5 Απρ 2024
Ο προσφεύγων-αιτών, ιατρός του Ε.Σ.Υ., ζητεί την ακύρωση της απόφασης του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών Ε.Σ.Υ., με την οποία ο ίδιος κηρύχθηκε ένοχος για τα πειθαρχικά παραπτώματα i) της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, ii) της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, iii) της δωροληψίας και ιδίως της λήψης αμοιβής και αποδοχής οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας και iv) της παράβασης του άρθρου 19 § 5 Ν. 3418/2005. Παράλληλα, ο προσφεύγων-αιτών προσβάλλει την πειθαρχική ποινή της αυτοδίκαιης θέσης του σε αργία. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι το υπό κρίση ένδικο βοήθημα λαμβάνει τον χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά της απόφασης επιβολής στον προσφεύγοντα της ποινής οριστικής παύσης της ιδιότητάς του, ενώ, κατά το μέρος που προσβάλλει την απόφαση περί θέσης αυτού σε αυτοδίκαιη αργία, το ένδικο βοήθημα έχει χαρακτήρα αίτησης ακύρωσης, υπαγόμενης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Εντούτοις, ένεκα του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της τελευταίας αυτής πράξης, η προαναφερθείσα αίτηση ακύρωσης κρατείται από το Δικαστήριο και συνεκδικάζεται με την προσφυγή. Ρητή διάταξη νόμου ορίζει (77 §5 Ν. 2071/1992) ότι ο ιατρός πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του Ε.Σ.Υ. που λαμβάνει αμοιβή και αποδέχεται οποιαδήποτε άλλη περιουσιακή παροχή για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας τιμωρείται «υποχρεωτικώς» με την ποινή της οριστικής παύσης και σωρευτικώς με ποινή προστίμου που ανέρχεται στο ποσό του παρανόμως ληφθέντος ποσού προσαυξημένο επί 50 φορές. Η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί στην ανάδειξη της σοβαρότητας του προαναφερθέντος πειθαρχικού αδικήματος, ιδίως, μάλιστα, εάν ληφθεί υπόψη ότι το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών Ε.Σ.Υ. και το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορούν να κρίνουν τον βαθμό της υπαιτιότητας για το πειθαρχικό παράπτωμα της δωροληψίας και, ιδίως, της λήψης αμοιβής και της αποδοχής οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατά τα λοιπά εφαρμοστέο και στις πειθαρχικές υποθέσεις των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με την πειθαρχική διαδικασία να είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο προσφεύγων, ιατρός ορθοπεδικός, συνελήφθη κατηγορούμενος για δωροληψία υπαλλήλου και αυθημερόν οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Β′ Τριμελές Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 27418/2017 απόφασή του, κήρυξε ένοχο, χωρίς ελαφρυντικά, τον προσφεύγοντα για την πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου και επέβαλε εις βάρος του την ποινή της τριετούς φυλάκισης καθώς και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, με τριετή αναστολή της εκτέλεσης της ποινής της φυλάκισης. Επιπλέον, με νεότερες αποφάσεις του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, ο προσφεύγων τέθηκε σε καθεστώς δυνητικής αργίας για διάστημα έξι μηνών, με -εν συνεχεία- παράταση αυτής. Το αρμόδιο Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών του Ε.Σ.Υ. με την απόφασή του κήρυξε ομόφωνα ένοχο τον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αιτιολογία της εν λόγω απόφασης και ειδικότερα: α) το γεγονός ότι το έτος 2017 ο προσφεύγων έλαβε από την Ι.Π., σύζυγο ασθενούς, το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ σε κλειστό επιστολικό φάκελο, τον οποίο τοποθέτησε αμέσως στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του, χωρίς να αναρωτηθεί για το περιεχόμενό του, β) το γεγονός ότι, παρόλο που ο ίδιος θεώρησε ότι ο φάκελος περιείχε εξετάσεις του ασθενούς, πάρα ταύτα, τοποθέτησε τον φάκελο στην τσέπη του παντελονιού του και δεν τον άνοιξε επί τόπου να δει τις εξετάσεις ή δεν τον τοποθέτησε έστω στο γραφείο του για να δει τις εν λόγω εξετάσεις αργότερα, γ) το γεγονός ότι δεν απάντησε σε ερώτηση που του τέθηκε από μέλος του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς το αν ο φάκελος είχε τέτοιο σχήμα και μέγεθος ώστε να μπορεί να περιέχει εξετάσεις, δ) ότι παραδέχθηκε πως είχε μιλήσει στη σύζυγο του ασθενούς περί του κόστους της επέμβασης, επιχειρώντας στη συνέχεια κατά την απολογία του να δικαιολογηθεί και ε) την 123/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ναι μεν δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, καθόσον με την απόφαση αυτή αναιρέθηκε η 60/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την αιτιολογία ότι δεν προέκυπτε από την αναιρεθείσα απόφαση σαφώς το πρόσωπο υπέρ του οποίου έλαβε ο προσφεύγων το επίδικο χρηματικό ποσό από τη σύζυγο του ασθενούς· όμως, με την αναιρετική αυτή απόφαση δεν εθίγη η αιτιολογία της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία αποδείχθηκαν πλήρως τα κρίσιμα εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ναι μεν δεν συνιστά το αποδοθέν σ’ αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, πλην όμως στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Καταληκτικά, απέρριψε την προσφυγή και την αίτηση ακύρωσης, ενώ έκρινε προσήκουσα την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης.