20 Οκτ 2022
Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε η εξαφάνιση, άλλως η μεταρρύθμιση της .../29.6.2015 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, υπάλληλο του Δήμου Προσοτσάνης Δράμας του κλάδου ΠΕ3 Πολιτικών Μηχανικών με Β' βαθμό, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα (άρθρο 259 ΠΚ) ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την .../9.9.2013 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής για το σχετικό με την σύνταξη των απαντητικών εγγράφων των ... ... και ... ... με σκοπό την μη διενέργεια ε.δ.ε. πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο κατά τον γενόμενο από το Δικαστήριο ορθό νομικό χαρακτηρισμό της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας, επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης και φέρεται ότι τελέσθηκε στις 14.6.2010 και 30.7.2010, αντιστοίχως, εντός δηλαδή της κατά το άρθρο 116 παρ. 1 εδ. β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα πενταετίας, η δε προσβαλλόμενη .../29.6.2015 πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε εντός της προβλεπόμενης στο εδ. β΄ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου επταετίας. Επομένως, το παράπτωμα αυτό δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή. Περαιτέρω, το αποδιδόμενο στον προσφεύγοντα πειθαρχικό παράπτωμα που αφορά στη συμμετοχή του στη δημιουργία ελλείμματος ύψους 701.670,656 ευρώ, έπαυσε, ως κατ’ εξακολούθηση αδίκημα, να τελείται στις 18.6.2008, ο δε προσφεύγων παραπέμφθηκε για το αδίκημα αυτό στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την .../31.1.2014 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής, σε χρόνο δηλαδή πέραν της πενταετίας από την τέλεσή του. Ωστόσο, η αρξάμενη στις 18.6.2008 παραγραφή του ως άνω πειθαρχικού παραπτώματος διακόπηκε, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω παρ. 4 του άρθρου 116 του ως άνω Κώδικα, από την τέλεση του προαναφερόμενου πειθαρχικού παραπτώματος που σχετίζεται με την σύνταξη των απαντητικών εγγράφων των ... ... και ... ... σχετικώς με τη μη διενέργεια ε.δ.ε., η παράλειψη της οποίας, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της κρινόμενης περίπτωσης, αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του προσφεύγοντος για το εν λόγω αδίκημα και, συνεπώς, ούτε το αδίκημα αυτό είχε υποπέσει σε παραγραφή, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίθηκε δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο ειδικότερος ισχυρισμός του προσφεύγοντος, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις περί παρεκτάσεως του χρόνου παραγραφής εφαρμόζονται μόνον όταν το πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί συνάμα και διαγνωσθέν ποινικό αδίκημα που αποδίδεται προσωπικώς και υπαιτίως στον πειθαρχικώς διωκόμενο. Εξάλλου, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την .../31.1.2014 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής για το σχετιζόμενο με την χωρίς τήρηση της νόμιμης διαδικασίας μεταβολή των τεχνικών προδιαγραφών του έργου πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τέλεσε στις 4.6.2010, η δε προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε στις 29.6.2015. Υπό τα δεδομένα αυτά, το εν λόγω πειθαρχικό παράπτωμα, κατά τον γενόμενο από το Δικαστήριο νομικό χαρακτηρισμό, της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας ομοίως δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Συνεπώς, δεν παραγράφηκαν τα αποδιδόμενα στον προσφεύγοντα πειθαρχικά αδικήματα. Εξάλλου, ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 112 παρ. 5 του Υ.Κ. και η όμοια του άρθρου 116 παρ. 5 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, σύμφωνα με την οποία «δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό», δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω ως αντισυνταγματική και αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τούτο δε διότι η μη παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία έχει επιβληθεί ποινή από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό όργανο αντίκειται στην ασφάλεια δίκαιου, όπως αυτή κατοχυρώνεται και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, πλήττει δε το τεκμήριο αθωότητας, καθώς ο καταδικασθείς σε πρώτο βαθμό υπάλληλος καθίσταται υπόλογος στη Διοίκηση για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η πάροδος του οποίου επιδρά αρνητικά στο καθεστώς των αποδείξεων, όπως εν προκειμένω, πλήττει δε την προσδοκία του υπαλλήλου να αποφανθεί το πειθαρχικό ή το οικείο δικαστικό όργανο εντός ευλόγου χρόνου. Ο λόγος όμως αυτός, με τον οποίο αμφισβητείται η συνταγματικότητα και η συμβατότητα προς την ΕΣΔΑ της ως άνω διατάξεως που ρυθμίζει το ζήτημα της εν επιδικία παραγραφής επί πειθαρχικών υποθέσεων κρίθηκε απορριπτέος. Και τούτο διότι η πρόβλεψη της ανωτέρω διατάξεως περί μη παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή όπως η προσβαλλόμενη, δικαιολογούμενη από τη βαρύτητα των παραπτωμάτων του προσφεύγοντος τα οποία έβλαψαν σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας και την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτή, κρίνεται συνταγματικώς ανεκτή και μη αντικείμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, εν προκειμένω, αφενός μεν ο προσφεύγων δεν επικαλείται συγκεκριμένη δικονομική βλάβη αναγόμενη στην λόγω παρόδου μακρού χρόνου δυσχέρεια προσκόμισης των αποδεικτικών μέσων, η οποία αορίστως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα και αφετέρου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου το με αριθμ. πρωτ. .../6.2.2017 σημείωμα, με το οποίο (ο ίδιος) αιτείτο «η αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως να μεταφερθεί σε χρόνο κατά τον οποίο θα έχει περατωθεί η ποινική προδικασία με την έκδοση σχετικού βουλεύματος»· η τελευταία απέληξε, άλλωστε, στην έκδοση της ανωτέρω 29/2019 αμετάκλητης ποινικής αποφάσεως, η οποία βεβαιώνει, δεσμεύουσα κατά τούτο το παρόν Δικαστήριο, τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του πρώτου και πλέον σοβαρού υπό στοιχ. α) πειθαρχικού παραπτώματος του προσφεύγοντος. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι με την ως άνω πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά του και για τα τρία προαναφερθέντα πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία τιμωρήθηκε, ο προσφεύγων υπέπεσε, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, στο πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Δεδομένης δε της σοβαρότητας και της απαξίας των ως άνω πειθαρχικών αδικημάτων και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, ιδίως δε της χρονικής διάρκειας κατά την οποία εκδηλώθηκε η επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ως προς το υπό στοιχείο α´ αδίκημα και του μεγάλου ύψους του συνολικού ποσού του ελλείμματος του Δήμου στην δημιουργία του οποίου συνέδραμε ο προσφεύγων με τις εντολές του, ανεξαρτήτως της μη ιδιοποίησης από αυτόν οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, καθώς και της βλάβης που προκάλεσε στο κύρος της υπηρεσίας, κρίθηκε προσήκουσα η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή της οριστικής παύσης.