ΟλΣτΕ 178/2023 - Πλήρες κείμενο [*]
Πρόεδρος: Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγήτρια: Όλγα Παπαδοπούλου, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Σοφία Γκιόκα
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 722/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχή αίτησης του εφεσιβλήτου, η σιωπηρή απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής αυτού κατά της 8/7.5.2014 απόφασης του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων [ΣΑΕΠ] του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την ακυρωθείσα απόφαση του ΣΑΕΠ είχε απορριφθεί αίτημα του εφεσιβλήτου για αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, ο οποίος του είχε απονεμηθεί από το ... Η ανωτέρω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 998/2021 απόφασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με το Π.Δ. 38/2010 ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρχές κρατών-μελών, ορισθείσες ως αρμόδιες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους-μέλους, και οι οποίοι, εφόσον πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, πιστοποιούν τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης. Η δυνατότητα δε αυτή αναγνώρισης της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” των τίτλων παρέχεται ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, όπως π.χ. όταν δεν πρόκειται για “νομοθετικώς κατοχυρωμένο”, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, επάγγελμά. Ο όρος, εξ άλλου, “αναγνωρισμένος τίτλος” του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010 δεν έχει την έννοια ότι για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου απαιτείται είτε προηγούμενη αναγνώριση του τίτλου αυτού, κατά τις ισχύουσες διατάξεις περί ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου, είτε η συνδρομή, πάντως, των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπει η ειδική νομοθεσία για την αναγνώριση αυτή. Η αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας”, δηλαδή η αναγνώριση από την αρμόδια ελληνική αρχή [ΣΑΕΠ] ότι ο χορηγηθείς κατά τα ανωτέρω από άλλο κράτος-μέλος τίτλος είναι ισοδύναμος, ως προς την κατ’ αρχήν ικανότητα άσκησης από τον κάτοχό του συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, με τίτλους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, παρέχοντες την αντίστοιχη ικανότητα, δεν αποτελεί και αναγνώριση της ακαδημαϊκής αξίας του τίτλου, αλλά απλώς παρέχει στον κάτοχο του τίτλου που έχει αναγνωρισθεί από το ΣΑΕΠ “την δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα” με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις υπό τους οποίους δύνανται να ασκήσουν τη δραστηριότητα αυτή οι κάτοχοι “συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος”. Η διαδικασία συγκριτικής εξέτασης παρέχει στο ΣΑΕΠ τη δυνατότητα να βεβαιώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα και αν από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, το ΣΑΕΠ μπορεί να αξιώσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν ή, εφόσον τούτο δεν αποδεικνύεται προσηκόντως, να τον υποβάλει σε γραπτή δοκιμασία, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 57Α του π.δ. 38/2010, ερμηνευόμενες και υπό το φως της οικείας νομολογίας του ΔΕΚ/ΔΕΕ. Εφόσον, όμως, ο προσκομιζόμενος τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης έχει χορηγηθεί από αρμόδια, κατά τη νομοθεσία του κράτους-μέλους προέλευσης, αρχή και πιστοποιεί, ως προς πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, το ΣΑΕΠ δεν δύναται να μη λαμβάνει υπόψη τίτλους σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής, ούτε δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση τέτοιου τίτλου επικαλούμενο το γεγονός ότι για τη χορήγησή του από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης συνεκτιμήθηκαν σπουδές πραγματοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και μη αναγνωριζόμενες, κατά την εθνική νομοθεσία, ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως είναι οι πραγματοποιηθείσες σε εργαστήρια ελευθέρων σπουδών.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 14 § 2, 58 § 1 εδ. β΄, γ΄ Π.Δ. 18/1989, 1 § 2, 3 § 5, 57Α Π.Δ. 38/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Ευαγγελία Νίκα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ευθύμιος Αντωνόπουλος, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Όλγα Ζύγουρα, Κωνσταντίνος Κουσούλης, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Θεόδωρος Αραβάνης, Χρήστος Ντουχάνης, Όλγα Παπαδοπούλου, Ιωάννης Σύμπλης, Παναγιώτης Τσούκας, Αγγελική Μίντζια, Χρήστος Λιάκουρας, Ιφιγένεια Αργυράκη, Ελένη Γεωργούτσου, Γεωργία Ανδριοπούλου, Σύμβουλοι, Ουρανία Νικολαράκου, Ιωάννης Παπαγιάννης, Θεοδώρα Ζιάμου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ιωάννης Σύμπλης και Ιφιγένεια Αργυράκη, καθώς και η Πάρεδρος Θεοδώρα Ζιάμου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να δικάσει την από 10 Δεκεμβρίου 2018 έφεση:
του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και ήδη Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν παρέστη,
κατά του … … του …, κατοίκου Αθηνών (…), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Σοφία Γκιόκα (Α.Μ. …), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά της 722/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 998/2021 απόφασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία επέχει θέση εισήγησης, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Όλγα Παπαδοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του εφεσιβλήτου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Χρ. Ντουχάνη και Π. Τσούκα, τακτικών μελών της σύνθεσης που δίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Ιω. Σύμπλης και Ιφ. Αργυράκη, οι οποίοι είχαν ορισθεί αναπληρωματικά μέλη (βλ. το 31Α/2022 πρακτικό διάσκεψης).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, που ασκείται κατά νόμον χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 722/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχή αίτησης του εφεσιβλήτου, η σιωπηρή απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής αυτού κατά της 8/7.5.2014 απόφασης του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων [ΣΑΕΠ] του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την ακυρωθείσα απόφαση του ΣΑΕΠ είχε απορριφθεί αίτημα του εφεσιβλήτου για αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, ο οποίος του είχε απονεμηθεί από το …
3. Επειδή, με την 998/2021 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας και της γενικότερης σημασίας των ζητημάτων που τίθενται. Περαιτέρω, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας, παρά το ότι δεν παρέστη το εκκαλούν Δημόσιο, εφόσον, όπως προκύπτει από τα οικεία αποδεικτικά, αντίγραφα της ανωτέρω παραπεμπτικής απόφασης, καθώς και της από 5.10.2021 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν, νομοτύπως και εμπροθέσμως, στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων [βλ. τα από 2.11.2021 αποδεικτικά επίδοσης].
4. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά τη συμπλήρωση και την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου, αρχικώς με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ακολούθως με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Εν προκειμένω, όπως βασίμως προβάλλει το εκκαλούν Δημόσιο, για τα τιθέμενα με τους λόγους της έφεσης νομικά ζητήματα, τα οποία αφορούν ερμηνεία των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του π.δ. 38/2010 [βλ. κατωτέρω], δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, η οποία κατατέθηκε εμπροθέσμως, ασκείται παραδεκτώς.
5. Επειδή, η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΛΕΕ], όπως το κείμενό της διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας [που κυρώθηκε με τον ν. 3671/2008 (Α΄ 129)], ορίζει στο άρθρο 45 [πρώην άρθρο 39 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας - Συνθήκη του Άμστερνταμ, κυρωθείσα με τον ν. 2691/1999 (Α΄ 47), βλ. και τη Συνθήκη της Νίκαιας, κυρωθείσα με τον ν. 3001/2002 (Α΄ 73)] ότι εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης, στο άρθρο 46 (πρώην άρθρο 40 ΣΕΚ) ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν, με οδηγίες ή κανονισμούς, τα αναγκαία μέτρα για να πραγματοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στο άρθρο 49 (πρώην άρθρο 43 ΣΕΚ) ότι “οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται” και ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, “σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους”, στο άρθρο 50 παρ. 1 (πρώην άρθρο 44 ΣΕΚ) ότι για την πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκδίδουν οδηγίες, στο άρθρο 53 παρ. 1 (πρώην άρθρο 47 ΣΕΚ) ότι προκειμένου να διευκολύνουν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκδίδουν οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, στο άρθρο 56 (πρώην άρθρο 49 ΣΕΚ) ότι “οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής”, στο άρθρο 57 (πρώην άρθρο 50 ΣΕΚ) ότι ως υπηρεσίες νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής, περιλαμβάνουν δε, μεταξύ άλλων, “δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων”, στο άρθρο 165 (πρώην άρθρο 149 ΣΕΚ) ότι “1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία ... 2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: ... -να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών, -να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ... -να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως ...” στο δε άρθρο 166 (πρώην άρθρο 150 ΣΕΚ) ότι “1. Η Ένωση εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. 2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: ... -να διευκολύνει την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων ...”.
