρώσος Πρόεδρος Putin διέταξε την εισβολή στην χερσόνησο της Κριμαίας στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας την δράση, ως προστασία των Ρώσων που ζουν εκεί. Στις 16 Μαρτίου 2014, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ένταξη της Κριμαίας στην Ρωσική Ομοσπονδία. Το δημοψήφισμα καταδικάστηκε ως παράνομο από την κυβέρνηση της Ουκρανίας, την Ε.Ε., τις Η.Π.Α. και την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. Οι ρωσικές δυνάμεις, που κατέχουν σήμερα την Κριμαία και οι ρωσικές Αρχές, διατείνονται ότι αποτελεί ρωσικό έδαφος. Η ουκρανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Κριμαία παραμένει κομμάτι της Ουκρανίας. Εξάλλου, σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες που αφορούν στην Ουκρανία (8.6.2015), η κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας, Donetsk και Luhansk, συνέχισε να επιδεινώνεται. Το δημοψήφισμα της 11ης Μαρτίου για την «αυτοδιάθεση», που διοργανώθηκε από την αυτοαποκαλούμενη «Λαϊκή Δημοκρατία του Donetsk» και τη «Λαϊκή Δημοκρατία του Luhansk», έστω και χωρίς τις δυνάμεις ισχύος του διεθνούς δικαίου, θεωρήθηκε από τους εκπροσώπους τους ως το πρώτο βήμα για τη δημιουργία ενός «Novorossia». Επιπλέον, οι ένοπλες ομάδες συνέχισαν να καταλαμβάνουν τα περισσότερα από τα βασικά δημόσια και διοικητικά κτίρια σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις των περιοχών Donetsk και Luhansk δηλώνοντας εικονική «ανεξαρτησία». Ωστόσο, η παροχή διοικητικών υπηρεσιών για τον τοπικό πληθυσμό παραμένει στο Κράτος. Η παρουσία ένοπλων και όπλων στις περιοχές του Donetsk και Luhansk είχε αυξηθεί. Σύμφωνα με Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες (8.6.2015), μέχρι τις 8 Ιουνίου 2015, τουλάχιστον 1.325.000 άτομα εκτοπίστηκαν από τις ανατολικές επαρχίες της χώρας. Σύμφωνα με άρθρο στο ειδησεογραφικό πρακτορείο BBC (12.9.2015), η κατάπαυση του πυρός κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 2015. Ωστόσο, σε ενημερωτικό σημείωμα του Federal Office for Migration and Refugees της Γερμανίας (5.10.2015), αναφέρεται ότι, μετά τη Διάσκεψη Κορυφής στις 2.10.2015 στο Παρίσι, εμφανίζονται σημάδια ύφεσης στις συγκρούσεις στην περιοχή της Ανατολικής Ουκρανίας, καθώς τόσο οι φιλορώσοι αυτονομιστές όσο και η Κυβέρνηση έχουν αρχίσει τη μερική ανάκληση των όπλων τους. Σύμφωνα με τα ενημερωτικά δελτία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. (6.10.2015), η κατάσταση των συγκρούσεων στην Ανατολική Ουκρανία έχει βελτιωθεί μετά την κατάπαυση του πυρός, την 1η Σεπτεμβρίου 2015, αν και η συνολική κατάσταση παραμένει τεταμένη. β) Σε άρθρο του «The Voice of Russia» (20.4.2014) είχε αναφερθεί ότι ο βοηθός του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Ivan Shimonovich, μιλώντας στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την Ουκρανία στις 19.4.2014, επιβεβαίωσε ότι η ρωσική μειονότητα στην Ουκρανία πέφτει συχνά θύμα διακρίσεων και επιθέσεων, αλλά σημείωσε ότι «αυτές οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων δεν είναι ούτε ένα διαδεδομένο φαινόμενο ούτε έχουν συστηματικό χαρακτήρα». γ) Περαιτέρω, σε άρθρο του Agence France-Presse (25.7.2014) αναφέρθηκε ότι οι ρωσόφωνοι στην Ουκρανία βρίσκονται τακτικά υπό την απειλή των ανταρτών και της Μόσχας, ωστόσο εκπρόσωποι του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανέφεραν ότι υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για αυτούς τους φόβους. δ) Σε άρθρο στο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Euronews.gr» (3.2.2016) αναφέρθηκε ότι «οι μάχες έχουν μειωθεί έναν χρόνο μετά τη συμφωνία του Μινσκ για επίλυση στην ουκρανική κρίση. Υπάρχει η εκεχειρία από τον Σεπτέμβριο που δεν ισχύει απόλυτα, αλλά για κάποιες οικογένειες αυτό είναι αρκετό για να θεωρήσουν ότι μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες προσφέρει βοήθεια που δεν συμπεριλαμβάνει τρόφιμα στους κατοίκους του Zolotoe, χωριού της Ανατολικής Ουκρανίας, στην περιοχή του Luhansk. Συγκεκριμένα, τους δίνουν κουβέρτες, ρούχα, κεριά και κάρβουνο, καθώς και υλικά για να επισκευάσουν τα σπίτια τους, που έχουν υποστεί ζημιές». ε)Σε σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα (13.4.2017) αναφέρεται ότι η Ουκρανία εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των φιλορώσων αποσχιστών ανταρτών στα ανατολικά και του ουκρανικού στρατού, που, έπειτα από σειρά ειρηνευτικών συμφωνιών και επαναλαμβανόμενων εκεχειριών, έχει μετατραπεί σε παγιωμένη σύγκρουση χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική επίλυσης. Από τον Απρίλιο του 2014, η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία έχει κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 10.000 ανθρώπους: ένα κόστος το οποίο κανείς στη χώρα δεν μπορούσε να φανταστεί όταν άρχιζε η φιλοευρωπαϊκή εξέγερση στην πλατεία Maidan κατά του φιλορώσου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Στη συνέχεια, το Κίεβο παρακολούθησε ανήμπορο την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και, στη συνέχεια, την κατάληψη, στις αρχές Απριλίου, από φιλορώσους διαδηλωτές κυβερνητικών κτηρίων στο Donetsk και στο Luhansk στα ανατολικά. Οι διαδηλωτές, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στις νέες φιλοευρωπαϊκές αρχές της χώρας, άφησαν γρήγορα τη θέση τους σε πολιτοφυλακές αποσχιστών και στις 13 Απριλίου 2014 το Κίεβο άρχισε «αντιτρομοκρατική επιχείρηση» για να ανακαταλάβει τις περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες. Η Ρωσία, η οποία εξακολουθεί να αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στη σύγκρουση, αναφέρει ότι πρόκειται για εσωτερική διαμάχη της Ουκρανίας. Ωστόσο παραδέχεται ότι Ρώσοι «εθελοντές» έχουν πάει στη χώρα με δική τους πρωτοβουλία για να βοηθήσουν τους αυτονομιστές αντάρτες. Η σύγκρουση, η μοναδική που μαίνεται σε ευρωπαϊκό έδαφος, έχει προκαλέσει μεγάλη κρίση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, δύο χώρες με ιστορικά στενές σχέσεις, αλλά και έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία έχει επιβάλει μια σειρά κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Μετά την εκλογή του, τον Μάιο του 2014, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο υποσχέθηκε ότι η ανακατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας δεν θα διαρκέσει περισσότερο από δύο με τρεις μήνες. «Θα διαρκέσει μερικές ώρες», είπε. Όμως, τρία χρόνια μετά, αποδεικνύεται η ανικανότητα του Κίεβου να ανακαταλάβει τις περιοχές που ελέγχονται από τους αποσχιστές. Ο ουκρανικός στρατός, κακά εξοπλισμένος και κακά προετοιμασμένος, γνώρισε πολλές ήττες μετά τις αρχικές του νίκες […] Εκτός από το βαρύ ανθρώπινο φορτίο, η σύγκρουση έχει βυθίσει την Ουκρανία σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα το Κίεβο να ζητήσει τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο του έδωσε το 2015 δάνειο ύψους 17,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η οικονομία της χώρας, η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και δύο χρόνια, πλήττεται επίσης από τη διαφθορά και είναι πλέον αντιμέτωπη και με τις επιπτώσεις της διακοπής των εμπορικών συναλλαγών με το ανατολικό τμήμα, που είναι πλούσιο κυρίως σε άνθρακα. στ) Η προοπτική μιας σταθερής πολιτικής λύσης, που θα βασίζεται στον σεβασμό των μειονοτήτων και τον διάλογο με τη Μόσχα, μοιάζει ακόμη πολύ μακρινή στην Ουκρανία, Ένας Ουκρανός στρατιώτης σκοτώθηκε και τέσσερις άλλοι τραυματίστηκαν στις 18.2.2020 στην Ανατολική Ουκρανία, όταν ξέσπασαν σφοδρές ανταλλαγές πυρών μεταξύ ουκρανικών δυνάμεων και αποσχιστών που υποστηρίζονται από τους