29 Απρ 2022
Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 3571/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 21.2.2012 προσφυγή της αναιρεσειούσης εταιρείας κατά της σιωπηράς απορρίψεως από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών της .../29.9.2011 επιφυλάξεώς της επί της υποβληθείσης από αυτήν δηλώσεως ειδικού φόρου ακινήτων του άρθρου 57 του ν. 3842/2010. Σύμφωνα με την κύρια γνώμη, σε αντίθεση προς τους λοιπούς φόρους επί της ακίνητης περιουσίας, ο νομοθέτης, με την επίμαχη ρύθμιση, δεν απέβλεψε στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου, διαφορετικής από το εισόδημα), αλλά στην πάταξη της φοροαποφυγής. Και ναι μεν προβλέπεται ότι η προσκόμιση των σχετικών με τη μετοχική σύνθεση των εν λόγω εταιρειών στοιχείων δύναται, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην απαλλαγή τους από τον ένδικο φόρο, σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις αποκλείεται η δυνατότητα απαλλαγής, όπως π.χ. όταν το σύνολο ή, έστω, και μικρό μέρος των μετοχών ανώνυμης εταιρείας που έχει την έδρα της στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ως εν προκειμένω της αναιρεσείουσας) ανήκει σε νομική οντότητα η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εάν δεν υπάρχει σε ισχύ, σε κάθε φορολογική χρήση, σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής μεταξύ της Ελλάδας και της εν λόγω τρίτης χώρας. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, στις εν λόγω περιπτώσεις, οι επίμαχες διατάξεις προσομοιάζουν προς αμάχητο τεκμήριο φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, διότι τεκμαίρουν την ύπαρξη επίπλαστων συμπεριφορών σε κάθε συγκεκριμένη κτήση ακινήτου, χωρίς να παρέχουν στον υποκείμενο στον φόρο καμία δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου αυτού, με την προσκόμιση στοιχείων τα οποία σχετίζονται είτε με τη μετοχική του σύνθεση είτε με την άσκηση από αυτόν πραγματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Ακόμη, όμως, και εάν τα προβλεπόμενα στους ως άνω νόμους στοιχεία είναι καταρχήν ικανά να αποτελέσουν ενδείξεις για την ύπαρξη αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων που υποκρύπτουν φοροδιαφυγή, η επιβολή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του επίδικου βάρους δεν επιτρέπεται χωρίς τις διαδικαστικές εγγυήσεις του Συντάγματος και των νόμων και, κυρίως, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα στο καταρχήν υπόχρεο νομικό πρόσωπο να προσκομίσει στοιχεία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν συντρέχει στην περίπτωσή του ο δικαιολογητικός λόγος και η πραγματική βάση για την επιβολή του εν λόγω ειδικού φόρου. Κατ’ ακολουθία τούτων, ο επίδικος ειδικός φόρος επί των ακινήτων, ο οποίος, ως εκ του ύψους και του πάγιου χαρακτήρα του, θίγει τον πυρήνα της περιουσίας των φορολογούμενων νομικών προσώπων, διότι συνεπάγεται την, ανά εξήμισι έτη, καταβολή φόρου ίσου με το σύνολο της αξίας του εν λόγω ακινήτου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 17 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Επομένως, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, ότι η επιβολή του επίδικου ειδικού φόρου στην αναιρεσείουσα, λόγω της συμμετοχής, στο μετοχικό της κεφάλαιο, της εδρεύουσας στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους εταιρείας με την επωνυμία «... INC», δεν συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση ούτε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ιδιοκτησίας της, έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη αυτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. (Μειοψ.). Λόγω της σπουδαιότητας των νομικών ζητημάτων και της αντίθετης νομολογίας, το Τμήμα έκρινε ότι έπρεπε να απέχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως και παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.