6. Επειδή, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 49 και 57 παρ. 1 και 66 της Συνθήκης της Ρώμης [Συνθήκη για την ίδρυση της ΕΟΚ, κυρωθείσα με τον ν. 945/1979 (Α΄ 170)], που στοιχούν στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 46, 53 παρ. 1 και 62 της ΣΛΕΕ, εκδόθηκε η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 19), με την οποία θεσπίσθηκε γενικής εφαρμογής σύστημα αναγνώρισης, που (α) αφορούσε διπλώματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία χορηγήθηκαν από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους, πιστοποιούσαν ότι ο κάτοχός τους παρακολούθησε επιτυχώς κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου και πιστοποιούσαν, επίσης, ότι ο κάτοχός τους διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα που του επιτρέπουν την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και την άσκησή του στο ανωτέρω κράτος- μέλος, και (β) απέβλεπε στην κτήση, από τους κοινοτικούς υπηκόους, του δικαιώματος να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το αντίστοιχο, νομοθετικώς κατοχυρωμένο, επάγγελμα σε άλλο κράτος-μέλος (κράτος μέλος-υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωμά τους. Ακολούθησε η οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 209), με την οποία θεσπίσθηκε ένα συμπληρωματικό γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ώστε να καλυφθούν τα μη καλυπτόμενα από το σύστημα της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ επίπεδα εκπαίδευσης. Εξ άλλου, με τις οδηγίες 77/452/ΕΟΚ (ΕΕ L 176), 77/453/ΕΟΚ (ΕΕ L 176), 78/686/ΕΟΚ (ΕΕ L 233), 78/687/ΕΟΚ (ΕΕ L 233), 78/1026/ΕΟΚ (ΕΕ L 362), 78/1027/ΕΟΚ (ΕΕ L 362), 80/154/ΕΟΚ (ΕΕ L 33), 80/155/ΕΟΚ (ΕΕ L 33), 85/384/ΕΟΚ (ΕΕ L 223), 85/432/ΕΟΚ (ΕΕ L 253), 85/433/ΕΟΚ (ΕΕ L 253), 93/16/ΕΟΚ (ΕΕ L 165) επιδιώχθηκε η πλήρης εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών ως προς τους όρους εκπαίδευσης, τους τίτλους εκπαίδευσης και τα επαγγελματικά δικαιώματα συγκεκριμένων κατηγοριών [νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, μαιών, αρχιτεκτόνων, φαρμακοποιών και ιατρών] και με την οδηγία 1999/42/ΕΚ (ΕΕ L 201) θεσπίσθηκε σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της επαγγελματικής εμπειρίας, σε εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές επαγγελματικές δραστηριότητες. Όλες οι ανωτέρω οδηγίες καταργήθηκαν ρητώς με την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 255) “σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων”, η οποία εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 40, 47 [παρ. 1 και 2] και 55 της Συνθήκης ΕΚ [που στοιχούν στα άρθρα 46, 53 παρ. 1 και 62 της ΣΛΕΕ] [βλ. το άρθρο 62 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ και το στοιχείο 9 του προοιμίου]. Κατά τα διαλαμβανόμενα στο προοίμιο της ανωτέρω οδηγίας 2005/36/ΕΚ: “(1) [Σύμφωνα με τη συνθήκη] η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών συνιστά έναν από τους στόχους της Κοινότητας. Για τους υπηκόους των κρατών μελών αυτό περιλαμβάνει, ειδικότερα, το δικαίωμα να ασκούν επάγγελμα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησαν τα επαγγελματικά προσόντα τους ... (11) Όσον αφορά τα επαγγέλματα που καλύπτονται από το γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης ... τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν το δικαίωμα να ορίζουν το ελάχιστο επίπεδο απαραίτητων προσόντων ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στην επικράτειά τους. Εντούτοις ... δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν σε υπήκοο κράτους μέλους την απόκτηση προσόντων τα οποία προσδιορίζουν γενικώς μόνον ως προς τα διπλώματα που χορηγούνται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού τους συστήματος, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη αποκτήσει όλα ή ορισμένα από τα εν λόγω προσόντα σε άλλο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί ότι κάθε κράτος μέλος υποδοχής, στο οποίο έχει ρυθμισθεί νομοθετικά ένα επάγγελμα, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος και να αξιολογεί κατά πόσον τα προσόντα αυτά αντιστοιχούν σε εκείνα που το ίδιο απαιτεί … (15) Ελλείψει εναρμόνισης των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης για την πρόσβαση στα επαγγέλματα που διέπονται από το γενικό σύστημα, θα πρέπει να είναι δυνατό να προβλεφθεί για τα κράτη μέλη υποδοχής η δυνατότητα επιβολής αντισταθμιστικού μέτρου. Το μέτρο αυτό θα πρέπει να είναι αναλογικό και να συνυπολογίζει, ιδίως, την επαγγελματική πείρα του αιτούντος ... (17) Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιπτώσεων για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμη διατάξεις σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, το γενικό σύστημα θα πρέπει να επεκταθεί στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από συγκεκριμένο καθεστώς ...”. Ο Τίτλος Ι της οδηγίας 2005/36/ΕΚ περιέχει τις γενικές διατάξεις. Ειδικότερα: Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, με αυτήν θεσπίζονται οι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος, που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος στην επικράτειά του από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων [κράτος μέλος υποδοχής], αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη [κράτη μέλη καταγωγής], παρέχοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί το επάγγελμα αυτό. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους, ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του, είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα. Κατά τους ορισμούς του ιδίου άρθρου, ως “νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα” νοείται “η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη ή άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων ...”, ως “επαγγελματικά προσόντα” δε, τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, βεβαίωση επάρκειας ή/και επαγγελματική πείρα. Ο Τίτλος ΙΙ της αυτής οδηγίας αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών [άρθρα 5-9], ο δε Τίτλος ΙΙΙ [άρθρα 10 επ.] για την ελευθερία εγκατάστασης περιέχει, στο Κεφάλαιο Ι, διατάξεις για το “Γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης”. Κατά τη σχετική νομολογία, οι ήδη αναφερθείσες οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 2005/36/ΕΚ εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, σε κάθε δίπλωμα ανώτατων σπουδών που χορηγείται μετά το πέρας κύκλου σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, και το οποίο επιτρέπει στον κάτοχό του να έχει πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα· το δε δικαίωμα αναγνώρισης των διπλωμάτων διασφαλίζεται από τις Συνθήκες ως έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, υπόθεση C-39/07 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Κατά τις οδηγίες αυτές, ένα επάγγελμα θεωρείται “νομοθετικώς κατοχυρωμένο” όταν η πρόσβαση στη σχετική επαγγελματική δραστηριότητα ή η άσκησή της διέπεται από διατάξεις που θεσπίζουν ένα σύστημα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται ρητώς η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας μόνο στα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και να απαγορεύεται η πρόσβαση στην ίδια δραστηριότητα στα πρόσωπα που δεν τις πληρούν (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, υπόθεση C-39/07 Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01, Morgenbesser, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94 Αρανίτης). Η έννοια “καθορισμένα επαγγελματικά προσόντα”, που περιλαμβάνεται στον ορισμό του “νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος” κατά την οδηγία 2005/36/ΕΚ, δεν αφορά κάθε είδους προσόντα που πιστοποιούνται με τίτλο γενικής εκπαίδευσης, αλλά τα προσόντα τα οποία αντιστοιχούν σε τίτλο εκπαίδευσης που είναι ειδικώς σχεδιασμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος. Τίτλος εκπαίδευσης, απαιτούμενος μεν, κατά την εθνική νομοθεσία του κράτους υποδοχής, για την πρόσβαση σε ορισμένη θέση, ο οποίος, όμως, δεν είναι ειδικώς σχεδιασμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος, αλλά καθιστά δυνατή την πρόσβασή τους σε ευρύ φάσμα επαγγελμάτων, δεν συνεπάγεται την κτήση “καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων”, κατά την ανωτέρω έννοια της οδηγίας (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα κριθέντα, το σύστημα των οδηγιών “δεν οδηγεί σε αυτόματη και ανεπιφύλακτη αναγνώριση των οικείων πτυχίων και επαγγελματικών προσόντων”, αλλά “[σ]τηρίζεται στην ιδέα της ισοδυναμίας σε γενικές γραμμές των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων και επιτρέπει στα κράτη-μέλη να απαιτούν από τον ενδιαφερόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να πληροί πρόσθετες απαιτήσεις” (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, υπόθεση C-110/01, Malika Tennah-Durez, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, υπόθεση C- 39/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας). Η αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων δεν συνεπάγεται ότι τα χορηγηθέντα από τα άλλα κράτη-μέλη διπλώματα πιστοποιούν εκπαίδευση ανάλογη ή συγκρίσιμη προς την απαιτούμενη στο κράτος-μέλος υποδοχής· κατά το σύστημα των οδηγιών, ένα δίπλωμα δεν αναγνωρίζεται ως εκ της εγγενούς αξίας της εκπαίδευσης την οποία πιστοποιεί, αλλά διότι παρέχει, εντός του κράτους-μέλους όπου αυτό έχει χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί, την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα (βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, υπόθεση C-286/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας). Διαφορές, όσον αφορά την οργάνωση ή το περιεχόμενο της κτηθείσας στο κράτος προέλευσης εκπαίδευσης, σε σχέση με την παρεχόμενη στο κράτος υποδοχής, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την άρνηση αναγνώρισης του σχετικού επαγγελματικού προσόντος· εάν, όμως, αυτές οι διαφορές είναι ουσιώδεις, μπορεί το κράτος υποδοχής να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι ικανοποιεί τα προβλεπόμενα μέτρα αντισταθμιστικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, υπόθεση C-102/02, Beuttenmüller). Εν σχέσει προς την ανωτέρω οδηγία 89/48/ΕΟΚ, με την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2008, εκδοθείσα επί προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, κρίθηκαν, επίσης, τα ακόλουθα [υπόθεση C-274/05
, Επιτροπή κατά Ελλάδος]: “Το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που καθιερώθηκε με την οδηγία 89/48 στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν. Το σύστημα αυτό θέτει, κατ’ ουσίαν, τεκμήριο περί του ότι τα προσόντα αιτούντος ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε ένα κράτος-μέλος είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στα λοιπά κράτη-μέλη. Εγγενές στοιχείο του συστήματος αυτού, το οποίο δεν προβαίνει σε καμία εναρμόνιση των σπουδών που παρέχουν πρόσβαση στα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, είναι ότι εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που παρέχουν πρόσβαση στα επαγγέλματα αυτά να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημά τους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών ... Κατά συνέπεια, το κράτος-μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν τα έγγραφα αυτά ... Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος διπλώματος, είναι ‘πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου’, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο α΄ πρώτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 89/48, πρέπει να κρίνεται αποκλειστικώς βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως του κράτους-μέλους του οποίου αρμόδια αρχή χορήγησε το δίπλωμα ... [Κ]ατά το γράμμα της οδηγίας 89/48, οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ... Από [τα ανωτέρω] προκύπτει ότι ... ένα κράτος-μέλος υποδοχής υποχρεούται να αναγνωρίσει δίπλωμα που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μολονότι με το δίπλωμα αυτό πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, στο κράτος-μέλος υποδοχής και οι οποίες, κατά τη νομοθεσία αυτού του κράτους-μέλους, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως ... [Η] ερμηνεία αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος ... η οδηγία 89/48 δεν αφορά την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά μόνον τα επαγγελματικά προσόντα τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ... αντιθέτως προς τις τομεακές οδηγίες που αφορούν επιμέρους επαγγέλματα, η οδηγία 89/48 δεν σκοπεί να εναρμονίσει τους όρους προσβάσεως στα διάφορα επαγγέλματα στα οποία έχει εφαρμογή ή τους όρους ασκήσεως των επαγγελμάτων αυτών, τα δε κράτη-μέλη εξακολουθούν, συνεπώς, να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των όρων αυτών εντός των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο ... Τέλος, η μέθοδος αναγνωρίσεως που καθιερώνει η οδηγία 89/48 δεν έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη και άνευ όρων αναγνώριση των διπλωμάτων και επαγγελματικών προσόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ... [καθόσον] επιτρέπει ρητώς την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων αν η εκπαίδευση του αιτούντος διαφέρει ως προς τη διάρκεια ή το περιεχόμενό της από την απαιτούμενη στην Ελλάδα εκπαίδευση. Ομοίως, δοθέντος ότι χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών αποκλειστικά βάσει των κανόνων που διέπουν τα αντίστοιχα συστήματά τους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, τα διπλώματα που πιστοποιούν σπουδές που πραγματοποιήθηκαν βάσει συμφωνίας δικαιοχρήσεως δεν εντάσσονται, από απόψεως της οδηγίας 89/48, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, ο σκοπός της διασφαλίσεως του υψηλού επιπέδου των ελληνικών πανεπιστημιακών σπουδών δεν τίθεται σε κίνδυνο από τις σπουδές αυτές, η διασφάλιση της ποιότητας των οποίων εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που πιστοποιούν τις εν λόγω σπουδές” (βλ. επί των αυτών ζητημάτων ΔΕΚ διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2008, υποθέσεις C-180/08 και C-186/08, Καστρινάκη, καθώς και την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, υπόθεση C-286/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, βλ. και ΣτΕ 853/2010). Συναφώς, στην απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008 [υπόθεση C-151/07, Χατζηθανάσης] επί προδικαστικού ερωτήματος, υποβληθέντος από το Συμβούλιο της Επικρατείας [βλ. ΣτΕ 778/2007
] εν σχέσει προς την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, υπό το φως των άρθρων 39 παρ. 1, 40 παρ. 1, 43, 47 παρ. 1, 49, 55, 149 και 150 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση εκείνη χρόνο (Συνθήκη του Άμστερνταμ, κυρωθείσα με τον ν. 2681/1999, Α΄ 47)], το ΔΕΚ δέχθηκε ότι “οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής υποχρεούνται ... να αναγνωρίζουν ... το δίπλωμα που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους και πιστοποιεί την ολοκλήρωση σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε φορέα εγκατεστημένο στο κράτος-μέλος υποδοχής ο οποίος, δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους-μέλους, δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα” [βλ. ΣτΕ 4161/2011, βλ. και την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-84/07, Eπιτροπή κατά Ελλάδος]. Τέλος, κατά τα κριθέντα, οδηγίες όπως η 89/48/ΕΟΚ και η 2005/36/ΕΚ, που έχουν ως στόχο τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, “ούτε έχουν ως σκοπό ούτε μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερέστερη η αναγνώριση τέτοιων διπλωμάτων ... και λοιπών τίτλων στις μη καλυπτόμενες υπ’ αυτών καταστάσεις” (βλ. αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2006, υπόθεση C-330/03
, Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, της 8ης Ιουλίου 2021, υπόθεση C-166/20, ΒΒ, της 3ης Μαρτίου 2022, υπόθεση C-634/20, A).