Ρώσους, ανακοίνωσε η στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι συγκάλεσε εκτάκτως το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας με θέμα την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην περιοχή. «Αυτό δεν συνιστά απλώς μια κυνική πρόκληση … συνιστά μια προσπάθεια να τορπιλιστεί η ειρηνευτική διαδικασία στο Ντονμπάς, η οποία άρχισε να κινείται μέσα από μικρά αλλά συνεχιζόμενα βήματα» δήλωσε ο Ζελένσκι, αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό. Το περιστατικό αυτό ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ των πλευρών είναι το χειρότερο που σημειώνεται μετά τη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι (με τη συμμετοχή των ηγετών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας) η οποία επιδίωξε να αμβλύνει την ένταση μεταξύ του Κίεβου και των αποσχιστών της Ανατολικής Ουκρανίας με την επίτευξη μιας συμφωνίας εκεχειρίας, ενώ σημειώνεται παραμονές μιας ενδεχόμενης δεύτερης συνόδου κορυφής για το ίδιο θέμα, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο. Αργότερα, ο Ουκρανός πρόεδρος δήλωσε ότι δεν πιστεύει πως οι συγκρούσεις αυτές θα περιορίσουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται για να τερματισθεί η διένεξη, στην οποία έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 13.000 άνθρωποι από το 2014 παρά την εκεχειρία που είχε επιτευχθεί το 2015 […]. Ως προς την μετεγκατάσταση από την Ανατολική Ουκρανία σε άλλες περιοχές εντός της χώρας, δεδομένου ότι οι συγκρούσεις διεξάγονταν μόνο σε συγκεκριμένες ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, στις επαρχίες Donetsk και Luhansk, η Επιτροπή έλαβε υπόψιν της ότι: α) Στο διάστημα ανάμεσα στα μέσα Σεπτέμβρη και τα μέσα Οκτώβρη 2014, ο αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων υπερέβη τα 140.000 άτομα. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. – στις 16 Οκτωβρίου 2014 - σημείωσε ότι οι εσωτερικά εκτοπισμένοι στην Ουκρανία ανέρχονταν σε περισσότερους από 417.000 από περίπου 275.000 στις 18 Σεπτεμβρίου. Την περίοδο εκείνη καταγράφονται περίπου 2.000 με 3.000 νέοι εσωτερικά εκτοπισμένοι την ημέρα. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων είναι στην πραγματικότητα διπλάσιος ή ακόμα και τριπλάσιος από τον επίσημα καταγεγραμμένο. Περαιτέρω, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι υποδομές στην Ανατολική Ουκρανία, καθώς και η εθνική οικονομία στο σύνολό της συνέχισαν να επηρεάζονται αρνητικά εντείνοντας παράλληλα την ανθρωπιστική κρίση. Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι που προέρχονται από τα ανατολικά της χώρας ανέφεραν ότι υπήρξαν θύματα διακρίσεων ως προς την ενοικίαση σπιτιών, ενώ οι εργοδότες ήταν απρόθυμοι να τους προσλάβουν. Σε ανακοίνωσή της η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες αναφέρει ότι, αφότου η Ουκρανική κυβέρνηση ανέκτησε τον έλεγχο διάφορων πόλεων στα βόρεια της περιοχής του Donetsk στις αρχές Ιουλίου, πολλοί εσωτερικά εκτοπισμένοι έσπευσαν να επιστρέψουν. Για παράδειγμα, περίπου 20.000 εκτοπισμένοι επέστρεψαν στο Slovyansk από άλλες περιοχές του Donetsk. Οι τοπικές αρχές του Slovyansk υπολογίζουν ότι, ενώ το 40% του πληθυσμού εκτοπίστηκε στην αιχμή των εχθροπραξιών, η συντριπτική πλειονότητα (μέχρι και το 90%) έχουν επιστρέψει στις εστίες τους. Σε πιο επικαιροποιημένα στοιχεία τα οποία δημοσιοποιήθηκαν το Δεκέμβριο του 2018 από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (Δ.Ο.Μ.), αναφέρονται τα εξής: «Μια νέα έρευνα στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Παρακολούθησης που χρηματοδοτείται από την Ε.Ε., δείχνει ότι, παρά τις οικονομικές προκλήσεις, τα άτομα που εκτοπίζονται εσωτερικά στην Ουκρανία τείνουν να παραμένουν στην σημερινή τους κατοικία και να οικοδομούν σχέσεις με τις κοινότητες υποδοχής. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν από κοινού στο Κίεβο στις 13.12.2018 από τον Δ.Ο.Μ., το Υπουργείο Προσωρινών Κατεχόμενων Εδαφών και το Υπουργείο Κοινωνικής Πολιτικής της Ουκρανίας. Σε πολλούς γύρους της έρευνας, μέχρι 80% των εκτοπισθέντων επιβεβαίωσαν ότι ενσωματώθηκαν πλήρως ή εν μέρει στις τοπικές κοινότητες […] Το μερίδιο των εκτοπισθέντων που δήλωσαν την πρόθεσή τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μετά τη σύγκρουση μειώθηκε από 32% το Σεπτέμβριο του 2017 σε 24% το Σεπτέμβριο του 2018 […]». Με αυτά τα δεδομένα η 2η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, αφού έλαβε επιπροσθέτως υπόψιν της ότι η Ουκρανία συμπεριλήφθηκε στον ισχύοντα κατά τον χρόνο εκείνο εθνικό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής, έκρινε ότι οι αιτούσες δεν επικαλέσθηκαν σοβαρούς λόγους προς αντίκρουση του τεκμηρίου ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλείς για αυτές, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκονται, καθώς δεν προέκυψε ότι υπέστησαν σοβαρές συστηματικές παραβιάσεις δικαιωμάτων ή σοβαρές διακρίσεις ή σώρευση διακρίσεων διαφόρων μορφών. Τούτο, διότι 1. δεν προέκυπτε ότι η χρήση βίας εκτεινόταν σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας αλλά περιοριζόταν σε συγκεκριμένες περιοχές, 2. στην πόλη Berdyansk και στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Zaporizhzhia, όπου διέμεναν, δεν επικρατούσαν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας, η οποία να απειλούσε σοβαρά τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητά τους, καθώς η εσωτερική ένοπλη σύρραξη λάμβανε μεν χώρα σε γειτνιάζουσες αλλά διαφορετικές περιοχές και 3. υφίστατο, πάντως, η δυνατότητα να μετεγκατασταθούν οι αιτούσες σε άλλο τμήμα της χώρας τους, νομικά και πρακτικά προσβάσιμο σε αυτές, στα δυτικά (λ.χ. στο Κίεβο, καθώς η κατάσταση εκεί, παρά τις δυσκολίες, έδειχνε να αντιμετωπίζεται επαρκώς από την κυβέρνηση) και η πρώτη αιτούσα με μορφωτικό επίπεδο ανώτερο/ανώτατο, χωρίς προβλήματα υγείας και στην ηλικία των 40 ετών περίπου διέθετε τα απαιτούμενα προσωπικά χαρακτηριστικά για την αρμονική εγκατάσταση και την καλύτερη ένταξη της οικογένειάς της στην κοινωνία της χώρας καταγωγής της, σε ασφαλέστερη περιοχή (λ.χ. το Κίεβο) από την περιοχή της μόνιμης κατοικίας της. Περαιτέρω, κατά την κρίση της Επιτροπής, οι ισχυρισμοί για την έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου στην Ουκρανία και τη δημιουργία βιοτικών σχέσεων στην Ελλάδα ουδόλως σχετίζονταν προς την ύπαρξη κινδύνου στη χώρα καταγωγής των αιτουσών και δεν στοιχειοθετούσαν λόγο υπαγωγής τους στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, όπως και οι ισχυρισμοί για τα οικονομικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν, δοθέντος ότι αφορούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας και δεν συνδέονται με κάποιο χαρακτηριστικό τους. Με αυτό το σκεπτικό με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι στο πρόσωπο των αιτουσών δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παροχής διεθνούς προστασίας και η ενδικοφανής προσφυγής τους απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη, όπως και σε β΄ βαθμό τα επίμαχα αιτήματά τους, ενώ το αίτημα της υπαγωγής τους σε ανθρωπιστικό καθεστώς απορρίφθηκε, λόγω της κατάργησης του άρθρου 67 του ν.4375/2016, που προέβλεπε την παραπομπή υποθέσεων στον αρμόδιο Υπουργό για την έρευνα των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κατά την περ. στ της παρ. 1 του άρθρου 19Α του ν.4251/2014 (Α΄80), από το άρθρο 61εδ. ε΄του ν.4626/2020. Κατόπιν τούτου, σε βάρος τους λήφθηκε και το μέτρο της επιστροφής στην χώρα καταγωγής τους και τάχθηκε προθεσμία 30 ημερών για την οικειοθελή τους αναχώρηση από την Ελλάδα.
