24 Μαΐ 2022
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της από 19.12.2019 απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης του άρθρου 15 παρ. 1 Α του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), με την οποία απερρίφθη η .../22.3.2019 αίτηση της αιτούσας, με την οποία είχε ζητήσει την εγγραφή της στο βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Νάξου. Η πρακτική άσκηση δικηγορίας έχει ως ουσιαστικό περιεχόμενο και στόχο την προετοιμασία του υποψήφιου δικηγόρου για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, το οποίο συναρτάται άμεσα με την εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημόσιου συμφέροντος και, ειδικότερα, της σημαντικής θεσμικής αποστολής των δικηγόρων περί την απονομή της δικαιοσύνης και την αποτελεσματική άσκηση του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια. Η δε υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας των υποψηφίων ασκουμένων δικηγόρων, οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίου Νομικής Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί των γνωστικών αντικειμένων του ελληνικού δικαίου, για τα οποία έχει διαπιστωθεί έλλειψη αντιστοιχίας από την Επιτροπή Αξιολόγησης, υπαγορεύεται από κριτήρια που ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των υποψήφιων δικηγόρων και διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα. Ειδικότερα, σκοπός των γραπτών εξετάσεων που περιλαμβάνονται στη δοκιμασία επάρκειας είναι να πιστοποιηθεί η γνώση του υποψηφίου στα ως άνω αντικείμενα, η οποία είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση της άσκησης στην Ελλάδα και την ανάληψη δικηγορικών δραστηριοτήτων (παράσταση στα πταισματοδικεία, στις προανακριτικές αρχές, στα ειρηνοδικεία κατά τη συζήτηση υποθέσεων μικροδιαφορών, στη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς και ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής) που επιτρέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα Δικηγόρων, ήδη κατά τη διάρκεια της άσκησης αυτής έναντι αμοιβής. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων, με την οποία θεσπίζεται η δυνατότητα συμμετοχής ενδιαφερομένου έως τρεις φορές στο ίδιο μάθημα που αντιστοιχεί σε ορισμένο γνωστικό αντικείμενο, εξυπηρετεί κατ’ αρχήν συνταγματικώς θεμιτό σκοπό, δεδομένου ότι η αποτυχία υποψηφίου σε μάθημα για τρεις φορές αποτελεί σοβαρή ένδειξη επιστημονικής ανεπάρκειας που κατ’ αρχήν κωλύει, για τους προαναφερθέντες επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, την εγγραφή του ως ασκούμενου δικηγόρου. Εξ άλλου, η συμμετοχή στις εξετάσεις αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους ενδιαφερομένους με τη δέουσα σοβαρότητα που αρμόζει στο κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος, των δικηγόρων ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης και των δικηγορικών συλλόγων, των οποίων επιθυμούν να γίνουν μέλη. Ως εκ τούτου, είναι θεμιτό να αποτρέπεται, μέσω της ρύθμισης αυτής, η επανειλημμένη και βιαστική συμμετοχή στις εξετάσεις αυτές ενδιαφερομένων που δεν έχουν προετοιμαστεί επαρκώς, η οποία, εκτός των άλλων, μπορεί να συνεπάγεται και δυσανάλογη επιβάρυνση στην οργάνωση των εξετάσεων από την Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των παραπάνω σκοπών θα υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο και δεν θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, εάν στην ρύθμιση αυτή προσεδίδετο χαρακτήρας απόλυτου περιορισμού στην πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου. Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων, μη συνεπαγόμενη, κατά το γράμμα της, οριστικό και αμετάκλητο κώλυμα εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων δικηγόρων, πρέπει να ερμηνευθεί σε συμφωνία τόσο με τις συνταγματικές αρχές της επαγγελματικής ελευθερίας και της αναλογικότητας, όσο και με τις θεμελιώδεις ελευθερίες κυκλοφορίας των εργαζομένων και εγκατάστασης που κατοχυρώνονται στα άρθρα 45 και 49 της ΣΛΕΕ, τα οποία, κατά την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε αντιτίθενται σε εθνικά μέτρα που είναι ικανά να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών αυτών από τους υπηκόους της Ένωσης. Υπό το φως των υπερνομοθετικών αυτών διατάξεων και αρχών, η επίμαχη διάταξη έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να υποβάλει νέα αίτηση εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων δικηγόρων, κατ’ επίκληση νέων στοιχείων, από τα οποία αποδεικνύεται η μεταγενέστερη της ανεπιτυχούς εξέτασης, επαρκής ενασχόλησή του με το γνωστικό αντικείμενο του μαθήματος στο οποίο είχε αρχικά αποτύχει. Στην περίπτωση αυτή, τα αρμόδια όργανα (Επιτροπή Αξιολόγησης και Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας) οφείλουν να επαναλάβουν τη διαδικασία της εξατομικευμένης αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων του ενδιαφερομένου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 17 του Κώδικα Δικηγόρων. Ενόψει των ανωτέρω, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνονται αντιστοίχως η επαγγελματική ελευθερία και η αρχή της αναλογικότητας. (Μειοψ.). Επίσης, ενόψει της διάκρισης μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών της αλλοδαπής και της φύσης των καθηκόντων της πρακτικής άσκησης δικηγορίας που απαιτούν επαρκείς γνώσεις του ελληνικού δικαίου, τις οποίες κατά τεκμήριο κατέχουν οι πτυχιούχοι Νομικής Σχολής ημεδαπών ΑΕΙ (οι οποίοι εγγράφονται απευθείας ως ασκούμενοι δικηγόροι με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης), οι τελευταίοι τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες με τους κατόχους πτυχίων Νομικών Σχολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν τις γνώσεις αυτές, ακόμη κι αν τα πτυχία τους έχουν αναγνωρισθεί από τον ΔΟΑΤΑΠ ως ισότιμα και αντίστοιχα με τα απονεμόμενα από τα ημεδαπά ΑΕΙ. Παράλληλα, ο νομοθέτης έχει κατ’ αρχήν προβεί σε διάκριση μεταξύ αφενός πτυχιούχων Νομικών Σχολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου πτυχιούχων Νομικών Σχολών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι μόνον ως προς τους τελευταίους θέτει ως προϋπόθεση συμμετοχής σε δοκιμασία επάρκειας την προηγούμενη αναγνώριση του πτυχίου τους από τον ΔΟΑΤΑΠ. Ωστόσο, οι δύο αυτές κατηγορίες πτυχιούχων, όταν υποβάλλονται σε δοκιμασία επάρκειας για την πιστοποίηση των γνώσεων τους επί του ελληνικού δικαίου, τελούν υπό τις αυτές συνθήκες και δεν συντρέχει αποχρών λόγος διάκρισής τους κατά την εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων. Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν παραβιάζει, ούτε από την άποψη αυτή, την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.