7. Επειδή, περαιτέρω, από τις αναφερθείσες σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις της ΣΛΕΕ [και τις αντίστοιχες παλαιότερες], με τις οποίες κατοχυρώνονται, ως θεμελιώδεις ελευθερίες, η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκατάστασης, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, συνάγονται οι εξής κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται ακόμη και όταν δεν έχουν εκδοθεί ειδικές οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων ή δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω οδηγιών 89/48/ΕΟΚ, 92/51/ΕΟΚ και 2005/36/ΕΚ για το γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης και επαγγελματικών προσόντων (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, υπόθεση C-255/01, Μαρκόπουλος κ.λπ., απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-45/08, Peśla, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard, βλ. και απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, υπόθεση 71/76, Thieffry, βλ. επίσης ΣτΕ 2770/2011
Ολομ, 778/2007 επτ): (Α) Τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη με τις διατάξεις περί θεμελιωδών ελευθεριών δεν εφαρμόζονται στις δραστηριότητες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε από τις καλυπτόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις και των οποίων όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνο κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard κ.ά.). Ωστόσο, η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, καθώς και η ελευθερία εγκατάστασης όταν ασκείται από φυσικά πρόσωπα, δεν θα πραγματώνονταν πλήρως αν τα κράτη-μέλη είχαν τη δυνατότητα να αρνούνται την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων -και τα αντίστοιχα ευεργετικά αποτελέσματα- στους πολίτες τους οι οποίοι, έχοντας κάνει χρήση των προβλεπομένων από το δίκαιο της Ένωσης ευχερειών, απέκτησαν επαγγελματικά προσόντα, όπως π.χ. τίτλο σπουδών, σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια (βλ. ανωτέρω απόφαση Brouillard, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, υπόθεση C-224/98, D’ Hoop, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1990, υπόθεση C-61/89, Bouchoucha, πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, υπόθεση C-147/03, Eπιτροπή κατά Αυστρίας, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 115/78, Knoors). Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται, στο κράτος-μέλος του οποίου είναι πολίτης, πανεπιστημιακό δίπλωμα που απέκτησε σε άλλο κράτος-μέλος, και μάλιστα ακόμη και αν το δίπλωμα αυτό του χορηγήθηκε κατόπιν φοίτησης εξ αποστάσεως (βλ. απόφαση Brouillard). Επομένως, και οι κάτοχοι αλλοδαπών, υπό την ανωτέρω έννοια, τίτλων που αποκτήθηκαν κατόπιν σπουδών εξ αποστάσεως υπάγονται στις διατάξεις της ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και περί ελευθερίας εγκατάστασης και μπορούν να επικαλούνται τις εν λόγω ελευθερίες, καθώς και τους απορρέοντες από αυτές ανωτέρω νομολογιακούς κανόνες, ενώπιον των κρατών-μελών των οποίων είναι πολίτες (βλ. και ΣτΕ 778/2007
επτ). (Β) Eλλείψει εναρμόνισης των όρων και προϋποθέσεων για την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα και για την άσκηση του επαγγέλματος, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού και να απαιτούν την προσκόμιση διπλώματος, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει τις σχετικές γνώσεις και τα σχετικά προσόντα (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, υπόθεση 222/86, Heylens, απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, υπόθεση C-108/96, Mac Quen, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C- 45/08, Peśla, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, υπόθεση C-575/11, Νασιόπουλος, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Εντούτοις, τα κράτη-μέλη οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτόν σεβόμενα τις κατοχυρωμένες από τη Συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, υπόθεση C-108/96, Mac Quen, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, υπόθεση C-330/03
, Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, υπόθεση C-575/11, Νασιόπουλος, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Συνεπώς, και δοθέντος ότι η διάταξη που απαγορεύει τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους- μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους-μέλους [ήδη άρθρο 49 ΣΛΕΕ] “επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, η εκτέλεση της οποίας πρέπει να διευκολύνεται, αλλά να μην εξαρτάται από την εφαρμογή προγράμματος προοδευτικών μέτρων”, με την έκδοση, μεταξύ άλλων, οδηγιών για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, η επίτευξη των στόχων της Συνθήκης, και ειδικότερα της ελευθερίας εγκατάστασης, όταν ελλείπουν σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, γίνεται με μέτρα θεσπιζόμενα από τα κράτη-μέλη, δυνάμει της υποχρέωσής τους να λαμβάνουν συναφώς κάθε κατάλληλο μέτρο, αλλά και να απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, υπόθεση 2/74, Reyners). Ειδικότερα, οι θεσπιζόμενες στο πλαίσιο αυτό εθνικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να συνιστούν εμπόδιο στην πραγματική άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνουν τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C- 45/08, Peśla, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Εθνικοί κανόνες που θέτουν προϋποθέσεις όσον αφορά τα προσόντα, ακόμη και αν εφαρμόζονται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των εν λόγω θεμελιωδών ελευθεριών, εφόσον οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες δεν λαμβάνουν υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος-μέλος (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Kraus, Peśla, Brouillard, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1994, υπόθεση C-319/92, Haim, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01
, Morgenbesser). Κατ’ επέκταση, εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα μόνο στα πρόσωπα που κατέχουν είτε τίτλο χορηγηθέντα αποκλειστικώς από φορέα εδρεύοντα στο κράτος-μέλος υποδοχής και αναγνωριζόμενο ως εκπαιδευτικό ίδρυμα, από τη νομοθεσία του κράτους τούτου, είτε τίτλο αποκτηθέντα μεν σε άλλο κράτος-μέλος, αναγνωρισθέντα όμως ως ισότιμο, από τις αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, προς τους απονεμόμενους στο κράτος υποδοχής, ενδέχεται να παρακωλύει την άσκηση των κατοχυρουμένων στη Συνθήκη ως άνω θεμελιωδών ελευθεριών και υπόκειται, συνεπώς, η νομοθεσία αυτή στους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη να διασφαλίζεται η ακώλυτη άσκηση των ανωτέρω ελευθεριών (πρβλ. ΣτΕ 778/2007
επτ). (Γ) Εν όψει τούτων, οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους, όταν επιλαμβάνονται αίτησης που υποβάλλει πολίτης της Ένωσης για τη χορήγηση αδείας άσκησης επαγγέλματος, στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση ή, ακόμη, από περιόδους πρακτικής άσκησης, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η ως άνω διαδικασία συγκριτικής εξέτασης πρέπει να παρέχει στις εθνικές αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να βεβαιώνονται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Η εκτίμηση περί ισοδυναμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς στον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων, που, με βάση το δίπλωμα αυτό, τη φύση και τη διάρκεια των σπουδών και τη σχετική με αυτές πρακτική εκπαίδευση, τεκμαίρεται ότι διαθέτει ο κάτοχός του. Κατά την ανωτέρω εξέταση, το επιλαμβανόμενο κράτος-μέλος μπορεί, πάντως, να συνεκτιμά τις αντικειμενικές διαφορές, τόσο ως προς το νομικό πλαίσιο του οικείου επαγγέλματος στο κράτος-μέλος προέλευσης, όσο και ως προς το πεδίο δραστηριότητάς του (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Haim, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, υπόθεση C-55/94
, Gebhard, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94, Αρανίτης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97
, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, υπόθεση C-238/98, Hocsman, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-31/00, Dreessen, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-232/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01
, Morgenbesser, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). (Δ) Αν από τη συγκριτική εξέταση των διπλωμάτων προκύπτει ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα αντιστοιχούν στις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούν οι εθνικές διατάξεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι το δίπλωμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις. Αν, αντιθέτως, από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία μεταξύ των ως άνω γνώσεων και προσόντων, το κράτος-μέλος υποδοχής δικαιούται να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν. Συναφώς, στις αρμόδιες εθνικές αρχές εναπόκειται να εκτιμούν αν η επίκληση των γνώσεων που αποκτήθηκαν στο κράτος-μέλος υποδοχής, στο πλαίσιο είτε ενός κύκλου σπουδών είτε πρακτικής πείρας, αρκεί προς αναπλήρωση των γνώσεων που έλειπαν. Στον βαθμό δε που κάθε είδους πρακτική πείρα κατά την άσκηση συγγενών δραστηριοτήτων είναι ικανή να αυξήσει τις γνώσεις του αιτούντος, η αρμόδια αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κάθε είδους πρακτική πείρα, χρήσιμη για την άσκηση του επαγγέλματος, στο οποίο ζητείται η πρόσβαση. Η ακριβής σημασία που πρέπει να προσδοθεί στην πείρα αυτή καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκήθηκαν, των γνώσεων που αποκτήθηκαν και εφαρμόσθηκαν κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, καθώς και των αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν στον ενδιαφερόμενο και του βαθμού ανεξαρτησίας που του παραχωρήθηκε (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Haim, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, υπόθεση C-55/94
, Gebhard, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94, Αρανίτης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97
, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, υπόθεση C-238/98, Hocsman, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-31/00, Dreessen, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-232/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01
, Morgenbesser, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). (Ε) Κάθε μορφής εκπαίδευση που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της απασχόλησης εμπίπτει στην έννοια της επαγγελματικής εκπαίδευσης, τα συναφή δε προς την επαγγελματική εκπαίδευση ζητήματα συνάπτονται στενά με την κατοχυρούμενη στη Συνθήκη ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, εφόσον η ακώλυτη πρόσβαση στην παρεχόμενη στα κράτη-μέλη επαγγελματική εκπαίδευση συνιστά σημαντικό στοιχείο για την άσκηση του ανωτέρω, θεμελιώδους για την ενωσιακή έννομη τάξη, δικαιώματος (βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2004, υπόθεση C-65/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot, της 13ης Φεβρουαρίου 1985, υπόθεση 293/83, Gravier). Περιλαμβάνονται στην επαγγελματική εκπαίδευση, εφόσον πληρούνται οι εν λόγω όροι, ακόμη και οι πανεπιστημιακές σπουδές (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, υπόθεση C-147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot), οι οποίες, παρέχοντας γνώσεις και ικανότητες ακαδημαϊκού επιπέδου, προετοιμάζουν για την άσκηση στο μέλλον συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων· πανεπιστημιακές σπουδές δύνανται να προετοιμάζουν για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή να παρέχουν την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση ενός τέτοιου επαγγέλματος ή απασχόλησης όχι μόνον όταν με τις πτυχιακές εξετάσεις απονέμεται το άμεσο τυπικό προσόν για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή απασχόλησης, που προϋποθέτει το προσόν αυτό, αλλά και όταν με τις σπουδές αυτές παρέχεται ιδιαίτερη ικανότητα, δηλαδή, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται οι φοιτώντες να αποκτήσουν γνώσεις για την άσκηση ενός επαγγέλματος ή απασχόλησης, έστω και αν η απόκτηση των εν λόγω γνώσεων δεν επιβάλλεται για την άσκηση αυτή από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot). Η στενή αυτή σχέση μεταξύ επαγγελματικής υπό την εκτεθείσα έννοια εκπαίδευσης, αφενός, και ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, αφετέρου (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου), είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο η Συνθήκη προνοεί ειδικώς για την έκδοση οδηγιών αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 [πρώην άρθρο 47 παράγραφος 1], το οποίο εντάσσεται στον αφορώντα την άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας Τίτλο ΙΙΙ της Συνθήκης (ΣτΕ 778/2007