15. Επειδή, με την αίτηση ακύρωσης αμφισβητείται το περιεχόμενο του πρακτικού της συνέντευξης της πρώτης αιτούσας, με το σκεπτικό ότι λόγω της ηχητικής καταγραφής δεν φέρει την υπογραφή της και είναι ανυπόστατο ως έγγραφο. Περαιτέρω προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι: 1. η πρώτη αιτούσα δεν κατέστη δυνατόν, κατά την προσωπική της συνέντευξη να εκθέσει το ιστορικό της με πληρότητα και ακρίβεια, λόγω της κακής σύνδεσης και της δυσκολίας κατανόησης του διερμηνέα, εξαιτίας της διεξαγωγής της συνέντευξης αυτής με τηλεδιερμηνεία, αλλά και διότι δεν ενημερώθηκε για την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας και 2. παρά το γεγονός ότι κατά την συνέντευξη της πρώτης αιτούσας εμφιλοχώρησαν σοβαρές πλημμέλειες, η τελευταία δεν κλήθηκε ενώπιον της 2η Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών για να εκθέσει λυσιτελώς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.
16. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος προβάλλεται στο σύνολό του αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, από το πρακτικό της συνέντευξης της πρώτης αιτούσας, το οποίο περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι η συνέντευξη αυτή έλαβε χώρα με τηλεδιερμηνεία (κωδικός διερμηνέα Σ08-069), διήρκησε από τις 11:19 έως τις 12:35, καταγράφηκε ηχητικώς και σχετικώς ενημερώθηκε η πρώτη αιτούσα, η οποία έλαβε την διαβεβαίωση ότι όλες οι πληροφορίες που θα αναφερθούν κατά την διάρκεια της συνέντευξης είναι εμπιστευτικές. Η χειρίστρια του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης εξήγησε στην πρώτη αιτούσα ότι η Ουκρανία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών καταγωγής, ότι, για τον λόγο αυτόν, η υπόθεσή της θα εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία και ότι η τελευταία οφείλει να επικαλεστεί τους λόγους, για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα της δεν είναι ασφαλής για την ίδια. Μετά το πέρας της συνέντευξης η πρώτη αιτούσα επιβεβαίωσε ότι δεν έχει να προσθέσει κάτι άλλο στη διήγησή της. Από το περιεχόμενο της συνέντευξης, όπως αποτυπώθηκε στο οικείο πρακτικό και παρατίθεται κατά τα βασικά σημεία του στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η χειρίστρια επανειλημμένως ζήτησε από την πρώτη αιτούσα εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα της και με την κατάσταση που επικρατούσε στον τόπο διαμονής της, υποβάλλοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις ως προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που η τελευταία επικαλέστηκε. Άλλωστε, η πρώτη αιτούσα δεν επισημαίνει ποια κρίσιμα περιστατικά παραλείπονται από την διήγησή της ή ποιες λεπτομέρειες στερήθηκε της δυνατότητας να εκθέσει, πολλώ δε μάλλον που, εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αμφισβητήθηκε, κατ΄επίκληση ανακριβειών ή ασαφειών της διήγησης αυτής, η εν γένει αξιοπιστία των ισχυρισμών της, αλλά η απόρριψη των αιτημάτων διεθνούς προστασίας στηρίζεται κυρίως στην εκτίμηση της κατάστασης στην επαρχία Zaporizhzhia όπου διέμενε, κατά τον κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω, το πρακτικό της συνέντευξης περιελήφθη στον φάκελο της υπόθεσης, ελήφθη υπόψιν από την Επιτροπή Προσφυγών, όπως βεβαιώνεται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ. 5 στοιχείο ια΄) και προκύπτει σαφώς από το περιεχόμενό της. Εξάλλου, η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή, στο πλαίσιο της ευχέρειας που διαθέτει, δεν έκρινε αναγκαίο να καλέσει την πρώτη αιτούσα ενώπιόν της, ενώ βάσει των στοιχείων της υπόθεσης και των ατομικών περιστάσεων της ίδιας και της ανήλικης θυγατέρας της δεν προκύπτει ότι συνέτρεχε κάποια από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 97 παρ. 3 του ν.4636/2019 προϋποθέσεις, για υποχρεωτική κλήση τους σε προφορική ακρόαση. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αιτούσα υπέβαλε αποδεικτικά έγγραφα και υπόμνημα ενώπιον της 2ης Ανεξάρτητης Επιτροπής προσφυγών, το οποίο συντάχθηκε από την δικηγόρο Α. Κ. Δ. και με το υπόμνημα αυτό ανέπτυξε αναλυτικά τους ισχυρισμούς της, χωρίς μάλιστα να προβάλει ότι, κατά την συνέντευξή της, εμφιλοχώρησαν διαδικαστικές πλημμέλειες. Με αυτά τα δεδομένα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς που προβάλλονται με το δικόγραφο, δεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, όπως αβασίμως υποστηρίζεται. Περαιτέρω, το οικείο πρακτικό επιτρεπτώς δεν φέρει την υπογραφή της πρώτης αιτούσας, λόγω της ηχητικής καταγραφής της συνέντευξής της, όπως ακριβώς προβλέπεται στην παρ. 13 του άρθρου 52 του εφαρμοστέου, κατά τον χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξης, ν.4375/2016, συνεπώς ουδόλως η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε «ανυπόστατο έγγραφο», όπως επίσης αβασίμως προβάλλεται.
