9 Μαΐ 2024
Δυνάμει της υπό κρίση αίτησης, ο αναιρεσείων Φορέας επιδιώκει την αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.), κατά απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής Υγειονομικών του Ε.Τ.Α.Α., με την οποία είχε απορριφθεί ένστασή της κατά απόφασης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Τ.Α.Α., περί γνωστοποίησης της οφειλής της από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές και αναστολής καταβολής της χορηγηθείσας σ’ αυτήν προσωρινής σύνταξης. Επιπρόσθετα κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει σύνταξη λόγω γήρατος από την 1η.3.2013, ήτοι την πρώτη του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησής της. Για το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναίρεσης σε διαφορά που ανακύπτει κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας και αφορά τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη, προϋπόθεση συνιστά η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που προβλέπει η το άρθρο 53 § 3 του Π.Δ. 18/1989. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων φέρει την υποχρέωση τεκμηρίωσης, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς που εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, αποδεικνύοντας ότι είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Εν προκειμένω, η αναιρεσίβλητη, ούσα ασφαλισμένη του Τ.Σ.Α.Υ. και μετέπειτα του οιονεί καθολικού διαδόχου του Ε.Τ.Α.Α. (46 συντάξιμα έτη), υπέβαλε αίτηση περί εκκαθάρισης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών της και κατόπιν νέα αίτηση ρύθμισης της οφειλής της, επί της οποίας το Ταμείο, έπειτα από εκκαθάριση με βάση τον Ν. 3518/2006, την ενημέρωσε για το ακριβές ποσό της οφειλής. Σε συνέχεια της απόφασης του Διευθυντή του Τομέα Υγειονομικών του ως άνω Ταμείου περί χορήγησης σ’ αυτήν προσωρινής σύνταξης από την 1η.3.2013, εξεδόθη η απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ίδιου Ταμείου, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην αναιρεσίβλητη ότι προέκυψε οφειλή της από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και πρόσθετα τέλη, ποσού 86.211,33 ευρώ, μετά από εκκαθάριση του ασφαλιστικού της λογαριασμού για το χρονικό διάστημα από 22.6.1967 έως 31.1.2013. Μάλιστα, ένεκα της επίδικης οφειλής, ανεστάλη η καταβολή της χορηγηθείσας σ’ αυτήν προσωρινής σύνταξης, με ενημέρωση της ίδιας ότι τμήμα της ως άνω οφειλής, ποσού 25.000 ευρώ, θα μπορούσε να συμψηφισθεί με τις συντάξεις που θα ελάμβανε, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 61.211,33 ευρώ θα έπρεπε να εξοφληθεί εντός δύο μηνών από τη λήψη του εν λόγω εγγράφου, άλλως η σύνταξη επρόκειτο να καταβληθεί μετά την εξόφληση της οφειλής και χωρίς δικαίωμα λήψης αναδρομικών συντάξεων. Το διοικητικό πρωτοδικείο ερμήνευσε συνδυαστικά τα άρθρα 6 του Π.Δ. 258/1983 και 6 §1 του Ν. 982/1979, κατά τα οποία, σε περίπτωση που ο δικαιούχος σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Α. έχει οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό που αντιστοιχεί σε τέσσερις μηνιαίες συντάξεις κατώτατου ορίου του εν λόγω Ταμείου, τα αρμόδια όργανα του τελευταίου είναι υποχρεωμένα να γνωστοποιήσουν εγγράφως στον ασφαλισμένο, και αιτούντα τη χορήγηση της σύνταξης, το ύψος της κύριας οφειλής που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, καθώς και το ποσό των τυχόν πρόσθετων επιβαρύνσεων, εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση ή εντός ενός μηνός από την έκδοση απόφασης για προσωρινή σύνταξη. Εξαίρεση από τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη αρχή της μη καταβολής ασφαλιστικής παροχής, χωρίς την αντίστοιχη καταβολή της νόμιμης ασφαλιστικής εισφοράς, προβλέπεται μόνον εφόσον το σύνολο της κύριας οφειλής δεν υπερβαίνει ορισμένο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο δώδεκα μηνιαίων εισφορών, και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η καταβολή της σύνταξης πριν από την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, το οποίο συμψηφίζεται με το ποσό των πρώτων συντάξεων. Εν προκειμένω, δεν αιτιολογείται νομίμως η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει (οριστική) σύνταξη γήρατος από την πρώτη του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ταμείου, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού που υπερβαίνει το ορισθέν νόμιμο όριο, επειδή το Ταμείο δεν γνωστοποίησε σ’ αυτήν την οφειλή της εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 εδαφ. γ΄ του Π.Δ. 258/1983. Εν περιπτώσει μη τήρησης της προαναφερόμενης διαδικαστικής υποχρέωσης του Ταμείου, δεν επέρχονται μεν οι συνέπειες της § 2 του άρθρου 6 του Π.Δ. 258/1983, αλλά η καταβολή θα ανατρέξει στον χρόνο που τάσσουν οι καταστατικές διατάξεις του άρθρου 89 της 16/23.3.1934, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει χώρα προηγουμένως εξόφληση εφάπαξ του οφειλόμενου ποσού (των 61.211,33 ευρώ). Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση, αναίρεσε την υπ’ αριθ. 2309/2022 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε σε αυτό για νέα κρίση, όπου απαιτείται διευκρίνιση κατά το πραγματικό.