επτ). (ΣΤ) Σύμφωνα με τους ανωτέρω νομολογιακούς κανόνες, που διατυπώνονται από το ΔΕΚ/ΔΕΕ καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 39 και 43 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των αντίστοιχων άρθρων 45 και 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η υποχρέωση του κράτους-μέλους υποδοχής, να λαμβάνει υπόψη τους τίτλους τους οποίους έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος-μέλος [κράτος προέλευσης], όταν εξετάζει αν θα επιτρέψει σε αυτόν, ακόμη και όταν πρόκειται για πολίτη του ιδίου του κράτους-μέλους υποδοχής, την άσκηση επαγγέλματος για την οποία, κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής, απαιτούνται προσόντα πιστοποιούμενα με την κατοχή ορισμένου τίτλου, δεν οφείλεται στην εγγενή ακαδημαϊκή αξία της εκπαίδευσης που πιστοποιούν οι εν λόγω τίτλοι ούτε περιορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους υποδοχής να καθορίζει το ίδιο τη μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο της οικείας εκπαίδευσης, καθώς και τα επιθυμητά για το συγκεκριμένο επάγγελμα προσόντα, αλλά στηρίζεται στο ότι οι πιο πάνω τίτλοι πιστοποιούν, κατ’ αρχήν, προσόντα που θα επέτρεπαν, στο κράτος προέλευσης, την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνονται υπόψη τίτλοι σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής. Αντιθέτως, όπως ήδη αναφέρθηκε, το κράτος υποδοχής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εξετάζει τους εν λόγω τίτλους, να συγκρίνει τις ικανότητες που πιστοποιούνται με αυτούς προς τα αντίστοιχα προσόντα που απαιτούνται κατά τη δική του νομοθεσία για το συγκεκριμένο επάγγελμα και, ανάλογα με το αποτέλεσμα της σύγκρισης, είτε [επί αντιστοιχίας των προσόντων] να επιτρέπει άνευ άλλου την πρόσβαση στο επάγγελμα, είτε [επί μερικής μόνον αντιστοιχίας] να αξιώνει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει με άλλους τρόπους τα υπολειπόμενα προσόντα (βλ. ΣτΕ 2567/2019 επτ, 778/2007 επτ· για τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων και ισοδυναμίας τους εν σχέσει προς την άσκηση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας βλ. και απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, υπόθεση 71/76, Thieffry). Αρμόδιο, εξ άλλου, για την κρίση αυτή περί επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων είναι είτε το ειδικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από κράτος υποδοχής η σχετική αρμοδιότητα, είτε, αν δεν έχει θεσπισθεί στο κράτος υποδοχής τέτοια διαδικασία, το όργανο του κράτους αυτού στο οποίο έχει ανατεθεί από την οικεία εθνική νομοθεσία η αρμοδιότητα να ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων πρόσβασης στο συγκεκριμένο επάγγελμα (βλ. ΣτΕ 2567/2019 επτ, 2770-1/2011 Ολομ). (Ζ) Δεν θα ήταν, κατ’ επέκταση, συμβατή προς το ανωτέρω σύστημα η δυνατότητα του κράτους-μέλους υποδοχής να αρνηθεί απολύτως την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα σε κάτοχο τίτλου, ο οποίος έχει χορηγηθεί από αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης και επιτρέπει, στο κράτος αυτό, την πρόσβαση σε αντίστοιχο επάγγελμα, εκ μόνου του λόγου ότι ο εν λόγω τίτλος χορηγήθηκε στο κράτος προέλευσης κατά συνυπολογισμό χρόνου σπουδών διανυθέντος σε φορέα, που λειτουργεί μεν ελευθέρως στο κράτος υποδοχής, δεν αναγνωρίζεται όμως από τη νομοθεσία του κράτους τούτου ως εκπαιδευτικό ίδρυμα, δυνάμει σχετικής γενικής διάταξης της νομοθεσίας του. Η παροχή τέτοιας δυνατότητας στο κράτος-μέλος υποδοχής θα επέτρεπε στις αρχές του κράτους υποδοχής να απορρίπτουν εκ ρίζης το αίτημα αναγνώρισης τίτλου, ο οποίος χορηγήθηκε από αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης και επιτρέπει, στο κράτος αυτό, πρόσβαση σε επάγγελμα, χωρίς να διατυπώνουν ουσιαστική κρίση ως προς τις γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται από τον επίμαχο τίτλο και χωρίς να προβαίνουν σε σύγκρισή τους προς τις γνώσεις και τα προσόντα τα οποία απαιτούν οι ρυθμίζουσες την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό εθνικές διατάξεις. Οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις, ακόμη και αν αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση επαγγελματικής, υπό την εκτεθείσα έννοια, εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου και ήταν κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού τούτου, τον οποίον επιδοκιμάζει, άλλωστε, η ενωσιακή έννομη τάξη, θα έβαιναν πάντως πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού. Και τούτο, διότι για την εξασφάλιση επαγγελματικής εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου θα αρκούσε η θέσπιση, από τον εθνικό νομοθέτη, κανόνων ώστε οι εν λόγω φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης να υπάγονται σε ειδικό σύστημα διοικητικής εποπτείας, στο πλαίσιο του οποίου η κατ’ αρχήν λειτουργία ενός συγκεκριμένου φορέα και η αναγνώρισή του ή μη, από τις εθνικές αρχές, ως εκπαιδευτικού ιδρύματος, καθώς και η διατήρηση της αναγνώρισης αυτής, θα εξαρτάται από όρους και προϋποθέσεις, προκειμένου να ελέγχεται, κατά περίπτωση, από τις εθνικές αρχές, η δυνατότητα του εκάστοτε ελεγχομένου φορέα να λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής έννομης τάξης και να παράσχει εκπαιδευτικό έργο, ανταποκρινόμενο, από άποψη ποιότητας και περιεχομένου, στο απαιτούμενο από τη σχετική εθνική νομοθεσία υψηλό επίπεδο (βλ. ΣτΕ 778/2007
, πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-153/02
, Valentina Neri, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, υπόθεση C-393/19, Kirschtein). Η ως άνω ερμηνεία, διατυπούμενη εν όψει του όλου συστήματος ρυθμίσεων της Συνθήκης, δεν είναι αντίθετη προς τις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 165 και 166 της ΣΛΕΕ [πρώην άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ]. Καθόσον, με το άρθρο 165 της Συνθήκης, παραφυλάσσονται μεν υπέρ των κρατών-μελών οι αναγόμενες στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος αρμοδιότητες και με το άρθρο 166 παραφυλάσσονται, ομοίως υπέρ των κρατών-μελών, οι αρμοδιότητες που ανάγονται στο περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως όμως συνάγεται από τη νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, οι αρμοδιότητες που παραφυλάσσει η Συνθήκη υπέρ των κρατών-μελών πρέπει να ασκούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνονται πλήρως σεβαστές οι θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες η Συνθήκη, ομοίως, κατοχυρώνει (βλ. μεταξύ άλλων, την απόφαση Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, πρβλ. επίσης ΣτΕ 778/2007
επτ).
8. Επειδή, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην ανωτέρω οδηγία 2005/36/ΕΚ εκδόθηκε το π.δ. 38/2010 (Α΄ 78), το οποίο ακολούθως τροποποιήθηκε με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα κατωτέρω [ως προς τις μεταγενέστερες του κρίσιμου εν προκειμένω χρόνου τροποποιήσεις του π.δ. 38/2010, βλ. π.δ. 51/2017 (Α΄ 82), καθώς και άρθρο 98 του ν. 4610/2019 (Α΄ 70/7.5.2019) και άρθρο 168 του ν. 4635/2019 (Α΄ 167/30.10.2019)]. Αρχικώς, στον Τίτλο Ι του διατάγματος αυτού, που περιέχει τις “Γενικές Διατάξεις”, το άρθρο 1 όριζε ότι σκοπός των ρυθμίσεων είναι η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς την προαναφερθείσα οδηγία. Με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222/12.11.2012) προστέθηκε στο άρθρο 1 του διατάγματος παράγραφος 2 και ορίσθηκε ότι με το διάταγμα ρυθμίζονται, επίσης, “οι προϋποθέσεις και η διαδικασία της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων” [βλ. συναφώς και άρθρο 30 παρ. 40 του ν. 4111/2013 για την αντικατάσταση του τίτλου του διατάγματος]. Η ανωτέρω παράγραφος 2 του άρθρου 1 του π.δ. 38/2010 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παρ. 27 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) και ορίσθηκε ότι με το διάταγμα “Ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων”· ορίσθηκε, επίσης, ότι η ρύθμιση ισχύει από 19.11.2012. Το άρθρο 2 του π.δ. 38/2010 αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 2 της αυτής υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως εξής: “1. Οι διατάξεις περί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του παρόντος εφαρμόζονται σε κάθε υπήκοο κράτους-μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα έχοντας αποκτήσει τα επαγγελματικά του προσόντα σε άλλο κράτος-μέλος είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα. 2. Όταν για ένα συγκεκριμένο νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα έχουν θεσπισθεί ... άλλες ειδικές ρυθμίσεις ... δεν εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος διατάγματος. 3. Οι διατάξεις περί αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε υπήκοο κράτους-μέλους ο οποίος, έχοντας αποκτήσει τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλου κράτους-μέλους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 4. Εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων περί αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου τα επαγγέλματα του Κεφαλαίου ΙΙΙ του Τίτλου ΙΙΙ [αναγνώριση βάσει του συντονισμού των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης] ...”. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του διατάγματος περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ορισμοί: (α) Νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα: “η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων· ειδικότερα, όρο άσκησης συνιστά η χρήση επαγγελματικού τίτλου που προορίζεται, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, μόνον σε όποιον κατέχει συγκεκριμένο επαγγελματικό προσόν ...”. (β) Επαγγελματικά προσόντα: “τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, στοιχείο α) εδάφιο (i) ή/και από επαγγελματική πείρα”. (γ) Τίτλος εκπαίδευσης: “τα διπλώματα, πιστοποιητικά ή άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει ορισθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα ...”. (δ) Αρμόδια αρχή: “οποιαδήποτε αρχή ή οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τα κράτη μέλη να χορηγεί ή να παραλαμβάνει τους τίτλους εκπαίδευσης και άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, καθώς και να παραλαμβάνει τις αιτήσεις και να λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν διάταγμα”. (ε) Νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση: “κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος ...”. (στ) Επαγγελματική εμπειρία: “η πραγματική και νόμιμη άσκηση ... του σχετικού επαγγέλματος σε ένα κράτος-μέλος”. (ζ) Πρακτική άσκηση προσαρμογής: “η άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, η οποία πραγματοποιείται στην Ελλάδα υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία και συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση ...”. (η) Δοκιμασία επάρκειας: έλεγχος των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, με σκοπό να αξιολογηθεί η ικανότητα του αιτούντος να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: “Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του άρθρου 2 νοείται ως ‘τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης’ ο αναγνωρισμένος τίτλος τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών, που απονέμεται από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης” [η παράγραφος 5 προστέθηκε στο άρθρο 3 του π.δ. 38/2010 με την περ. 4 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε δε με το άρθρο 30 παρ. 28 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι η ρύθμιση “ισχύει από 19.11.2012”]. Κατά το επόμενο άρθρο 4: “1. Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος-μέλος καταγωγής, και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Έλληνες υπηκόους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, το επάγγελμα που επιθυμεί να ασκήσει ο αιτών στην Ελλάδα είναι το ίδιο με εκείνο, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος-μέλος καταγωγής, εφόσον οι καλυπτόμενες δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες. 3. Η αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αυτό που απονέμεται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του παρόντος, παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος με τις ίδιες προϋποθέσεις και όρους με τους κατόχους συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, εκτός των περιπτώσεων που απαιτούνται αυξημένα ακαδημαϊκά προσόντα και ιδίως για θέσεις καθηγητών ΑΕΙ, ερευνητών και ειδικού επιστημονικού προσωπικού” [όπως η παρ. 3, που προστέθηκε στο άρθρο 4 με την περ. 5 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παρ. 29 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι “ισχύει από 19.11.2012”]. Ο Τίτλος ΙΙ του αυτού π.δ. 38/2010 περιέχει διατάξεις για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ο Τίτλος ΙΙΙ διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης.