17. Επειδή, περαιτέρω με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούσες εκθέτουν ότι η κρίση της Επιτροπής ότι η Ουκρανία είναι ασφαλής χώρα δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, υποστήριξαν: α) ότι από τις διεθνείς πηγές διαπιστώθηκε ότι στην επαρχία του Donetsk, η οποία απέχει μόλις 220 χλμ. από τον τόπο διαμονής τους, βρίσκονται σε εξέλιξη ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των αυτονομιστών και των κυβερνητικών δυνάμεων και η βία έχει κλιμακωθεί, 2. ότι η εμπόλεμη κατάσταση που επικρατεί στην Ανατολική Ουκρανία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί μόνο σε συγκεκριμένες επαρχίες, αντίθετα υπάρχει η πιθανότητα να εξαπλωθεί σε άλλες περιοχές και να λάβει την μορφή «ολοκληρωτικού πολέμου», 3. ότι η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εκτίθενται καθημερινώς στην αγωνία και στον φόβο, λόγω των πυροβολισμών και των εκρήξεων βομβών σε γειτονικές περιοχές, ενώ και στον τόπο διαμονής τους επιβάλλονταν συχνά μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας και ήταν αισθητή η παρουσία ενόπλων στρατιωτών και αποστατών, 4. ότι η μέριμνα των κρατικών αρχών για τους πολίτες σε όλες τις ανατολικές περιφέρειες περιορίζεται σε απλά καθημερινά πολεμικά μαθήματα και δεν παρέχεται ουσιαστική προστασία ιδίως ενόψει του ενδεχόμενου μίας ανοιχτής εμπόλεμης σύρραξης και 5. ότι η χώρα τους αντιμετωπίζει μία αυξανόμενης κλίμακας ανθρωπιστική κρίση εν μέσω ρευστών συνθηκών εξάπλωσης της βίας και επιδείνωσης της κατάστασης ασφαλείας, περιορισμών στην πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια, συνεχών εκτοπισμών και διακοπής της παροχής υπηρεσιών, η κρίση δε αυτή πλήττει τους αμάχους και τους εσωτερικά εκτοπισμένους πληθυσμούς. Κατ΄επίκληση των ανωτέρω, οι αιτούσες, καθ΄ερμηνεία του δικογράφου προβάλλουν ότι η κρίση της Επιτροπής ότι στην χώρα τους δεν κινδυνεύουν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, ενόψει της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην ανατολική Ουκρανία, η οποία ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τον άμαχο πληθυσμό. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι, παρά τα όσα έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υφίσταται πραγματική δυνατότητα μετεγκατάστασης της πρώτης αιτούσας και των τέκνων της στο Κίεβο, λόγω των μαζικών εκτοπισμών, της απουσίας υποστηρικτικού δικτύου και της διαπιστωθείσας γενικότερης δυσχέρειας των εκτοπισθέντων να ενταχθούν πλήρως στην κοινωνική και οικονομική ζωή στις περιοχές μετεγκατάστασης.
