Πρόσφατη νομολογία


22 Μαΐ 2020

ΤρΔΕφΑθ 1611/2020: Προσφυγή κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού που διαπίστωσε παραβίαση εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας περί ελεύθερου ανταγωνισμού

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού νομίμως άσκησε τις αρμοδιότητές της, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη των σχετικών παραβάσεων, απορριπτομένων όσων προβάλλονται περί παραγραφής με την προσφυγή ως αβάσιμων. Επίσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εν προκειμένω δεν στήριξε την κρίση της ως προς την τέλεση των ένδικων παραβάσεων, ούτε στο «τεστ του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή», ούτε στον πίνακα του περιθωρίου κέρδους των διανομέων, αντίθετα επικαλέσθηκε τα ως άνω οικονομικά στοιχεία, όλως επικουρικώς, σε απάντηση των προβληθέντων ισχυρισμών της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της ακρόασης, προς επίρρωση της ήδη διαμορφωθείσας κρίσης της, αμφισβητώντας όμως και πάλι την αξιοπιστία τους. Τα στοιχεία δε αυτά δεν αποτέλεσαν έρεισμα της κρίσης της Επιτροπής, ούτε στο πλαίσιο της επιμέτρησης των σχετικών προστίμων. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί παραβίασης της αρχής της προηγούμενης ακρόασης είναι αβάσιμος. Ορθώς η Επιτροπή Ανταγωνισμού διενήργησε το τεστ του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (μειοψ.). Περαιτέρω, η παροχή εκπτώσεων στόχου της προσφεύγουσας λειτουργούσε ως εργαλείο δημιουργίας ή/και διατήρησης κύκλου πιστών πελατών και έτεινε, άλλως ήταν ικανή, να δημιουργήσει δεσμούς εξάρτησης των σούπερ μάρκετ από την προσφεύγουσα και να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον εφοδιασμό τους από ανταγωνιστές της τελευταίας στην οικεία αγορά, επιφέροντας επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα αποκλεισμού στην αγορά αυτή κατά παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/1977 καθώς και του άρθρου 82 ΣυνθΕΚ. Δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 2 παρ.2 γ του ν.703/77 και 102 παρ.2 γ ΣΛΕΕ (απαγόρευση δυσμενούς διάκρισης). Επιπλέον, ο όρος αποκλειστικής προβολής προϊόντων της προσφεύγουσας κατέτεινε να περιορίσει τον ανταγωνισμό και η σχετική πρακτική της συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Οι συμβατικοί όροι των ιδιωτικών συμφωνητικών μεταξύ της προσφεύγουσας και των διανομέων της μέχρι το έτος 2009 ήταν όροι άμεσου καθορισμού (πάγιων και όχι ανώτατων) τιμών μεταπώλησης και ήταν αντίθετοι με τα άρθρα 1 παρ. 1 ν. 703/1977 και 1 παρ. 1 ν. 3959/11 καθώς και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Παρά τη διαφοροποίηση του επίμαχου όρου στα συναφθέντα από το 2009 και μετά ιδιωτικά συμφωνητικά, ο όρος αυτός έτυχε έμπρακτης εφαρμογής από τους διανομείς, σε συνεργασία με την προσφεύγουσα και υπάρχει ομοίως παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων. Η προσφεύγουσα προέβη σε απαγόρευση ενεργητικών και παθητικών πωλήσεων από τον εκάστοτε μεταπωλητή – διανομέα προς τους λιανεμπόρους που δραστηριοποιούνταν εκτός της οικείας περιοχής, καθώς και σε απαγόρευση παθητικών πωλήσεων στην αποκλειστική ομάδα πελατών της ίδιας εντός της εκάστοτε περιοχής δραστηριοποίησης (μέχρι το 2009) κατά παράβαση των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 703/77, 1 παρ. 1 του ν. 3959/11 καθώς και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή και να τροποποιηθεί ανάλογα η προσβαλλόμενη απόφαση, να διαταχθεί δε η επιστροφή στην προσφεύγουσα μέρους του παραβόλου, ποσού 150 ευρώ και να διαταχθεί η κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.


Σύνδεσμος

ΤρΔΕφΑθ 1611/2020 - Πλήρες κείμενο »