9. Επειδή, στο Κεφάλαιο IV του Τίτλου ΙΙΙ του ανωτέρω π.δ. 38/2010 ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: Άρθρο 50: “1. Προκειμένου να αποφανθούν επί αιτήσεως αδείας για την άσκηση του οικείου νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος κατ’ εφαρμογή του παρόντος τίτλου, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την κατάθεση των εγγράφων και των πιστοποιητικών του παραρτήματος VIΙ … 3. Σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ), από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους-μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου· β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου και γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους-μέλους που χορήγησε τον τίτλο. 4. … 5. Οι παράγραφοι 1, 3 και 4 έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 και σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος-μέλος” [η παρ. 5 προστέθηκε στο άρθρο 50 με την περ. 14 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 52: “Οι δικαιούχοι της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα … Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2” [το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο 52 με την περ. 15 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 53: “Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 51, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους-μέλους καταγωγής, και ενδεχομένως τη σύντμησή του, στη γλώσσα του κράτους-μέλους καταγωγής. Ο εν λόγω τίτλος πρέπει να συνοδεύεται από το όνομα και τον τόπο του ιδρύματος ή της εξεταστικής επιτροπής που τον χορήγησε. Εφόσον μπορεί να προκληθεί σύγχυση μεταξύ του εν λόγω τίτλου εκπαίδευσης που έχει χορηγήσει το κράτος-μέλος καταγωγής και ενός τίτλου για τον οποίο απαιτείται στην Ελλάδα συμπληρωματική εκπαίδευση που δεν διαθέτει ο δικαιούχος, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν ότι ο δικαιούχος θα χρησιμοποιεί τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους-μέλους καταγωγής με την ενδεικνυόμενη μορφή την οποία θα επισημάνει. Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2” [το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο 53 με την περ. 16 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 54 παρ. 1: “Αρμόδια αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει: α) τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, είτε επί τη βάσει του γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης (Τίτλος III, Κεφάλαιο Ι), είτε επί τη βάσει της αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας (Τίτλος III, Κεφάλαιο II) και β) τις αποφάσεις αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 είναι το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ)” [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την περ. 17 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 55: “1. Συνιστάται στο Υπουργείο Παιδείας ... συλλογικό όργανο με την ονομασία ‘Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων’, το οποίο λαμβάνει αποφάσεις για: α) την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τους όρους των Κεφαλαίων Ι και II του Τίτλου III, καθώς και του Τμήματος 5 του Κεφαλαίου III του Τίτλου III του παρόντος διατάγματος και β) την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος. 2. Στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου ανήκουν ιδίως: α) … γ) Η έκδοση απόφασης: i) για την αναγνώριση ή μη των επαγγελματικών προσόντων επί τη βάσει των προσκομιζομένων τίτλων ή της κεκτημένης επαγγελματικής πείρας, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος διατάγματος (Τίτλος III, Κεφάλαια Ι, II, III Τμήμα 5) και ii) για την αναγνώριση ή μη της επαγγελματικής ισοδυναμίας των γνώσεων και των προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλο κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης προς τα πιστοποιούμενα με τίτλο που απονέμεται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2. δ) ...” [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την περ. 20 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 56 παρ. 1: “Το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων αποφαίνεται: α) επί αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων ... και β) επί αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος” [όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε, αρχικώς, με την περ. 21 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, ακολούθως, με το άρθρο 5 (Κεφάλαιο ΙΙ άρθρο 2 “Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 38/2010”) του ν. 4205/2013 (Α΄ 242)]. Άρθρο 57: “1. Η αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/36/ΕΚ, γίνεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων ή μιας των λοιπών αρμόδιων προς τούτο αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του παρόντος. 2. ... 6. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή η μη έκδοσή της, δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών δικαστηρίων. 7. ... 8. Ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει άπαξ ενδικοφανή διοικητική προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων και να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της ... [οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 57 αντικαταστάθηκαν, αρχικώς, με την περ. 22 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, ακολούθως, με το άρθρο 30 παρ. 30 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι η ρύθμιση “ισχύει από 19.11.2012”· οι παρ. 7, 8 και 9 προστέθηκαν με την περ. 23 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 30 παρ. 31-32 του ν. 4111/2013]. Άρθρο 57Α: “1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος το Συμβούλιο δύναται να απαιτεί την υποβολή του αιτούντος σε γραπτή δοκιμασία εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά ουσιωδώς διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα από εκείνα που καλύπτονται από τους τίτλους που απονέμονται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος ή/και εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης του υπολείπεται χρονικά από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα. 2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας ... καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια αναφορικά με τη πραγματοποίηση της γραπτής δοκιμασίας” [το άρθρο αυτό προστέθηκε στο π.δ. 38/2010 με την περ. 24 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 57Α του π.δ. 38/2010 εκδόθηκε η 48066/ΙΑ/2014 απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 896/10.4.2014), σκοπός της οποίας είναι, κατά το άρθρο 1 αυτής, “ο καθορισμός των αρμοδίων οργάνων, των όρων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας πραγματοποίησης της γραπτής δοκιμασίας επαγγελματικής ισοδυναμίας που δύναται να επιβληθεί από το ΣΑΕΠ στους ενδιαφερόμενους της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του π.δ. 38/2010”.
10. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4093/2012 διαλαμβάνονται, ως προς τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις του π.δ. 38/2010, τα εξής: Σκοπός των ρυθμίσεων “είναι η σύσταση ενιαίας αρμόδιας εθνικής αρχής και ο καθορισμός διαδικασίας για την, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) (π.χ. υπόθεση Βλασσοπούλου), των σχετικών συστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και σε συμμόρφωση με τις συναφείς υποχρεώσεις που απορρέουν από το Μνημόνιο, εξέταση της επαγγελματικής ισοδυναμίας μεταξύ των γνώσεων και των προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλους τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκείνων που πιστοποιούνται από τίτλους του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ περί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων, προκειμένου για την ανάληψη και άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα από τους κατόχους των εν λόγω τίτλων. Η οικονομική αυτή δραστηριότητα δύναται να αφορά μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Σημειώνεται ότι για την διευθέτηση του εν θέματι ζητήματος έχει κινηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασία Παράβασης κατά της χώρας μας, κατόπιν της αποστολής της υπ’ αριθ. 7598/2012 Προειδοποιητικής Επιστολής. Με την προτεινόμενη ρύθμιση επιχειρείται να καλυφθεί το θεσμικό κενό που παρουσιάζεται στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΔΕΕ, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη εφαρμογή των άρθρων των Ευρωπαϊκών Συνθηκών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της ΕΕ για την ανάληψη και άσκηση στην Ελλάδα οικονομικής δραστηριότητας νομοθετικά ρυθμιζόμενης ή μη, όταν δεν υφίσταται συναφές παράγωγο κοινοτικό δίκαιο ή όταν δεν πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις που τίθενται από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο ...”. Με τη νέα διατύπωση του άρθρου 1 του π.δ. 38/2010, ο σκοπός του εν λόγω διατάγματος “διευρύνεται με τη συμπερίληψη των περιπτώσεων στις οποίες δεν πληρούνται οι όροι της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ”, αναδιατυπώνεται, αντιστοίχως, το πεδίο εφαρμογής του διατάγματος, “με σαφή διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων που εμπίπτουν στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ και εκείνων που εκφεύγουν αυτής”, παρέχονται οι απαραίτητες διευκρινίσεις “προς σαφέστερη οριοθέτηση μεταξύ των περιπτώσεων που υπάγονται στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ και αυτών που θα υπαχθούν στην διαδικασία αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας”, αναμορφώνονται δε οι διατάξεις περί λειτουργίας του ΣΑΕΠ, “με σκοπό τη συμπερίληψη της αρμοδιότητας αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας”. Στην προειδοποιητική επιστολή δε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [επιστολή 7598/30.4.2012], μνεία της οποίας γίνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012, αναφέρονται τα ακόλουθα: Ο ν. 3328/2005 (Α΄ 80), με τον οποίο ιδρύθηκε, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο ΔΟΑΤΑΠ, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την “αναγνώριση τίτλων σπουδών που απονέμονται από ομοταγή εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, πανεπιστημιακής και τεχνολογικής κατεύθυνσης της αλλοδαπής”, προβλέπει διαδικασία αναγνώρισης τίτλων, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν η αίτηση αναγνώρισης δεν καλύπτεται από το π.δ. 38/2010 περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, ως ίσχυε αρχικώς. Δοθέντος, όμως, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν έλκεται σε εφαρμογή η προαναφερθείσα οδηγία, “η διαδικασία αναγνώρισης των εν λόγω τίτλων σπουδών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες των άρθρων 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ”, από την επισκόπηση των διατάξεων του ν. 3328/2005 η ΕΕ διαπιστώνει αντίθεση προς τους κανόνες της Συνθήκης, καθόσον ο νόμος αυτός “δεν επιτρέπει την αναγνώριση των τίτλων σπουδών που χορηγούνται στο πλαίσιο συμφωνίας δικαιόχρησης … [η] απαγόρευση αναγνώρισης των τίτλων σπουδών άλλων κρατών-μελών, οι οποίοι χορηγούνται βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης, αποτελεί εμπόδιο στην ελευθερία εγκατάστασης [άρθρο 49] στην Ελλάδα, στο μέτρο που εμποδίζει τους επαγγελματίες κατόχους διπλωμάτων άλλων κρατών-μελών που χορηγούνται βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης να εγκατασταθούν στη χώρα, εφόσον δεν μπορούν να τύχουν της αναγνώρισης σύμφωνα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ. Η απαγόρευση αυτή αποτελεί επίσης εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών [άρθρο 56], διότι είναι δυνατό να αποθαρρύνει τους φοιτητές να εγγραφούν στα ιδρύματα που λειτουργούν βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης και να παρακωλύσει σοβαρά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην ελληνική επικράτεια από πανεπιστήμια της αλλοδαπής. Ακόμη, η εν λόγω απαγόρευση αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων [άρθρο 45], διότι οι κάτοχοι διπλωμάτων δικαιόχρησης δεν μπορούν να συμμετέχουν σε ορισμένους διαγωνισμούς για την πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο ούτε να λαμβάνουν ... τους ίδιους μισθούς στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα ...”. Στην ανωτέρω προειδοποιητική επιστολή αναφέρεται, προς αντίκρουση των θέσεων των ελληνικών αρχών επί των αιτιάσεων της Επιτροπής και κατ’ επίκληση της νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι ναι μεν οι χορηγούμενοι υπό καθεστώς συμφωνίας δικαιόχρησης τίτλοι σπουδών “δεν υπάγονται στο ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα, ωστόσο, εφόσον πρόκειται για τίτλους άλλων κρατών-μελών, πρέπει να υποβάλλονται σε διαδικασία αναγνώρισης σύμφωνη με τους κανόνες της Συνθήκης”, ότι η παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πανεπιστήμιο που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος, δυνάμει συμφωνίας δικαιόχρησης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56, ότι ακόμη και εάν οι κάτοχοι των τίτλων σπουδών είναι Έλληνες πολίτες και πραγματοποίησαν σπουδές στην ελληνική επικράτεια, εφόσον πάντως είναι κάτοχοι τίτλου άλλου κράτους-μέλους, τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 49 και 45 και ότι οι αποφάσεις του ΔΕΚ στις υποθέσεις C-274/05 και C-84/07, Επιτροπή κατά Ελλάδος [βλ. ανωτέρω] ερείδονται όχι μόνο στις διατάξεις των οδηγιών, αλλά και “στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη”. Κατά τη γνώμη δε της Επιτροπής, “η μόνη δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας προϋπόθεση υπό το πρίσμα ... της Συνθήκης, για να μπορεί ο τίτλος σπουδών να αναγνωρισθεί ως ισότιμος για επαγγελματικούς σκοπούς, είναι να έχει χορηγηθεί από ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης αναγνωρισμένο στο κράτος-μέλος καταγωγής” [συναφώς, βλ. τη σύσταση 1062947/21.12.2010 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελλάδα, την αιτιολογημένη γνώμη 4852/27.1.2011 της Επιτροπής].