18. Επειδή, καταρχάς, όπως έχει κριθεί, το άρθρο 37 της οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να χαρακτηρίζεται τρίτη χώρα ως ασφαλής χώρα καταγωγής όταν ορισμένα τμήματα του εδάφους της χώρας αυτής δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου χαρακτηρισμού τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, C-406/22, CV, σκ. 91). Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10, ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής ανάγεται κατά κύριο λόγο στις διαδικαστικές πτυχές των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, όπως είναι η προθεσμία άσκησης προσφυγής, το όργανο που αναλαμβάνει την εξέταση της αίτησης και της προσφυγής, το δικαίωμα παραμονής κλπ. Τούτο δε, διότι ναι μεν δημιουργείται (μαχητό) τεκμήριο περί μη συνδρομής κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης των αιτούντων στη χώρα καταγωγής τους, πλην όμως οι αιτούντες μπορούν να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι ειδικώς για την περίπτωσή τους η χώρα καταγωγής τους δεν είναι ασφαλής και ως εκ τούτου απαιτείται σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένη κρίση ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής διεθνούς προστασίας σε αυτούς. Εν προκειμένω, η Επιτροπή μνημονεύει μεν τον χαρακτηρισμό της Ουκρανίας, ως ασφαλούς χώρας καταγωγής με την κυα 1302/20.12.2019, πλην όμως δεν αρκείται στον χαρακτηρισμό αυτό, αλλά προβαίνει, όπως έχει αρμοδιότητα, σε εξατομικευμένη κρίση ως προς τους ισχυρισμούς των αιτουσών περί κινδύνου σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής τους, επικαλούμενη και παραθέτοντας πηγές πληροφοριών, με βάση τις οποίες επισημαίνει ότι, πρώτον, οι ισχυρισμοί τους (τους οποίους αποδέχεται ως αξιόπιστους) δεν στοιχειοθετούν λόγο παροχής διεθνούς προστασίας, διότι οι συγκρούσεις μεταξύ των ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων και των φιλορώσων αυτονομιστών περιορίζονταν σε συγκεκριμένες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας (Donetsk, Luhantsk) και δεν είχαν επεκταθεί στην περιοχή όπου διέμεναν και δεύτερον ότι υπάρχει δυνατότητα μετεγκατάστασής τους στο Κίεβο. Η ακρίβεια της διαπίστωσης αυτής δεν αμφισβητείται, άλλωστε, με την αίτηση ακύρωσης, με την οποία οι τελευταίες περιορίστηκαν να αναφέρουν ότι ζουν με τον φόβο μίας ενδεχόμενης, κατά τον χρόνο εκείνο, επέκτασης της κρίσης στην περιοχή τους, φόβος ο οποίος εντεινόταν από την παρουσία στρατιωτικής δύναμης στην Zaporizhzhia και από την γειτνίαση της περιοχής αυτής με την επαρχία του Donetsk. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όλα όσα οι αιτούσες επικαλέσθηκαν, αιτιολογημένως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν δικαιολογούσαν, κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, την παροχή επικουρικής προστασίας, καθώς τα πραγματικά περιστατικά, όπως περιγράφησαν από τις ίδιες τις αιτούσες, και η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή της Zaporizhzhia, όπως αυτή προέκυπτε με βάση τις πληροφορίες από τις διεθνείς πηγές, που παρατέθηκαν και αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή, δεν στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη αδιάκριτης βίας στην συγκεκριμένη περιοχή, ώστε αυτές να κινδυνεύουν ως άμαχες, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η κρίση της Επιτροπής ότι η χώρα τους είναι ασφαλής για αυτές, λόγω των συγκρούσεων που εκτυλίσσονται στο γειτονικό Donetsk, όπως υποστηρίχθηκε. Περαιτέρω, όσα οι αιτούσες αναφέρουν σχετικά με το ζήτημα της μετεγκατάστασής τους στο Κίεβο δεν ασκούν επιρροή, διότι το αιτιολογικό αυτό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επικουρικό και η απόρριψη της προσφυγής τους και των αιτημάτων διεθνούς προστασίας ερείδεται αυτοτελώς στην εκτίμηση της κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή όπου κατοικούσαν.
17. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η επιστροφή των αιτουσών στην χώρα καταγωγής τους παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί. Ο λόγος αυτός, θα ήταν καταρχήν απορριπτέος, διότι, όπως προεκτέθηκε, η Επιτροπή αιτιολογημένως έκανε δεκτό ότι στην Zaporizhzhia, δεν υπήρχε κίνδυνος για τις αιτούσες, επομένως επί της ουσίας, με τον λόγο αυτό απλώς επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί που εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία που αφορούσε την παροχή διεθνούς και ειδικότερα επικουρικής προστασίας, κατά το στοιχείο γ του άρθρου 15 του ν.4636/2019. Ωστόσο, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και προ της συζήτησης της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 24.2.2022, έλαβε χώρα, κατά τα κοινώς γνωστά, η εισβολή των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία, η οποία οδήγησε σε μαζικές εκτοπίσεις του πληθυσμού, λόγος για τον οποίο άλλωστε εκδόθηκε η 172172/24.3.2022 απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου (Β΄1462), για την «Διαδικασία χορήγησης Άδειας Διαμονής Προσωρινής Προστασίας στους δικαιούχους προσωρινής προστασίας», η οποία προβλέπει την χορήγηση Άδεια Διαμονής Προσωρινής Προστασίας (Α.Δ.Π.Π.), μεταξύ άλλων, σε πρόσωπα που εκτοπίστηκαν από την Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ή αργότερα, ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής εισβολής των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων κατά την εν λόγω ημερομηνία. Η δε Zaporizhzhia, περιοχή όπου κατοικούσαν οι αιτούσες, δέχεται πλήγματα από τον ρωσικό στρατό. Ως εκ τούτου, μεταξύ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22.7.2020 και της επιβολής του μέτρου της επιστροφής έως της συζήτηση της υπόθεσης, κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας, παρήλθε, λόγω και της αναστολής της συζήτησης με βάση το προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί στο ΣτΕ (βλ. σκέψη 3), χρονικό διάστημα 5 ετών περίπου, κατά το οποίο επήλθε σημαντική μεταβολή της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην χώρα καταγωγής των αιτουσών. Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην σκέψη 13, το Δικαστήριο τούτο έχει την υποχρέωση, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του κατά το άρθρα 20 και 28 του ν.3907/2011 (άρθρα 5 και 13 της Οδηγίας 2008/115) και προκειμένου να παράσχει αποτελεσματική δικαστική προστασία, να ελέγξει τυχόν παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης με βάση επίκαιρα στοιχεία, δοθέντος ιδίως ότι η εθνική έννομη τάξη δεν προβλέπει πέραν της απόφασης επιστροφής την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης απομάκρυνσης, η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον Δικαστηρίου. Η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται, άλλωστε, όπως κρίθηκε από το ΔΕΕ (βλ. σκ. 13), από τη δυνατότητα των αιτουσών να υποβάλουν μεταγενέστερο αίτημα διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο του οποίου θα εξεταζόταν εκ νέου η συνδρομή της αρχής της μη επαναπροώθησης ενόψει της τρέχουσας κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής τους. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, με βάση: 1. τα κοινώς γνωστά σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση Ρωσίας Ουκρανίας και την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή της Zaporizhzhia, η οποία εν μέρει τελεί υπό τον έλεγχο των ρωσικών δυνάμεων, ενώ οι περιοχές που βρίσκονται υπό ουκρανικό έλεγχο δέχονται επιθέσεις και υπάρχουν αναφορές για απώλειες αμάχων, 2. το γεγονός ότι, λόγω του πολέμου, κρίθηκε σκόπιμη η παροχή προσωρινής προστασίας στους εκτοπισθέντες από την Ουκρανία, για τον λόγο αυτό εκδόθηκε σχετική υπουργική απόφαση, 3. το γεγονός ότι εν προκειμένω πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια με ανήλικο τέκνο, η οποία ήδη βρίσκεται στην Ελλάδα για 5 έτη και δεν προκύπτει η ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της και 4. το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία ο ισχυρισμός της πρώτης αιτούσας ότι είναι ρωσόφωνη, επομένως δεν θα μπορούσε να αναμένεται να εγκατασταθεί με ασφάλεια σε κάποια περιοχή της χώρας της, το Δικαστήριο κρίνει ότι τυχόν επιστροφή των αιτουσών στη χώρα καταγωγής τους αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης, ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί το μέτρο της επιστροφής που επιβλήθηκε σε βάρος τους, με την προσβαλλόμενη απόφαση.
18. Επειδή, με αυτά τα δεδομένα και μη προβαλλόμενου άλλου λόγου, η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί το μέτρο της επιστροφής που επιβλήθηκε σε βάρος των αιτουσών, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στις αιτούσες (βλ. άρθρο 36 του π.δ. 18/1989) και η δικαστική δαπάνη να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους [άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274), όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. στ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 50 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77)].
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση ακύρωσης.
Ακυρώνει το μέτρο της επιστροφής που επιβλήθηκε σε βάρος των αιτουσών [… … του …και … … του …] με την …/22.7.2020 απόφασης της 2ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση ακύρωσης.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στις αιτούσες.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 28.8.2025 και στις 2.10.2025 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 30.10.2025.
Η Πρόεδρος
Η Εισηγήτρια
Η Γραμματέας
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας, τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη, και την παροχή εξατομικευμένων διαφημίσεων. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα