2 Ιουν 2021
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη της κατ’ εξακολούθηση απάτης για μακρό χρονικό διάστημα σε βάρος του Δημοσίου, με περιουσιακό όφελος ή ζημιά άνω των 120.000,00 € και επιδιωκόμενο όφελος άνω των 150.000,00 €. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος είχε προσληφθεί και εργαζόταν στον τομέα της καθαριότητας του Δήμου από το 1985 έως το έτος 2002, οπότε υπέβαλε αίτηση για τη μετάταξή του στην ίδια θέση σε άλλο Δήμο, παρασιωπώντας αθέμιτα, αρχικά ότι δεν διαθέτει απολυτήριο δημοτικού σχολείου που ήταν απαραίτητο προσόν για την πρόσληψή του και στη συνέχεια ότι το απολυτήριο που επικαλέστηκε ως τυπικό προσόν για την μετάταξη ήταν πλαστό, μολονότι είχε σχετική νομική υποχρέωση απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ.
Το Δικαστήριο δέχθηκε τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. ΟλομΑΠ (Ποιν.) 3/2019 και έκρινε ότι, χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης είναι αυτός που ο δράστης ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης, με την οποία ολοκληρώνεται το έγκλημα. Περαιτέρω, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις κατ’ άρθρ. 98 ΠΚ, όταν κάθε επιζήμια πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ' εξακολούθηση τέλεσης της απάτης. Μάλιστα, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η μετέπειτα παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Συνακόλουθα, στην προκειμένη περίπτωση, η απατηλή συμπεριφορά εκδηλώθηκε άπαξ το έτος 2002 με θετική ενέργεια και όχι εξακολουθητικά, με παρασιώπηση της αλήθειας μετά την μετάταξη του κατηγορουμένου.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νέου ΠΚ, εφαρμόζεται η επιεικέστερη κάθε φορά διάταξη ουσιαστικού ποινικού νόμου και όχι ο επιεικέστερος νόμος ως ενιαίο «όλον». Επομένως, ως προς την αποδιδόμενη πράξη που φέρεται τελεσθείσα το έτος 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι χρήζει εφαρμογής ως ευμενέστερη η διάταξη του άρθρου 386 του παλαιού ΠΚ και, συνεπώς, εφαρμόζεται η γενική διάταξη περί παραγραφής του άρθρου 111 ΠΚ. Άλλωστε, δεν χωρεί εφαρμογής ο Ν. 1608/1950 που ήδη καταργήθηκε στο σύνολό του με το άρθρο 462 του νέου ΠΚ. Κατά τούτο, το αξιόποινο της πράξης της απάτης που φέρεται τελεσθείσα το έτος 2002, έχει εξαλειφθεί με παραγραφή μετά την παρέλευση 15 ετών, η προθεσμία της οποίας ουδέποτε ανεστάλη, αφού δεν επιδόθηκε εντός του χρονικού αυτού διαστήματος παραπεμπτικό βούλευμα.