11. Επειδή, εξ άλλου, με τον ν. 3696/2008 (Α΄ 177) εισήχθησαν νέες ρυθμίσεις για τη λειτουργία εκπαιδευτηρίων μεταλυκειακής εκπαίδευσης ως προς τα οποία, προ του νόμου αυτού, ίσχυαν το άρθρο 5 του ν.δ. της 9/9 Οκτωβρίου 1935 (Α΄ 451) και ο ν. 1966/1991 (Α΄ 147) [άρθρα 13 και 15] για την ίδρυση επαγγελματικών σχολών από ιδιώτες, υπό τη μορφή “Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών”· κατά πάγια νομολογία, τα ΕΕΣ εθεωρούντο κοινές εμπορικές επιχειρήσεις και δεν αναγνωρίζονταν από την ελληνική νομοθεσία ως εκπαιδευτικά ιδρύματα (βλ. ΣτΕ 691/2013 Ολομ, 546-47/2016 επτ). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3696/2008 διαλαμβάνονται τα εξής: “-Το σχέδιο είναι απολύτως συμβατό με το Σύνταγμα, ιδίως δε με το άρθρο 16 ... Η νέα μεταλυκειακή δομή των ‘κολλεγίων’ ... δεν αποτελεί πανεπιστημιακή εκπαίδευση και δεν οδηγεί σε πανεπιστημιακό τίτλο. -Το σχέδιο είναι απολύτως συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο ... -Το σχέδιο δεν ρυθμίζει θέματα αναγνώρισης ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών προσόντων. Το ζήτημα αυτό, που συνδέεται άμεσα με την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη κοινοτικών οδηγιών, αποτελεί πεδίο άλλης ρύθμισης ... Καθιερώνεται η μη τυπική βαθμίδα εκπαίδευσης των ‘Κολλεγίων’. Τα Κολλέγια είναι πιστοποιημένοι πάροχοι υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης που παρέχουν μεταλυκειακή εκπαίδευση στην Ελλάδα ... Η πιστοποίηση εκ μέρους του Υπουργείου για τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων ... παρέχει δύο σημαντικά ευεργετήματα για τους πιστοποιηθέντες παρόχους ... Αφενός, μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο ‘Κολλέγιο’ και αφετέρου μόνο νομίμως πιστοποιημένα Κολλέγια μπορούν να παρέχουν προγράμματα σπουδών σε σύμπραξη με εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής ...”. Κατά τα οριζόμενα στον ν. 3696/2008, τα Κολλέγια είναι πάροχοι μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης· για την ίδρυση και τη λειτουργία τους απαιτούνται αντίστοιχες άδειες, χορηγούμενες από το Υπουργείο Παιδείας, οι βεβαιώσεις δε ή τα πιστοποιητικά σπουδών που χορηγούν δεν είναι ισότιμα με τους τίτλους που χορηγούνται στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης [βλ. άρθρο 1, άρθρα 2-8 για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χορήγησης άδειας ίδρυσης και άδειας λειτουργίας Κολλεγίου]. Κατά το άρθρο 10 του ιδίου νόμου, “Αποκλειστικά και μόνο Κολλέγια που έχουν ισχύουσα άδεια λειτουργίας μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και κατάρτισης σε σύμπραξη με αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, ιδίως με τη νομική μορφή της συμφωνίας πιστοποίησης (validation) ή της συνεργασίας δικαιόχρησης (franchising) ...” [παρ. 1, βλ. και παρ. 2-3 για τις προϋποθέσεις σύμπραξης Κολλεγίου με ίδρυμα της αλλοδαπής]. Σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 11, τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών [του ν.δ. της 9/9 Οκτωβρίου 1935, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 15-16 του ν. 1966/1991], “εφόσον δεν εντάσσονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να λάβουν άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ...”· κριτήρια δε αδειοδότησης των ΕΕΣ είναι, ιδίως, η επάρκεια και καταλληλότητα των υποδομών και του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού τους [βλ. και διατάξεις για τη σύσταση Επιτροπής αξιολόγησης και ελέγχου Κολλεγίων -άρθρο 13, την τήρηση Μητρώου Κολλεγίων και Μητρώου ΕΕΣ -άρθρο 14, την κατάρτιση Μητρώου Διδασκόντων σε Κολλέγια -άρθρο 15]. Οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 3696/2008 τροποποιήθηκαν, διαδοχικώς, με το άρθρο 18 του ν. 3748/2009 (Α΄ 29), με το άρθρο 45 του ν. 3848/2010 (Α΄ 71), με τον οποίο αντί του όρου “Κολλέγια” εισάγεται ο όρος “Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης”, και με το άρθρο 10 παρ. 6 του ν. 3879/2010 (Α΄ 163). Στη συνέχεια, με την υποπαράγραφο Θ7 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) τροποποιήθηκαν εκ νέου οι διατάξεις του ν. 3696/2008. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων: (α) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3696/2008, ως εξής: “Τα κολλέγια είναι πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης που παρέχουν κατ’ αποκλειστικότητα σπουδές βάσει συμφωνιών πιστοποίησης (validation), δικαιόχρησης (franchising) με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένα από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα που εδρεύουν, οι οποίες οδηγούν σε πρώτο πτυχίο (bachelor) τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Επίσης, περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη κατηγορία (κολλέγια) πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τα προγράμματα σπουδών των οποίων οδηγούν σε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, εφόσον αυτά τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών έχουν πιστοποίηση (accreditation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης. Τα ανωτέρω πτυχία και τίτλοι, καθώς και οι βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά σπουδών και οποιασδήποτε άλλης ονομασίας βεβαίωση που χορηγούν τα κολλέγια δεν είναι ισότιμες με τους τίτλους που χορηγούνται στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης” [στοιχείο 1 υποπαρ. Θ.7] και (β) ορίσθηκε, επίσης, ότι όπου στις διατάξεις του ν. 3696/2008 αναφέρεται ο όρος “ίδρυμα της αλλοδαπής” νοείται “ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής” και όπου αναφέρεται ο όρος άδεια ίδρυσης/άδεια λειτουργίας “Κέντρου Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης”, νοείται άδεια ίδρυσης/άδεια λειτουργίας “Κολλεγίου” [στοιχείο 9 υποπαρ. Θ.7]. Με το άρθρο 30 παρ. 23 περ. α΄ του επακολουθήσαντος ν. 4111/2013 (Α΄ 18) η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3696/2008 αντικαταστάθηκε εκ νέου, ως εξής: “1.α. Τα Κολλέγια είναι πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, που παρέχουν κατ’ αποκλειστικότητα σπουδές βάσει συμφωνιών πιστοποίησης (validation) και δικαιόχρησης (franchising) με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένα από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα που εδρεύουν, οι οποίες οδηγούν σε πρώτο πτυχίο (bachelor) τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. β. Επίσης περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη κατηγορία (κολέγια) πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τα προγράμματα σπουδών των οποίων οδηγούν σε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, εφόσον αυτά τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών έχουν πιστοποίηση (accreditation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ορίζονται οι διεθνείς οργανισμοί πιστοποίησης. γ. Τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά σπουδών και οποιασδήποτε ονομασίας βεβαίωση που χορηγούν τα κολλέγια των στοιχείων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου δύνανται της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με την διαδικασία και τις προϋποθέσεις [της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]”, ορίσθηκε δε, στην περίπτωση β΄ της αυτής παραγράφου 23, ότι η ρύθμιση της προηγούμενης περίπτωσης α΄ ισχύει από 19.11.2012 [η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3696/2008, όπως η παράγραφος 1 είχε διαμορφωθεί με την προαναφερθείσα διάταξη του ν. 4111/2013, αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 75 παρ. 1 του ν. 4310/2014 (Α΄ 258/8.12.2014)]. Εξ άλλου, στο άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 4264/2014 (Α΄ 118/15.5.2014) ορίσθηκε ότι το προβλεπόμενο στο π.δ. 38/2010 Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων [ΣΑΕΠ] “είναι αρμόδιο και για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης τρίτων χωρών της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3696/2008 (Α΄ 177) και των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών της περίπτωσης β΄ της ίδιας παραγράφου ...”, εφαρμόζει δε “αναλογικά τη διαδικασία του π.δ. 38/2010” [έναρξη ισχύος της διάταξης από την 5η Μαΐου 2014, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου 49 του ν. 4264/2014]. Στη σχετική “προσθήκη-τροπολογία”, που στοιχεί στο ανωτέρω άρθρο 49 του ν. 4264/2014 αναφέρονται τα εξής: “Επαναπροσδιορίζονται οι αρμοδιότητες του [ΣΑΕΠ] σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης τρίτων χωρών και μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, που προέρχονται από Κολλέγια ... διευκρινίζεται ότι το ΣΑΕΠ είναι αρμόδιο και για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης τρίτων χωρών που παρέχονται από Κολλέγια που παρέχουν κατ’ αποκλειστικότητα σπουδές βάσει συμφωνιών πιστοποίησης (validation) και δικαιόχρησης (franchising) με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένα από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα που εδρεύουν, οι οποίες οδηγούν σε πρώτο πτυχίο (bachelor) τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, καθώς και από Κολλέγια, παρόχους υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης ... τα προγράμματα σπουδών των οποίων οδηγούν σε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, εφόσον αυτά τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών έχουν πιστοποίηση (accreditation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης” [με το άρθρο 75 παρ. 2 του ήδη μνημονευθέντος ν. 4310/2014 αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4264/2014].
12. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εφεσίβλητος υπέβαλε στο ΣΑΕΠ την …/ΙΑ/27.3.2013 αίτηση για αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, ο οποίος του απονεμήθηκε από το …, που είναι αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης. Ο εφεσίβλητος απέκτησε τον επίμαχο τίτλο σπουδών ως εξής: Ενεγράφη στις 13.7.1990 στο πρόγραμμα “Διοίκηση Επιχειρήσεων” του … […], το οποίο κατά το χρονικό εκείνο διάστημα λειτουργούσε στην Ελλάδα ως εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, χωρίς να έχει συνάψει σύμβαση δικαιόχρησης με το ... Κατά τα έτη 1990-1991 [Α έτος] και 1991-1992 [Β έτος] παρακολούθησε στην Ελλάδα διετές πρόγραμμα σπουδών στο …, στη συνέχεια δε, για την ακαδημαϊκή περίοδο 1992-1993, ενεγράφη απευθείας στο δεύτερο έτος σπουδών [Επίπεδο 5] του τριετούς προγράμματος φοίτησης του …, αφού ελήφθησαν υπόψη από το βρετανικό πανεπιστήμιο οι προαναφερθείσες διετείς σπουδές του εφεσίβλητου στο …, οι οποίες θεωρήθηκαν από το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του, ως ισοδύναμες με το πρώτο έτος σπουδών [Επίπεδο 4] του σχετικού προγράμματος [βλ. σχετική βεβαίωση: “[DS] ... was accepted as a Direct Entrant onto the second year (Level 5) of the programme of study, on the basis of the prior learning acquired at another educational institution considered equivalent to the first year (Level 4) of the … degree programme of study and this prior learning was assessed for admission purposes in accordance with the University’s Policies and Regulations”]. Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1992-1993 και 1993-1994 ο εφεσίβλητος παρακολούθησε, αντιστοίχως, το δεύτερο και το τρίτο έτος σπουδών του τριετούς προγράμματος φοίτησης [three year full-time course] του … στην Ελλάδα, στο κέντρο σπουδών … το οποίο, κατά τα δύο αυτά έτη 1992-1993 και 1993-1994, λειτουργούσε υπό το καθεστώς συμφωνίας δικαιόχρησης, που είχε συνάψει με το εν λόγω βρετανικό πανεπιστήμιο για το πρόγραμμα “Διοίκηση Επιχειρήσεων”. Όπως αναφέρεται σε σχετική βεβαίωση του πανεπιστημίου του …, το ως άνω πρόγραμμα σπουδών “σχεδιάσθηκε και ανήκει” στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, συνήφθη δε σύμβαση δικαιόχρησης με το … για την απονομή τίτλων στην Αθήνα, με εκμάθηση στην ελληνική γλώσσα και από το διδακτικό προσωπικό του ... Βάσει της σύμβασης αυτής, το … ήταν υπεύθυνο για την καθημερινή διαχείριση του προγράμματος, που οδηγούσε στην απόκτηση του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, η διασφάλιση δε της ποιότητας του προγράμματος ανήκε στην αρμοδιότητα του ... Ειδικότερα, κατά την οικεία βεβαίωση: “Το Πανεπιστήμιο καθορίζει τους κανονισμούς αξιολόγησης, είναι αρμόδιο για την εξέταση των φοιτητών του Κολλεγίου …, εγκρίνει όλα τα γραπτά εξετάσεων και ορίζει τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξετάσεων, όπως επίσης διορίζει και τους εξωτερικούς εξεταστές. Επιπροσθέτως, το Πανεπιστήμιο έχει την συνολική ευθύνη για την διατήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων για να εγγυηθεί ότι το επίπεδο που απέκτησαν οι φοιτητές του Κολλεγίου … συμβαδίζει με αυτό που απέκτησαν οι φοιτητές που σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου … απολαύουν καθεστώτος ισοτιμίας με όλους τους άλλους απόφοιτους από το Πανεπιστήμιο του …” [βλ. τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις του …]. Στο … χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης εκπαιδευτηρίου μεταλυκειακής μη τυπικής εκπαίδευσης-κολλεγίου, με την 76635/Δ6/2009 υπουργική απόφαση (Β΄ 1532), δυνάμει των διατάξεων του ανωτέρω ν. 3696/2008. Το ΣΑΕΠ, με την απόφαση 8/7.5.2014, απέρριψε την ως άνω αίτηση του εφεσιβλήτου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 και του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, όπως ήδη ίσχυαν, και με την αιτιολογία ότι το … είναι μεν αναγνωρισμένο ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, ο εφεσίβλητος, όμως, δεν είχε πραγματοποιήσει τρία έτη φοίτησης σε ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά μόνο δύο έτη, ήτοι τα ακαδημαϊκά έτη 1992-1994. Όπως συνάγεται από την απόφαση του ΣΑΕΠ, το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι σπουδές του εφεσιβλήτου στο … κατά τη διετία 1990-1992 δεν είχαν πραγματοποιηθεί σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Έκρινε δε ότι ο εφεσίβλητος δεν υπαγόταν στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, σύμφωνα με τις οποίες “νοείται ως ‘τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης’ ο αναγνωρισμένος τίτλος τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών ... που απονέμεται από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Ενδικοφανής προσφυγή του εφεσιβλήτου κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε σιωπηρώς από το ΣΑΕΠ, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του και η αίτηση έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκαν τα εξής: Όπως συνάγεται από τα άρθρα 1 [παρ. 2], 2 [παρ. 3], 3 [παρ. 1 περ. γ΄ και παρ. 5], 4 [παρ. 2], 11 [περ. δ΄], 13 και 50 του π.δ. 38/2010 [βλ. σκ. 3 και 4 της εκκαλουμένης], “οι αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους υποχρεούνται να αναγνωρίσουν ... τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μολονότι με τον τίτλο αυτόν πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγματοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα και οι οποίες, κατά τη νομοθεσία αυτής, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως”. Εν προκειμένω, το ΣΑΕΠ “προέβη σε έλεγχο των προϋποθέσεων, βάσει των οποίων απονεμήθηκε ο τίτλος σπουδών του αιτούντος από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτιμώντας ότι ο τίτλος χορηγήθηκε κατόπιν αναγνώρισης ... των σπουδών του αιτούντος (ήτοι δύο ετών) που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα σε μη αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης”, και δέχθηκε ότι τούτο “δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση της ισοδυναμίας του τίτλου σπουδών, διότι κατά τη νομοθεσία του ελληνικού κράτους, οι σπουδές έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου σε αναγνωρισμένο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Όμως ... το ΣΑΕΠ δεν είχε δικαίωμα να ελέγξει τις προϋποθέσεις αυτές, υπό τις οποίες χορηγήθηκε ο ένδικος τίτλος από το εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εν λόγω κράτους, βάσει της δικής του νομοθεσίας που διέπει το εκπαιδευτικό του σύστημα ... [Το] ΣΑΕΠ έπρεπε να ελέγξει εάν ο τίτλος αυτός είναι συγκρίσιμος, βάσει της εκπαίδευσης και του περιεχομένου των γνώσεων που πιστοποιεί, με αντίστοιχους τίτλους, που απονέμονται στην Ελλάδα, με αντικείμενο σπουδών στη ‘Διοίκηση Επιχειρήσεων’ (Business Administration), σε περίπτωση δε που έκρινε, ότι υπάρχει ... δυνατότητα σύγκρισης των δύο τίτλων σπουδών, αλλά αυτοί αφορούν σε ουσιωδώς διαφορετικούς τομείς γνώσεων, μπορούσε να επιβάλει αντισταθμιστικά μέτρα, κατ’ άρθρο 14 του π.δ/τος 38/2010. Συνεπώς, δεν είναι νόμιμη η αιτιολογία της 8/2014 απόφασης (πρακτικού) του ΣΑΕΠ”.
13. Επειδή, από την εκκαλουμένη και τα εκτεθέντα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος υπέβαλε στο ΣΑΕΠ το αίτημα αναγνώρισης της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου του “Bachelor of Arts in Business Administration” αποβλέποντας στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή ότι προσδιόρισε ειδικότερα την επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία θέλει να αποκτήσει πρόσβαση με την αναγνώριση του τίτλου αυτού· ούτε προκύπτει, εξ άλλου, ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε κατ’ επίκληση της οδηγίας 2005/36/ΕΚ και των διατάξεων του π.δ. 38/2010 για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη, προκειμένου ο εφεσίβλητος να ασκήσει στην Ελλάδα ορισμένο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Εν όψει τούτων και όπως εκτίθεται, ειδικότερα, στην επόμενη σκέψη, τα τιθέμενα με την κρινόμενη έφεση ζητήματα αφορούν, την ερμηνεία των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, την ερμηνεία, δηλαδή, των διατάξεων του διατάγματος αυτού για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
14. Επειδή, προβάλλεται ότι με την προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010 [όπως τροποποιήθηκαν] διαδικασία για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, με τη διαδικασία δηλαδή η οποία δεν βασίζεται σε παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, προϋπόθεση για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου είναι να έχει απονεμηθεί ο σχετικός τίτλος πρώτου κύκλου σπουδών όχι απλώς από φορέα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και κατόπιν τριετούς, τουλάχιστον, φοίτησης εξ ολοκλήρου στο οικείο πρόγραμμα σπουδών του εν λόγω φορέα, το οποίο οδηγεί στην απονομή του τίτλου, είτε το πρόγραμμα διεξάγεται εξ ολοκλήρου στη χώρα του φορέα είτε διεξάγεται στην Ελλάδα, από συνεργαζόμενο ημεδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα βάσει σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) ή πιστοποίησης (validation). Συνεπώς, κατά το εκκαλούν Δημόσιο, όταν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές του π.δ. 38/2010, δεν δύνανται να αξιοποιηθούν και να συνυπολογισθούν για την αναγνώριση του τίτλου σπουδές επαγγελματικής κατάρτισης οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε ίδρυμα μη τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, όπως είναι τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, έστω και αν ο τίτλος χορηγήθηκε από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης· ευλόγως ο εθνικός νομοθέτης διαφοροποίησε τις ως άνω προϋποθέσεις αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας, σε σχέση με τις προϋποθέσεις που τίθενται στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ, διότι μέσω της πρώτης διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα άσκησης επαγγέλματος στην Ελλάδα, για το οποίο δεν έχουν ορισθεί επαγγελματικά προσόντα σε κανένα κράτος μέλος της ΕΕ· άλλωστε, η δυνατότητα πρόσβασης σε ορισμένο επάγγελμα υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις για τους κατόχους τίτλων ελληνικών ΑΕΙ, εν συγκρίσει προς τους κατόχους τίτλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων κρατών-μελών της ΕΕ που αποκτήθηκαν κατόπιν αναγνώρισης σπουδών σε ΕΕΣ θα αντέκειτο και προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Προβάλλει, περαιτέρω, το Δημόσιο ότι, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων της υποπαραγράφου Θ.7 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που τροποποίησε τον ν. 3696/2008, και της υποπαραγράφου Θ.16 της ίδιας παραγράφου Θ, που τροποποίησε το π.δ. 38/2010, πρόθεση του νομοθέτη ήταν να ρυθμίσει την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών σε συνάρτηση με την αναβάθμιση της μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης, ώστε να αναγνωρίζονται ως επαγγελματικώς ισοδύναμοι οι τίτλοι εκείνοι που αποκτήθηκαν κατόπιν σπουδών ανάλογου επιπέδου με τις παρεχόμενες στα ελληνικά ΑΕΙ και να διασφαλίζεται έτσι η ορθή άσκηση του οικείου επαγγέλματος. Η νομοθετική αυτή επιλογή δεν υποδηλώνει αμφισβήτηση της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθόσον αποκλείονται από την αναγνώριση τίτλοι χορηγηθέντες κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, εκτός τέτοιων προγραμμάτων. Ερμηνευόμενες δε οι επίμαχες διατάξεις κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι, κατά το Δημόσιο, σύμφωνες με το άρθρο 16 του Συντάγματος και με το ενωσιακό δίκαιο. Εν όψει των ανωτέρω, προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του π.δ. 38/2010 και ότι η απόρριψη από το ΣΑΕΠ του αιτήματος του εφεσιβλήτου, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του π.δ. 38/2010 για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας του οικείου τίτλου, είναι νομίμως αιτιολογημένη. Όπως δε ήδη αναφέρθηκε [βλ. ανωτέρω σκέψη 4], για τα τιθέμενα εν προκειμένω ζητήματα ερμηνείας των ως άνω διατάξεων του π.δ. 38/2010 δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συνεπώς, οι λόγοι αυτοί, που προβάλλονται παραδεκτώς, είναι εξεταστέοι κατ’ ουσίαν.
15. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε, σύμφωνα με τους κανόνες που συνάγονται, κατά την οικεία νομολογία ΔΕΚ/ΔΕΕ, από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και είναι, συνεπώς, εφαρμοστέοι ακόμη και όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οδηγιών για το γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης και επαγγελματικών προσόντων, οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους, όταν επιλαμβάνονται αίτησης που υποβάλλει πολίτης της Ένωσης για τη χορήγηση αδείας άσκησης επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας στην απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η υποχρέωση του κράτους-μέλους υποδοχής να λαμβάνει υπόψη τον τίτλο που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος-μέλος [κράτος προέλευσης], όταν εξετάζει αν θα επιτρέψει σε αυτόν, ακόμη και αν πρόκειται για πολίτη του ιδίου του κράτους υποδοχής, την άσκηση επαγγέλματος μη νομοθετικώς κατοχυρωμένου για την οποία, όμως, κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής απαιτούνται προσόντα πιστοποιούμενα με την κατοχή ορισμένου τίτλου, δεν οφείλεται στην εγγενή ακαδημαϊκή αξία της εκπαίδευσης που πιστοποιεί ο εν λόγω τίτλος, αλλά στηρίζεται στο ότι ο τίτλος πιστοποιεί, κατ’ αρχήν, προσόντα που θα επέτρεπαν στο κράτος προέλευσης την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα· ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνονται υπόψη τίτλοι σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής. Εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το δικό τους σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών, υποχρεούται δε το κράτος-μέλος υποδοχής να αναγνωρίσει δίπλωμα χορηγηθέν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μολονότι με το δίπλωμα αυτό πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, στο κράτος-μέλος υποδοχής και οι οποίες, κατά τη νομοθεσία αυτού του κράτους-μέλους, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά τα ήδη κριθέντα, η πιστοποίηση της ποιότητας του χορηγούμενου από το άλλο κράτος-μέλος τίτλου, για τον ανωτέρω ειδικό σκοπό, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή του χορηγούντος τον τίτλο κράτους-μέλους. Τέλος, τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2253/2019, 3451/2011 επτ, 39/2001, 2076/1999, 3457/1998 Ολομ, βλ. και την ανωτέρω απόφαση στην υπόθεση Thieffry). Εν όψει των ανωτέρω κανόνων των ενωσιακού δικαίου και με σκοπό την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς τους κανόνες αυτούς, τροποποιήθηκε, κατά τα ανωτέρω, το π.δ. 38/2010, με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 [παρ. 2], 2 [παρ. 3], 3 [παρ. 3 και 5], 4 [παρ. 3], 13 [παρ. 4], 14 [παρ. 8], 50 [παρ. 5], 52 [εδάφιο τελευταίο], 53 [εδάφιο τελευταίο], 54 [παρ. 1(β)], 55 [παρ. 1], 56 [παρ. 1(β)] και 57 του ως άνω π.δ. 38/2010, όπως ίσχυαν στον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, προκύπτουν τα εξής: Με το διάταγμα αυτό ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρχές κρατών-μελών, ορισθείσες ως αρμόδιες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους-μέλους, και οι οποίοι, εφόσον πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, πιστοποιούν τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης. Η δυνατότητα δε αυτή αναγνώρισης της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” των τίτλων παρέχεται ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, όπως π.χ. όταν δεν πρόκειται για “νομοθετικώς κατοχυρωμένο”, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, επάγγελμα. Ο όρος, εξ άλλου, “αναγνωρισμένος τίτλος” του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010 δεν έχει την έννοια ότι για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου απαιτείται είτε προηγούμενη αναγνώριση του τίτλου αυτού, κατά τις ισχύουσες διατάξεις περί ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου, είτε η συνδρομή, πάντως, των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπει η ειδική νομοθεσία για την αναγνώριση αυτή [βλ. ν. 3328/2005 (Α΄ 80) περί ΔΟΑΤΑΠ, καθώς και τη νομολογία για τις προϋποθέσεις αναγνώρισης σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή (ΣτΕ 3100/2017 επτ κ.ά.)]. Η αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας”, δηλαδή η αναγνώριση από την αρμόδια ελληνική αρχή [ΣΑΕΠ] ότι ο χορηγηθείς κατά τα ανωτέρω από άλλο κράτος-μέλος τίτλος είναι ισοδύναμος, ως προς την κατ’ αρχήν ικανότητα άσκησης από τον κάτοχό του συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, με τίτλους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, παρέχοντες την αντίστοιχη ικανότητα, δεν αποτελεί και αναγνώριση της ακαδημαϊκής αξίας του τίτλου, αλλά απλώς παρέχει στον κάτοχο του τίτλου που έχει αναγνωρισθεί από το ΣΑΕΠ “την δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα” με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις υπό τους οποίους δύνανται να ασκήσουν τη δραστηριότητα αυτή οι κάτοχοι “συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος” [βλ. άρθρο 4 παρ. 3 του π.δ. 38/2010]. Το ΣΑΕΠ, εξ άλλου, προβαίνοντας στη συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία και, αφετέρου, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τον προσκομιζόμενο τίτλο σπουδών, σε συνδυασμό με τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου και τα λοιπά τυχόν πιστοποιητικά του, δύναται να αξιώσει την υποβολή του αιτούμενου την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου του σε γραπτή δοκιμασία, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 57Α του π.δ. 38/2010, ερμηνευόμενες και υπό το φως της οικείας νομολογίας του ΔΕΚ/ΔΕΕ. Εφόσον, όμως, ο προσκομιζόμενος τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης έχει χορηγηθεί από αρμόδια, κατά τη νομοθεσία του κράτους-μέλους προέλευσης, αρχή και πιστοποιεί, ως προς πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, το ΣΑΕΠ δεν δύναται να μη λαμβάνει υπόψη τίτλους σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής, ούτε δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση τέτοιου τίτλου επικαλούμενο το γεγονός ότι για τη χορήγησή του από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης συνεκτιμήθηκαν σπουδές πραγματοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και μη αναγνωριζόμενες, κατά την εθνική νομοθεσία, ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως είναι οι πραγματοποιηθείσες σε εργαστήρια ελευθέρων σπουδών. Εν όψει δε της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 7, η οποία ερείδεται στις διατάξεις των Συνθηκών, αλλά και των συναφών αποφάσεων στις υποθέσεις C-274/05, Επιτροπή κατά Ελλάδος και C-151/07, Χατζηθανάσης, καθώς και των λόγων που οδήγησαν την Ελληνική Δημοκρατία να τροποποιήσει, κατά τα ανωτέρω, το π.δ. 38/2010 με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013 [βλ. ανωτέρω σκέψη 10], η εφαρμογή της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 1 [παρ. 2], 2 [παρ. 3], 3 [παρ. 3 και 5], 4 [παρ. 3], 13 [παρ. 4], 14 [παρ. 8], 50 [παρ. 5], 52 [εδάφιο τελευταίο], 53 [εδάφιο τελευταίο], 54 [παρ. 1(β)], 55 [παρ. 1], 56 [παρ. 1(β)] και 57 του π.δ. 38/2010 διαδικασίας αναγνώρισης, δεν περιορίζεται στους κτηθέντες μετά τον ν. 3696/2008 τίτλους, δηλαδή στους τίτλους που συνεκτιμούν μόνο σπουδές πραγματοποιηθείσες στην Ελλάδα μετά την επιχειρηθείσα με τον νόμο αυτόν αναβάθμιση της μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης [βλ. ανωτέρω σκέψη 11]. Συνεπώς, οι ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως, ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” τίτλου σπουδών, χορηγηθέντος από φορέα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλου κράτους-μέλους κατόπιν τριετούς, τουλάχιστον, φοίτησης, είναι είτε η εξ ολοκλήρου πραγματοποίηση του οικείου προγράμματος σπουδών στον ανωτέρω φορέα, που χορηγεί τον τίτλο, είτε και η εν όλω ή εν μέρει πραγματοποίηση του προγράμματος σπουδών σε ημεδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα, συνεργαζόμενο, όμως, με τον χορηγούντα τον τίτλο φορέα του άλλου κράτους-μέλους αποκλειστικά υπό καθεστώς σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) ή πιστοποίησης (validation), χωρίς, πάντως, να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1 [παρ. 2], 2 [παρ. 3], 3 [παρ. 3 και 5], 4 [παρ. 3], 13 [παρ. 4], 14 [παρ. 8], 50 [παρ. 5], 52 [εδάφιο τελευταίο], 53 [εδάφιο τελευταίο], 54 [παρ. 1(β)], 55 [παρ. 1], 56 [παρ. 1(β)] και 57 του π.δ. 38/2010 όταν για τη χορήγηση του τίτλου, από το ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης του άλλου κράτους-μέλους, συνυπολογίζεται χρόνος σπουδών επαγγελματικής κατάρτισης στην Ελλάδα σε ίδρυμα μη τυπικής εκπαίδευσης, όπως τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών προ του ν. 3696/2008, είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι. Τούτο δεν αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος (πρβλ. τις αποφάσεις στις υποθέσεις C-274/05
, Επιτροπή κατά Ελλάδος και C-151/07, Χατζηθανάσης) ούτε παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, εφόσον δεν εξομοιώνονται πλήρως οι χορηγούμενοι από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής τίτλοι, με τους ανωτέρω τίτλους τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης οι οποίοι χορηγούνται, κατόπιν τριετούς διάρκειας σπουδών, από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών. Συγκεκριμένα, αφενός, η ανωτέρω διαδικασία περιορίζεται στην αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” των τίτλων, όχι δε και της ακαδημαϊκής αξίας τους· αφετέρου, κατά την κρίση του για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” το ΣΑΕΠ προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τους χορηγούμενους από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών τίτλους και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η δε διαδικασία συγκριτικής εξέτασης παρέχει στο ΣΑΕΠ τη δυνατότητα να βεβαιώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα και αν από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, το ΣΑΕΠ μπορεί να αξιώσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν ή, εφόσον τούτο δεν αποδεικνύεται προσηκόντως, να τον υποβάλει σε γραπτή δοκιμασία, κατά το άρθρο 57Α του π.δ. 38/2010.
16. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την έφεση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (460+460=920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2022
Ο Πρόεδρος
Δημήτριος Σκαλτσούνης
Η Γραμματέας
Ελένη Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2023.
Η Πρόεδρος
Ευαγγελία Νίκα
Η Γραμματέας
Ελένη Γκίκα
[*] Όμοια η ΣτΕ (Ολ.) 179/2023.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα