Top

Αναζήτηση


Παραπομπές


Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΠρΚω 357/2022 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΚω 357/2022 - Πλήρες κείμενο [*]

Σύνθεση: Νάντια Ρωμανίδου, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Δημήτριος Προκοπίου, Νομική Χαρτοφίλη, Κωνσταντίνα Παναγοπούλου Πέρεζ

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης· η επισπευδόμενη εκτέλεση χωρίς επίδοση προς τον καθ' ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση είναι άκυρη και χωρίς βλάβη του καθ' ου η εκτέλεση· αν όμως η επίδοση έγινε αλλά όχι σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 122-143 ΚΠολΔ, επέρχεται ακυρότητα αυτής μόνο σε συνδυασμό με το στοιχείο της βλάβης. Η άσκηση ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του πλειστηριασμού ή και η ακύρωση του πλειστηριασμού δεν καθιερώνει υποχρέωση του υπερθεματιστή να μην προβεί σε μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο και στηρίζει νέα αυτοτελή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε καθιστά άκυρη την άμεση εκτέλεση, η οποία είναι διαφορετική και δεν συμπαρασύρεται από την ακύρωση του πλειστηριασμού. Πλειστηριασμός μισθωμένου ακινήτου· η διάταξη του άρθρου 997 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μόνο επί μισθώσεων που συνήφθησαν μετά την κατάσχεση, ενώ αν η μίσθωση είχε συναφθεί πριν από την κατάσχεση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 159, 924, 933, 934, 937, 943, 997, 1005, 1009 ΚΠολΔ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

357/2022

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής .../.../2020)

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής .../.../2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Νάντια Ρωμανίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σιόζιου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Οκτωβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτόντων: 1) ... ... του ..., κατοίκου πόλης Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, οδός ... αριθμός ..., κατόχου του Α.ΦΜ. ..., και 2) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ι.Κ.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «... Ι.Κ.Ε.», που εδρεύει στην Κω, οδοί ... αριθμός ..., και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Προκοπίου.

Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, οδός ... αριθμός ..., και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Νομική Χαρτοφίλη και Κωνσταντίνα Παναγοπούλου Πέρεζ.

Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνουν δεκτά: α) η από 5.11.2020 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../5.11.2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, και β) το από 28.12.2020 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../30.12.2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται για συζήτηση: α) η από 5.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../5.11.2020 ανακοπή και β) το 28.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../30.12.2020 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής, με τα οποία διώκεται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. .../16.7.2020 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ... ..., όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. .../13.10.2020 πράξη διόρθωσης της ίδιας συμβολαιογράφου, και της από 4.11.2020 επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της παραπάνω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, καθώς και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων δυνάμει αυτών. Επομένως, πρέπει, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να συνεκδικαστούν, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 585 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες ζητούν με την υπό κρίση ανακοπή τους και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής να ακυρωθούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν σε αυτά, η υπ’ αριθμ. .../16.7.2020 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ... ..., όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. .../13.10.2020 πράξη διόρθωσης της ίδιας συμβολαιογράφου, και η από 4.11.2020 επιταγή προς εκτέλεση που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της παραπάνω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, καθώς και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει αυτών. Επίσης, ζητούν να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά τους έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής εισάγονται στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο τούτο Δικαστήριο (άρθρα 933 παρ. 1 και 3 και 584 ΚΠολΔ), για να συζητηθούν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η μεν ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 16.10.2020 (βλ. την τεθείσα επί του δικογράφου της ανακοπής σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ... ...), πριν από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση (άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ εδ. β’ ΚΠολΔ), το δε δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 11.1.2021 (βλ. την τεθείσα επί του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ... ...), δηλαδή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτά και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ, για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται επίδοση προ τον καθ’ ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Η επισπευδόμενη εκτέλεση χωρίς τέτοια επίδοση είναι άκυρη, και χωρίς βλάβη του καθ’ ου η εκτέλεση, τόσο καθώς η επίδοση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και για το λόγο ότι χωρίς την επίδοση αυτή δεν αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση. Διαφορετικό, όμως, είναι το ζήτημα της ακυρότητας της επιταγής ή της επίδοσης αυτής. Αν, δηλαδή, η επίδοση δεν έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 122-143 ΚΠολΔ, επέρχεται ακυρότητα αυτής μόνο σε συνδυασμό με το στοιχείο της βλάβης. Η παράβαση των διατάξεων των παραπάνω άρθρων συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης της επίδοσης, μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου, προκάλεσε στον διάδικο βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, και την οποία ο τελευταίος πρέπει να επικαλείται κατά τρόπο συγκεκριμένο, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτήν, διαφορετικά ο ισχυρισμός του είναι απορριπτέος ως αόριστος. Κατά την ορθή έννοια του άρθρου 159 περ. 3 ΚΠολΔ, ως βλάβη που μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα, θεωρείται εκείνη που προκαλείται από την παράβαση της δικονομικής διάταξης αυτής καθεαυτής και όχι από την ίδια την πράξη της εκτέλεσης (ΕφΘεσ 20/2012, ΕφΠατρ 298/2007, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Γέσιου - Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως I, Γενικό Μέρος, 2017, σελ. 496, Μάζης Π. σε Κεραμέα Κ. - Κονδύλη Δ. - Νίκα Ν., Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 924 αριθμ. 4, σελ. 154, Νίκας Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως I, Γενικό Μέρος, 2017, σελ. 496). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, κατά την εκτίμησή του, ότι είναι άκυρες οι προσβαλλόμενες περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου και επιταγή προς εκτέλεση, διότι, μολονότι ο πρώτος εξ αυτών είναι κάτοικος εξωτερικού και, συγκεκριμένα, της πόλης Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, αναφέρεται σε αυτές ως κάτοικος Κω και η επίδοση αυτών έλαβε χώρα στην Αθήνα. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται ότι η προβαλλόμενη παράβαση επέφερε σε αυτούς (ιδίως στον πρώτο εξ αυτών) βλάβη, η οποία να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 159 περ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, η επίκληση του στοιχείου της δικονομικής βλάβης, με έκθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να τη θεμελιώνουν, είναι αναγκαία για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Έλλειψη συμφέροντος, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1472/2004, ΕφΘεσ 1132/2011, ΕφΠειρ 711/2011, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΠειρ 638/2015, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής ότι είναι καταχρηστική η εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή καταγγελία της επίδικης σύμβασης μίσθωσης και επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους δυνάμει των προσβαλλόμενων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου και επιταγής προς εκτέλεση, διότι: α) εκκρεμούν πολλές ανακοπές τόσο ως προς την εγκυρότητα του τίτλου, βάσει του οποίου διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του ακινήτου, όσο και ως προς την εγκυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες πιθανολογείται ότι θα γίνουν δεκτές, β) στο εν λόγω ακίνητο λειτουργεί ξενοδοχείο, όπου διαμένουν πελάτες της δεύτερης εξ αυτών δυνάμει συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί από το έτος 2019, με συνέπεια να είναι πρακτικά αδύνατη η άμεση απόδοση αυτού στην καθ’ ης η ανακοπή και να συνεπάγεται την οικονομική εξόντωσή της και γ) η καθ’ ης η ανακοπή προέβη άμεσα στην καταγγελία της μίσθωσης χωρίς να έχει προηγούμενη επικοινωνία με τη δεύτερη εξ αυτών, προκειμένου να διαπιστώσει αν υπήρχε πρόθεση ή επιθυμία της να παραμείνει στο ακίνητο και αν ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος, επιπλέον δε η δεύτερη εξ αυτών είχε προβεί σε δαπάνες για τη διενέργεια εργασιών ανακαίνισης του ακινήτου συνολικού ποσού 1.700.000 ευρώ, που δεν έχει ακόμη αποσβέσει. Ωστόσο, τα παραπάνω επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να περιάγουν την άσκηση εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή του δικαιώματος καταγγελίας της προϋφιστάμενης της κατάσχεσης σύμβασης μίσθωσης και επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους σε προφανή και έκδηλη αντίθεση προς τα ακραία αξιολογικά όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ούτε αρκούν για να δημιουργήσουν στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν θα ασκούσε τα δικαιώματά της στο χρόνο που τα άσκησε, στοιχείο άλλωστε που οι ίδιοι δεν επικαλούνται. Επιπλέον, αναφέρεται μεν ότι η άμεση καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει στη δεύτερη των ανακοπτόντων ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, πλην όμως μόνο το γεγονός αυτό δεν καθιστά καταχρηστική τη συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή, αλλά, όπως διαλαμβάνεται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, το εν λόγω ζήτημα κρίνεται σε συνάρτηση τόσο με τις αντίστοιχες συνέπειες που θα επέλθουν σε βάρος της τελευταίας από τη μη άσκηση των δικαιωμάτων της, όσο και με την έλλειψη προφανούς ωφέλειας και εν γένει συμφέροντός της να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και σε επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, στοιχεία που ουδόλως μνημονεύονται στο δικόγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής. Εξάλλου, η άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων της καθ’ ης η ανακοπή είναι συνυφασμένη με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας μόνο η ίδια μπορεί να αποφασίσει. Επομένως, ως προς το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Ομοίως, νόμω αβάσιμος τυγχάνει και ως προς το πρώτο σκέλος του (της άσκησης ανακοπών που εκκρεμούν κατά του εκτελεστού τίτλου, βάσει του οποίου διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του ακινήτου, και εν γένει της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης), καθώς η άσκηση ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του πλειστηριασμού ή και η ακύρωση του πλειστηριασμού δεν καθιερώνει υποχρέωση του υπερθεματιστή να μην προβεί σε μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο και στηρίζει νέα αυτοτελή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (άμεση εκτέλεση του άρθρου 943 ΚΠολΔ) (άρθρο 1005 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), όπως είναι η προκείμενη, ούτε καθιστά άκυρη την άμεση εκτέλεση, η οποία είναι διαφορετική και δεν συμπαρασύρεται από την ακύρωση του πλειστηριασμού (βλ. ΑΠ 1437/2012, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης, που είχε συναφθεί πριν από την κατάσχεση, είναι μη νόμιμη και άκυρη, διότι έλαβε χώρα μετά την πάροδο ενός μήνα από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης κατά την 24η.7.2020, κατά παράβαση του άρθρου 997 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 997 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μόνο επί μισθώσεων που συνήφθησαν μετά την κατάσχεση, ενώ αν η μίσθωση είχε συναφθεί πριν από την κατάσχεση, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, ολόκληρη η έννομη σχέση της μίσθωσης μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή, ο οποίος μπορεί είτε να αφήσει τη μίσθωση να συνεχιστεί, υπεισερχόμενος στη θέση του προηγούμενου εκμισθωτή, είτε να την καταγγείλει επιτυγχάνοντας τη λύση της, χωρίς να τάσσεται προθεσμία γι’ αυτήν την καταγγελία (βλ. ΑΠ 306/2014, ΕφΑθ 3568/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Γέσιου - Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ/α, Ειδικό Μέρος, 2018, σελ. 685-689, Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη Ευδ. σε Κεραμέα Κ. - Κονδύλη Δ. - Νίκα Ν., Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 997, σελ. 865-872, και άρθρο 1009, σελ. 917-920, Νίκα Ν., Δίκαιο. Αναγκαστικής Εκτελέσεως II, Ειδικό Μέρος, 2018, σελ. 463-467).

Κατόπιν των ανωτέρω, ελλείψει άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν η υπό κρίση ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν, κατά το σχετικό αίτημά της, σε βάρος των ανακοπτόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους την από 5.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../5.11.2020 ανακοπή και το 28.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../30.12.2020 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Κω στις 14.07.2022, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΈΑΣ


[*] Η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια της δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνας Παναγοπούλου Πέρεζ (Δικηγορική Εταιρεία POTAMITISVEKRIS)