25 Απρ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε ν’ ακυρωθούν οι εξής πράξεις: α) απόφαση του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής (υπ’ αρ. πρωτ. 3374/27.5.2019), με την οποίαν τροποποιήθηκε ο πίνακας φαρμακείων Αττικής (πλην Πειραιώς), που λειτουργούν πέραν του κατ’ ελάχιστον υποχρεωτικού ωραρίου για το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου 2019, β) ομοία απόφαση του αυτού Συλλόγου (υπ’ αρ. πρωτ. 3369/27.5.2019), με θέμα «Νέο πλαίσιο χρονικών ορίων λειτουργίας Φαρμακείων», γ) ομοία απόφαση του ιδίου Συλλόγου (υπ’ αρ. πρωτ. 3403/28.5.2019), με θέμα «Υποβολή δήλωσης για νέο διευρυμένο ωράριο διμήνου Ιούλιος – Αύγουστος 2019» και δ) πράξη του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου υπ’ αριθμόν 2093/27.5.2010 με θέμα «Άμεση εφαρμογή των διατάξεων … περί απαγόρευσης λειτουργίας των φαρμακείων κατά τις αργίες και ορισμού ανωτάτου χρονικού ορίου λειτουργίας των διευρυμένων φαρμακείων». Με τις επίμαχες ρυθμίσεις του άρ. 26 παρ. 1, 2 ν. 4613/2019 εισήχθη περιορισμός στην, θεμελιουμένη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, επιχειρηματική ελευθερία των φαρμακοποιών, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, εμφορούμενος από διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν αντίληψη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, έχει την δυνατότητα στο πλαίσιο των κατά το Σύνταγμα επιτρεπτών ορίων να οργανώσει το καθεστώς που διέπει όχι μόνο τα επαγγέλματα στον τομέα της υγείας, αλλά και την άσκηση της επιχειρηματικής εν γένει δραστηριότητας. Οι νομοθετικοί περιορισμοί είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί εφ’ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπον αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμιζομένης εκάστοτε επιχειρηματικής δραστηριότητος. Εξ άλλου, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητος οι νομοθετικοί περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι εν σχέσει προς αυτόν. Ο νομοθετικός περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας δεν μπορεί, πάντως, να έχει ως μοναδικό σκοπό την προστασία του οικονομικού συμφέροντος των ήδη ασκούντων συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα προς βλάβη εκείνων που ενδιαφέρονται να την ασκήσουν. Προκειμένου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει, αν οι περιορισμοί της επαγγελματικής ελευθερίας αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει ο σκοπός που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς, να προκύπτει ή να συνάγεται είτε από την ίδια την ρύθμιση, ερμηνευομένη κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με την λοιπή νομοθεσία που διέπει την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή την επιχειρηματική εν γένει δραστηριότητα, είτε από την εισηγητική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του σχετικού νόμου. Εξ άλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται από την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης να προβαίνει, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, στην εισαγωγή ρυθμίσεων διαφορετικών από αυτές που ίσχυσαν στο παρελθόν και προς τις οποίες έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρουμένη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό. Ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας, που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφισταμένης ρυθμίσεως, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσεως του νομοθέτη και σε ματαίωση της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις, όχι μόνον εκείνες που θα ιδρυθούν στο μέλλον, αλλά και τις ήδη συνεστημένες -εντός βεβαίως του πλαισίου της συνταγματικής τάξεως- σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος αναλόγως και με τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες Περαιτέρω, όπως έχει παγίως κριθεί, η ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους στην λειτουργία των φαρμακείων, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται προεχόντως στην ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών (άρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος). Ο ιδιάζων χαρακτήρας, ειδικώτερα, των φαρμάκων και των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, συγκεκριμένα δε οι θεραπευτικές τους ιδιότητες, αλλά και ο κίνδυνος βλάβης της υγείας του ασθενούς σε περίπτωση λήψεως του μη ενδεδειγμένου φαρμάκου ή με τον μη ενδεδειγμένο