Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων (ΟΑΕΔ και ήδη ΔΥΠΑ και Ελληνικού Δημοσίου) να καταβάλουν σε αυτήν αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την παράνομη παράλειψη καταβολής σε αυτήν της προβλεπόμενης στο άρθρο 21 του ν. 1767/1988 οικονομικής ενίσχυσης-επιδότηση κόστους μισθοδοσίας, για το χρονικό διάστημα από το Α΄ εξάμηνο του έτους 2016 μέχρι και το Β΄ εξάμηνο του έτους 2019. Επικουρικώς δε η ενάγουσα διεκδίκησε αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Ενόψει του ότι αρμόδιος Φορέας για την καταβολή της ένδικης οικονομική ενίσχυσης -επιδότησης είναι αποκλειστικά ο ΟΑΕΔ, ήδη ΔΥΠΑ, όργανο του οποίου υπέπεσε στην, αποδιδόμενη με την αγωγή, παράνομη παράλειψη, παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος στην παρούσα δίκη, είναι, κατ’ άρθρο 72 του Κ.Δ.Δ., μόνο το πρώτο εναγόμενο νπδδ. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι: α) η καταβολή της ένδικης επιδότησης προβλέφθηκε, αρχικά, με τη διάταξη της παρ. 21 του ν. 1767/1988 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες εκάστοτε υπουργικές αποφάσεις, β) με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 του ν. 4706/2020 καταργήθηκαν αναδρομικά από 01.01.2016 τόσο το άρθρο 21 του ν. 1767/1988, όσο και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις, που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού και, συνεπώς, από την ημερομηνία αυτή (1.1.2016) οι επιχειρήσεις του άρθρου 21 του ν. 1767/1988 δεν δικαιούνται να επιδοτηθούν επί του κόστους μισθοδοσίας τους και γ) η αναδρομική κατάργηση της ένδικης επιδότησης υπαγορεύθηκε, κατά τρόπο συμβατό με τα άρθρα 4 § 1, 17 § 1, 20 § 1 και 26 του Συντάγματος και άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η ανάγκη εξορθολογισμού των προγραμμάτων απασχόλησης και εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και όχι απλώς από το ταμειακό συμφέρον της χώρας. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε ότι η μη έκδοση εγκριτικών αποφάσεων για τη χορήγηση της επιδότησης στην ενάγουσα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από το Α΄ εξάμηνο του έτους 2016 μέχρι και το Β΄ εξάμηνο του έτους 2019, δεν συνιστά παράνομη παράλειψη των οργάνων του πρώτου εναγομένου ν.π.δ.δ.. Προεχόντως δε για το λόγο αυτό, δεν συντρέχει ευθύνη αυτού προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, απορριπτομένης της αγωγής ως αβάσιμης κατά την κύρια βάση της. Εξάλλου, απορριπτέα κρίθηκε η αγωγή αυτή και υπό την επιβοηθητικής φύσεως βάση των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον δεν θεμελιώνεται σε περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά εκείνων της βάσης από αδικοπραξία.