6 Ιουν 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 2038/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 14439/2018 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε η από 18.12.2012 ανακοπή που άσκησε το αναιρεσείον Δημόσιο κατά του από 11.12.2012 κατασχετηρίου εγγράφου της αναιρεσίβλητης, δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας της Ελλάδος ως τρίτης, των χρηματικών υπολοίπων των λογαριασμών καταθέσεων που τηρεί το αναιρεσείον στο εν λόγω Τραπεζικό Ίδρυμα και μέχρι του ποσού των 271.773,50 ευρώ, σε εκτέλεση του από 3.12.2012 πρώτου εκτελεστού απογράφου της 1022/2009 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 3.12.2012 επιταγής προς πληρωμή. Εν προκειμένω, η δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και κατ’ αναίρεση στο ΣτΕ, και τούτο διότι η υποκείμενη σχέση είναι σχέση δημοσίου δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Με το εισαγωγικό δικόγραφο της αίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης τίθεται το νομικό ζήτημα της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 226 § 2 ΚΔιοικΔ, στην περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ιδιώτη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, μολονότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στην προβλεπόμενη στο δεύτερο μέρος του εν λόγω Κώδικα ειδική διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, ζητείται να διερευνηθεί το μείζον νομικό ζήτημα τα εφαρμογής εκείνης της διάταξης που καθορίζει την προθεσμία της έφεσης επί διαφοράς αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., δεδομένου ότι δεν υφίστατο νομολογία του Δικαστηρίου κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης. Επισημαίνεται ότι οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, στις περιπτώσεις που η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με τίτλο εκτελεστό απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, εμπίπτουν ως διοικητικές διαφορές ουσίας στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τους νόμους να δικάσουν την κρίσιμη διαφορά, καθίστανται αρμόδια να αποφανθούν και επί των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης των εκδιδόμενων από αυτά δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ. Συνάμα, στις δίκες που αφορούν στην αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Δημοσίου, με τίτλο εκτελεστό απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, και οι οποίες εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, επί ζητήματος που δεν ρυθμίζεται από το όγδοο κεφάλαιο του ΚΠολΔ, η παραπομπή γίνεται στο γενικό μέρος του ΚΠολΔ και όχι στο Πρώτο Τμήμα του Δεύτερου Μέρους του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που εφαρμόζεται στις δίκες της διοικητικής εκτέλεσης. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση (ΣτΕ 1261/2024) του Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε κατόπιν της άσκησης της υπό κρίση αίτησης, κρίθηκε ότι στις διαφορές εκτέλεσης που επισπεύδονται εις βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. δυνάμει καταψηφιστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του ΚΔιοικΔ που διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, και ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 226 §2 ΚΔΔ, που ορίζει συντετμημένη προθεσμία τριάντα (30) ημερών για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων εκδιδομένων επί ανακοπών στο πλαίσιο της εκδίκασης διοικητικών διαφορών διοικητικής εκτέλεσης που διενεργείται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Ένεκα της σοβαρότητας του ζητήματος της εφαρμογής δικονομικών διατάξεων στις δίκες που γεννώνται κατά την εκτέλεση, δυνάμει καταψηφιστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, που επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., όπως και του ζητήματος εάν νοείται η συγχώρεση του εκπροθέσμου της έφεσης του Δημοσίου, δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν είναι υποκείμενο ατομικών δικαιωμάτων και δεν νοείται προστασία του από τις διατάξεις που το ίδιο θεσπίζει κατά τη νομοθέτηση, η υπόθεση παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση προς κρίση.