8 Ιουλ 2024
Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία πετρελαίων επιδιώκει την αναίρεση της απόφασης Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στρεφόμενη τόσο κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΤΕΑΠΕΠ», όσο και κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, με την απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η ένδικη προσφυγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, αφού κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιούνταν παθητικώς σε δίκη ανοιγείσα με προσφυγή κατά πράξης του ΕΤΕΑΠΕΠ, κρίση η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την αναιρεσείουσα στην κατ’ έφεση δίκη. Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην αναιρετική δίκη. Με την υπ’ αριθ. 1124/2022 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απερρίφθη έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας απερρίφθη προσφυγή αυτής κατά της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) του Επαγγελματικού Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εταιρειών Πετρελαιοειδών (ΕΤΕΑΠΕΠ). Σημειώνεται ότι με την τελευταία απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας το ποσό των 557.132 ευρώ, ως εισφορά του άρθρου 19 § 3 του Καταστατικού του αναιρεσίβλητου Ταμείου, για το έτος 2014. Σύμφωνα με το δικάσαν διοικητικό εφετείο, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 § 15 Ν. 3144/2003 και 19 § 3 του Καταστατικού του αναιρεσίβλητου Ταμείου, το οποίο αποτελεί ασφαλιστικό φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης λειτουργούντα καθ’ υποκατάσταση των δημοσίων ασφαλιστικών φορέων, συνάγεται ότι η εισφορά 1‰ που επιβάλλεται επί του κύκλου εργασιών των εταιρειών πετρελαιοειδών υπέρ του ΕΤΕΑΠΕΠ έχει χαρακτήρα ασφαλιστικής εργοδοτικής εισφοράς, καθότι επιβάλλεται για την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων σε εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών και αποβλέπει στην ενίσχυση των εσόδων, στη διατήρηση της βιωσιμότητας και στη διασφάλιση της οικονομικής ευρωστίας του ΕΤΕΑΠΕΠ, ώστε να ικανοποιούνται οι θαλπόμενοι από αυτό συνταγματικής τάξης σκοποί κοινωνικής ασφάλισης. Μάλιστα, κατά το Εφετείο, εφόσον αποκλειστικό νόμιμο έρεισμα της ένδικης εισφοράς αποτελούσε διάταξη νόμου, και όχι καταστατική ρύθμιση, η επιβολή της εισφοράς αυτής με την επίμαχη καταλογιστική πράξη ήταν νόμιμη ακόμη και ελλείψει κύρους του ανωτέρω Καταστατικού. Περαιτέρω, κατά το διοικητικό εφετείο, το ύψος της εισφοράς αυτής δεν επιβαρύνει υπέρμετρα τη λειτουργία της αναιρεσείουσας, αφού έχει προσδιοριστεί σε μόλις 1‰ επί του ετήσιου κύκλου εργασιών της από εμπορία πάσης φύσης πετρελαιοειδών προϊόντων. Από την υπ’ αριθμ. 960/2017 απόφαση του Δικαστηρίου απορρέει δεδικασμένο ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την απόφαση αυτή και συνδέονται με το κύρος του Καταστατικού του ΕΤΕΑΠΕΠ, το δεδικασμένο δε αυτό δεσμεύει την αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία και τον αναιρεσίβλητο ασφαλιστικό φορέα, οι οποίοι αμφότεροι διετέλεσαν διάδικοι στην πιο πάνω ακυρωτική δίκη, η πρώτη ως αιτούσα και το δεύτερο ως παρεμβαίνον. Με τη διάταξη 43 §2 Συντ. παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση (ειδική και ορισμένη) προς ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων, φορείς της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, ενώ ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Η διάταξη του άρθρου 19 §3 του Καταστατικού του αναιρεσίβλητου θεσπίστηκε με βάση την ειδική και ορισμένη νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 36 του Ν. 4052/2012, συνεπώς, για όσο χρόνο ίσχυσε, η ίδια αποτέλεσε νόμιμο έρεισμα για την ίδρυση της υποχρέωσης των επιχειρήσεων εμπορίας πετρελαιοειδών προς απόδοση στο αναιρεσίβλητο Ταμείο της προβλεπόμενης με αυτή ένδικης εισφοράς, καθώς και για την έκδοση των πράξεων του αναιρεσίβλητου περί επιβολής της εισφοράς αυτής στις βαρυνόμενες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η ένδικη εισφορά αποτελεί εργοδοτική κοινωνικοασφαλιστική εισφορά και, ακολούθως, οι λόγοι αναίρεσης που ερείδονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η ένδικη εισφορά αποτελεί φόρο, απορρίπτονται από το Δικαστήριο ως αβάσιμοι. Τέλος, η αναιρεσείουσα δεν εξειδικεύει το νομικό ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και -επιπλέον- δεν προβάλλει με την κρινόμενη αίτηση ότι είχε αμφισβητήσει με την έφεσή της την ορθότητα της ουσιαστικής (περί πραγμάτων) κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί του ακριβούς περιεχομένου της ενημέρωσης και του εγγράφου που έφερε τη σχετική ενημέρωση και ότι ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός δεν εξετάστηκε από το δικάσαν δικαστήριο. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.