31 Μαρ 2021
Με το άρθρο 478 του νέου ΚΠΔ περιορίστηκαν οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η έφεση κατά του Βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 17 ν.1968/1991 εξακολουθεί να ισχύει ως ειδικότερη καθόλο το εύρος της, διότι αφορά κατάδικο αιτούμενο την υπό όρο απόλυση του, ο οποίος συνεπώς επιτρέπεται να ασκήσει έφεση για οποιοδήποτε νομικής ή ουσιαστικής φύσης παράπονο. Η θέση αυτή δικαιολογείται καταρχάς λογικοσυστηματικά, αφού η νεότερη περιοριστική πρόβλεψη είναι ενταγμένη στον βασικό κορμό περάτωσης της ποινικής δίκης, όπως αυτός διαμορφώνεται στον ΚΠΔ. Επιπλέον, όμως, ιστορικοβουλητικά, πρόθεση του νομοθέτη που εισήγαγε τη νέα διάταξη, είναι η επίσπευση της προδικασίας με τον αποκλεισμό της επανάκρισης σε δεύτερο βαθμό του ουσιαστικού μέρους της υπόθεσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 ΠΚ, η αποδοχή της αίτησης για απόλυση υπό όρο πρέπει να είναι ο γενικός κανόνας και η απόρριψή της η εξαίρεση. Μάλιστα, η αιτιολογία τυχόν απόρριψης δεν μπορεί να περιοριστεί στην κρίση ότι η διαγωγή του καταδίκου «δεν ήταν καλή», ενώ η συμπεριφορά του πρέπει να κρίνεται με βάση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, γεγονότα δηλαδή αντιληπτά στον εξωτερικό κόσμο, που τυχόν καταδεικνύουν ότι αυτός διάκειται αρνητικά προς τις θεσμοθετημένες επιλογές του Νομοθέτη και αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο για την προσβολή της έννομης τάξης. Επιπλέον, η απόλυση υπό όρο δεν πρέπει να εξαρτάται από τυχόν παλαιότερα ή ήσσονος βαρύτητας παραπτώματα εντός της φυλακής, για τα οποία επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές, ούτε η πειθαρχική ποινή από μόνη της είναι ικανή για την συνέχιση της κράτησης, αλλά απαιτείται συναξιολόγηση με άλλα στοιχεία.
Πάντως, για την τεκμηρίωση της επικινδυνότητας του καταδικασθέντος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας του και η εν γένει συμπεριφορά του κατά την διάρκεια της κράτησής του. Αντίθετα δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης χρόνο, στην πράξη για την οποία καταδικάστηκε, την προηγούμενη ζωή του και τις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη αξιολογηθεί, κατ' άρθρο 79 ΠΚ, κατά την επιμέτρηση της ποινής του. Εάν λαμβάνονταν υπόψη τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο έχει καταδικαστεί ο κρατούμενος, τότε η διαδικασία χορήγησής της θα αποτελούσε δεύτερη δίκη για το έγκλημα που τελέστηκε. Άλλωστε, η ερμηνεία αυτή συνάδει προς το νομικό χαρακτήρα και το σκοπό του θεσμού της υφ' όρον απόλυσης ως σωφρονιστικού μέτρου, που αποσκοπεί στην αποφυγή της υποτροπής δια της ηθικής βελτίωσης του καταδίκου και την κοινωνική αποκατάσταση αυτού, αλλά και προς την υπεροχή της ειδικής πρόληψης ως σκοπού της ποινής στο στάδιο αυτό. Συνεπώς, ερευνητέα είναι αποκλειστικά η διαγωγή του κατά τη διάρκεια παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα. Έτσι, σε περίπτωση όπου δεν έχει υποπέσει σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα, η αποδοχή της αίτησης πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ελαφρών παραπτωμάτων και ποινών. Στις περιπτώσεις τέλεσης σοβαρών παραπτωμάτων, όμως, η κρίση για την απόλυση υπό όρο ενέχει το στοιχείο της πρόγνωσης της εγκληματικής υποτροπής. Κατά το στάδιο αυτό, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα εμπειρικά στοιχεία που μπορούν να μειώσουν τις αυθαιρεσίες που από την φύση της δημιουργεί μια προγνωστική κρίση, όπως ο αριθμός, το είδος και η συχνότητα τέλεσης αυτών, όπως και η χρονική απόσταση μεταξύ τους, τα αίτια που οδήγησαν σε αυτά, τυχόν παροχή εργασίας, συμμετοχή σε προγράμματα απεξάρτησης, ή επαγγελματικής κατάρτισης, η συμπεριφορά του κρατούμενου κατά τη χορήγηση τακτικών αδειών κλπ. Εξάλλου, λόγω του τεκμηρίου αθωότητας, δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν δικαστική απόφαση που δεν έχει ακόμη καταστεί αμετάκλητη. Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν εμποδίζεται να διερευνήσει την συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια μιας άδειας και εφόσον σχηματίσει πεποίθηση για την τέλεση αδικήματος (όπως ιδίως σε περίπτωση ομολογίας) να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία αυτά.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο αξιολόγησε το γεγονός ότι ο αιτών κρατούμενος είχε αποδράσει στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια τακτικής άδειας, αδίκημα για το οποίο μάλιστα δεν είχε κριθεί καθώς είχε υποπέσει σε παραγραφή όταν συνελήφθη περίπου 4 χρόνια αργότερα για την τέλεση άλλου αδικήματος. Επίσης, δέχτηκε ότι ο κρατούμενος μετά την απόδρασή του βρέθηκε πλησίον χώρου εγκληματικής ενέργειας, καθώς συνελήφθη εντός αυτοκινήτου όπου βρέθηκαν διαρρηκτικά εργαλεία, ένα όπλο κα. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατό να αξιολογηθούν υπό την μορφή αποδοχής τελέσεως εγκλήματος, ελλείψει αμετάκλητης απόφασης. Ωστόσο, προφανώς προκύπτει ότι ο αιτών αναμένεται να συγκαταβιώνει με άτομα που αναπτύσσουν εγκληματική δράση, οι ενδείξεις ηθικής βελτίωσής του δεν είναι ικανές να στηρίξουν την πεποίθηση ότι αυτός έχει πράγματι σωφρονιστεί και, συνακόλουθα, δεν προοιωνίζεται βάσιμα η μη τέλεση εγκλημάτων και από τον ίδιο. Για τους λόγους αυτούς, το Συμβούλιο Εφετών Χανιών επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που είχε απορρίψει την αίτηση για απόλυση υπό όρο, ως ουσία αβάσιμη.