τρόπο, διαφοροποιεί τα φάρμακα από τα λοιπά, διακινούμενα στο εμπόριο, προϊόντα. Συνεπώς, τα φαρμακεία τα οποία έχουν ως κύριο προορισμό της δραστηριότητός τους την διάθεση στο κοινό αγαθών ζωτικής σημασίας για την διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας, δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, υποκείμενες στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η νομοθετική ρύθμιση του καθεστώτος ασκήσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητος της λιανικής πωλήσεως φαρμάκων πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν την ιδιομορφία των φαρμακείων, στα οποία η εμπορική δραστηριότητα συνδυάζεται αφ’ ενός μεν με την υπεύθυνη επιστημονική παροχή υπηρεσιών, που εγγυάται την ελεγχομένη και ορθολογική διακίνηση των φαρμάκων, αφ’ ετέρου δε με την κοινωνική αποστολή του φαρμακοποιού. Περαιτέρω, δοθέντος ότι το κόστος των χορηγουμένων από τα φαρμακεία φαρμάκων καλύπτεται κατά μεγάλο μέρος από τους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος), κατά την θέσπιση των μέτρων ο νομοθέτης δύναται να συνεκτιμά και τον κίνδυνο να κατασπαταληθούν οι πεπερασμένοι οικονομικοί πόροι που διατίθενται προς τούτο από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Εν όψει, συνεπώς, των κινδύνων για την δημόσια υγεία και για την δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ο νομοθέτης δύναται να επιβάλλει περιορισμούς -καθ’ ό,τι ενδιαφέρει εν προκειμένω- και για την λειτουργία των φαρμακείων, όπως π.χ. να θεσπίζει ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητός τους ή για την ορθολογική και ισόρροπη κατανομή τους στην Χώρα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο άμεσος και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμός του συνόλου του πληθυσμού με τα αναγκαία φάρμακα. Δύναται, επίσης, να επιβάλει υποχρέωση να παρέχονται στο κοινό οι υπηρεσίες που συνδέονται με την χορήγηση των φαρμάκων και των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, από πρόσωπα που διαθέτουν την κατάλληλη επιστημονική γνώση και υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς καθηκόντων και δεοντολογίας εν γένει. Κινούμενος, πάντως, εντός των διαγραφομένων από τις ανωτέρω συνταγματικές δεσμεύσεις ορίων, ο νομοθέτης δύναται εν όψει των εκάστοτε συνθηκών να οργανώσει με διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν, τρόπο το καθεστώς που διέπει τα φαρμακεία. Ο νομοθέτης επιδίωξε με τις επίμαχες ρυθμίσεις την εύρυθμη λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς κατά την, κυριαρχική οπωσδήποτε, εκ μέρους του εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος στο δεδομένο χρονικό σημείο. Ειδικώτερα, με την περιστολή των ορίων του διευρυμένου ωραρίου ο νομοθέτης επέλεξε να περιστείλει το περιθώριο ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων φαρμακείου, χωρίς εν τούτοις να τον εξαλείψει, ώστε αυτός να μη χωρεί ούτε εις βάρος της προσωπικής υγείας των φαρμακοποιών ούτε καθ’ υπέρβασιν των βιολογικών και πνευματικών δυνατοτήτων που απαιτεί η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος με τον προσήκοντα επιστημονικό τρόπο. Η διαφύλαξη των σωματικών και πνευματικών αντοχών των φαρμακοποιών συνιστά τον δικαιολογητικό λόγο και για την απαγόρευση λειτουργίας των φαρμακείων κατά τις (Κυριακές και) αργίες, στην έκταση που την εισήγαγε για τις αργίες ο συνδυασμός των παραγράφων 1 και 2 του άρ. 26 ν. 4613/2019, προς αντιστάθμιση της επιβαρύνσεως που προκαλείται από την λειτουργία των φαρμακείων κατά τις διανυκτερεύσεις και διημερεύσεις. Εκ παραλλήλου, το νέο πλαίσιο διευρυμένου ωραρίου που πλέον δεν επικαλύπτει τα χρονικά όρια της «εφημερίας», έχει ως συνέπεια να παραφυλάσσεται θεμιτώς ένα μερίδιο αγοράς αποκλειστικώς υπέρ των φαρμακείων εκείνων, στα οποία έχει επιβληθεί η υποχρεωτική διημέρευση (κατά τις Κυριακές και αργίες) και η υποχρεωτική διανυκτέρευση (τις λοιπές ημέρες) δυνάμει του άρ. 9 παρ. 2 ν. 1963/1991 και για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου δηλαδή να είναι απολύτως διασφαλισμένη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες η εντελής κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού για προμήθεια του ζωτικής σημασίας αγαθού του φαρμάκου όχι μόνον καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο (και τις Κυριακές ή αργίες), αλλά και από σημεία με επαρκή διασπορά στον χώρο. Οι επίμαχες διατάξεις, λοιπόν, αποσκοπούν να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτόν την οικονομική βιωσιμότητα της κατηγορίας των εφημερευόντων φαρμακείων, η οποία είναι κατά την κοινή πείρα πρόδηλο ότι θα διεκυβεύετο σοβαρά από την διαρροή πελατείας σε άλλα, ταυτοχρόνως και παραλλήλως προς αυτά λειτουργούντα, εκτός του καθεστώτος «εφημερίας», φαρμακεία. Εκ τρίτου, οι επίμαχες ρυθμίσεις έχουν ως σκοπό και εξ αντικειμένου ως αποτέλεσμα την εξίσωση των συνθηκών ανταγωνισμού (ως προς τα χρονικά όρια της εμπορικής δραστηριότητας) μεταξύ των φαρμακείων και των λοιπών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως. Τούτο δε, στο μέτρο που πρόκειται για την πώληση καλλυντικών προϊόντων, συμπληρωμάτων διατροφής ή και παραφαρμακευτικών ειδών από αμφότερα, ειδών, δηλαδή, που οι κείμενες διατάξεις επιτρέπουν να διατίθενται όχι μόνον από τα φαρμακεία, αλλά και από τα λοιπά αυτά καταστήματα λιανικής πωλήσεως, των οποίων, όμως, το ωράριο λειτουργίας τερματιζόταν ενωρίτερα (ήτοι στις 9 μ.μ. έναντι της 11ης μ.μ. των φαρμακείων υπό διευρυμένο ωράριο). Συνεπώς, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις επιδιώκουν κατ’ αρχήν θεμιτούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, αρκούντως ορισμένους, οι οποίοι αποτελούν προϊόν επιτρεπτής σταθμίσεως από τον νομοθέτη μεταξύ περισσοτέρων συνταγματικών διατάξεων και δεν παρίστανται ως προϊόν αυθαιρεσίας. Επιτρεπτώς δε ο νομοθέτης μετέβαλε άποψη, ρυθμίζοντας διαφορετικά το θέμα και δεν συντρέχει αυτοτελώς παράβαση του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος εκ του λόγου ότι οι προγενέστερες ρυθμίσεις του διευρυμένου ωραρίου είχαν ομοίως κριθεί σύμφωνες προς το Σύνταγμα με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση. Συνεπώς, δεν συντρέχει αντίθεση των νομοθετικών ρυθμίσεων σε υπερκειμένους κανόνες δικαίου, υπό την έννοιαν ότι η αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με την συνταγματική επιταγή για προστασία της υγείας (άρθρο 21 παρ. 3) θα επέβαλλαν, αντιθέτως, την άνευ ετέρου πρόβλεψη μεγαλύτερου σε διάρκεια ωραρίου λειτουργίας υπέρ των φαρμακείων έναντι των λοιπών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως, προκειμένου να είναι ευχερέστερη η πρόσβαση του πληθυσμού στο φάρμακο. Οι διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες εν γένει τελούν τα φαρμακεία σε σχέση με τα λοιπά καταστήματα λιανικής πωλήσεως, δικαιολογούν και την διαφορετική μεταχείριση των φαρμακείων από την άποψη του νομοθετικού (άρ. 26 παρ. 1 ν. 4613/2019) καθορισμού των υποχρεωτικών ήδη για τα φαρμακεία αργιών. Επίσης, το μεν ελάχιστο υποχρεωτικό ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων ανέρχεται σε σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, το δε μέγιστο διευρυμένο ανέρχεται ήδη κατά νόμον σε εβδομήντα επτά (77) ώρες. Υπό το προϊσχύσαν διευρυμένο ωράριο -και με βάση την πρακτική όσων επιχειρήσεων το είχαν υιοθετήσει (8 π.μ. - 11 μ.μ.)-, προέκυπτε ότι αυτές λειτουργούσαν εν τοις πράγμασιν επί ενενήντα (90) ώρες εβδομαδιαίως. Υπ’ αυτά τα δεδομένα ο εισαχθείς περιορισμός, πρόσφορος για την επίτευξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που προανεφέρθησαν, ούτε τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας των αιτούντων πλήττει ούτε βαίνει πέραν του αναγκαίου προς τούτο μέτρου, κατά παράβασιν της αρχής της αναλογικότητος. Και αυτό, διότι εξακολουθεί να καταλείπεται ένα επί πλέον χρονικό περιθώριο σε όσους φαρμακοποιούς το επιθυμούν, για λειτουργία των επιχειρήσεών τους πέραν του ελαχίστου υποχρεωτικού ωραρίου (77 ώρες εβδομαδιαίως έναντι 40), το οποίο περιθώριο παρίσταται εύλογο και ικανό για την επαύξηση της κερδοφορίας τους. Οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται ούτε και αποδεικνύουν ότι εβάσισαν την κερδοφορία τους στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούσαν κατά τις ημέρες Δευτέρα έως Σάββατο ειδικώς στην χρονική ζώνη από τις 9 μ.μ. έως τις 11 μ.μ. ή ειδικώς κατά τις αργίες, διαστήματα ως προς τα οποία και επήλθε η βλάβη τους από την νομοθετική μεταβολή, ώστε, περαιτέρω, συνεπεία της ρυθμίσεως αυτής ν’ αδυνατούν πλέον να συνεχίσουν την κερδοφόρο λειτουργία τους ως ορθολογικώς οργανωμένες επιχειρήσεις. Επομένως, δεν προκύπτει παράβαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Επίσης, δεν διαπιστώθηκε αντίθεση του άρ. 26 παρ. 1, 2 ν. 4613/2019 προς τα άρθρα 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 τελ. εδάφιο του Συντάγματος, αλλά και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.