Πρόσφατη νομολογία


24 Νοε 2017

ΣτΕ 2987/2017: Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας. Σχέση μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής δίκης. Συμμόρφωση προς απόφαση του ΕΔΔΑ.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας  (Τμ.Β΄, επταμ.) με την υπ’ αριθμ. 2987/2017 απόφασή του αναίρεσε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, που είχε εμμέσως κρίνει ότι σε υπόθεση επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, ο κανόνας ne bis in idem της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται και, συνεπώς, δεν επηρεάζει την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 150 (παρ. 1 και 5) του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και  5 (παρ. 2) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ίδιου προσώπου, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το ΕΔΔΑ με την απόφασή του στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας “αφού απέκρουσε ρητώς την επιχειρηματολογία που διατυπώθηκε στην 2067/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαπίστωσε, τελικά, παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ στις κριθείσες υποθέσεις,  στις οποίες είχαν απορριφθεί τα ένδικα βοηθήματα και μέσα των προσφευγόντων σε σχέση με διοικητικές πράξεις περί καταλογισμού σε βάρος τους χρηματικής κύρωσης (υψηλού πολλαπλού τέλους) για διάπραξη τελωνειακής (διοικητικής) παράβασης λαθρεμπορίας, μολονότι αυτοί είχαν απαλλαγεί, με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, της κατηγορίας τέλεσης του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος λαθρεμπορίας. Από το σκεπτικό της απόφασης αυτής συνάγεται με σαφήνεια ότι το ΕΔΔΑ διέλαβε ερμηνευτική κρίση, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται (τουλάχιστον κατ' αρχήν) στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο πολλαπλού τέλους, μεγάλου ποσού (όπως συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση), για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, όταν για την ίδια κατ' ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία εναντίον του ίδιου προσώπου, λαμβανομένου υπόψη ότι αμφότερες οι διαδικασίες έχουν «ποινικό» χαρακτήρα, κατά την ΕΣΔΑ, βάσει των κριτηρίων Engel (πρβλ. ΣτΕ 167/2017 7μ., σκ. 5). Επομένως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί αντίθεσης της σχετικής έμμεσης κρίσης της αναιρεσιβαλλομένης προς τα κριθέντα με την απόφαση Καπετάνιος του ΕΔΔΑ, είναι βάσιμος, ο δε σχετικός προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός. Περαιτέρω, κρίνεται και βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα έμμεση ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη (με επιχειρηματολογία η οποία παραπέμπει στις αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017 επταμ.)”.

Όπως επισημαίνει το ΣτΕ, “ως αντίθεση σε νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρ. 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, νοείται και η αντίθεση σε απόφαση του ΕΔΔΑ με την οποία γίνεται δεκτή προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, βάσει σκεπτικού από το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ορισμένη ερμηνευτική κρίση του ΕΔΔΑ όσον αφορά διάταξη της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.).  Εξάλλου, ενόψει και του ότι τέτοια απόφαση του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να λάβει στην έννομη τάξη της τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον η διαπιστωθείσα παράβαση της ΕΣΔΑ σε παρόμοιες περιπτώσεις, η επίκληση αντίθεσης προς την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ μπορεί, κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 ερμηνευόμενου υπό το φως της ανωτέρω διεθνούς υποχρέωσης της χώρας κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, να γίνει, κατ’ εξαίρεση, και με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, εφόσον η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, σε περίπτωση που ο θέτων το σχετικό νομικό ζήτημα λόγος αναιρέσεως έχει προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο.“

Στη συνέχεια, το ΣτΕ αναφέρει ότι “προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως περί παραβίασης του κανόνα ne bis in idem, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται (αβάσιμα) με την αίτησή του ότι η εμμέσως συναγόμενη ερμηνευτική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί μη εφαρμογής του κανόνα αυτού, αντιβαίνει στα κριθέντα από ορισμένη απόφαση του Αρείου Πάγου.  Εξάλλου, με το από 17.3.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η επίμαχη έμμεση κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης είναι αντίθετη προς τα κριθέντα με την απόφαση του ΕΔΔΑ Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.4.2015, ήτοι σε χρόνο μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως.  Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός προβάλλεται παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω”.

Επίσης, το ΣτΕ έκρινε ότι “ενόψει των ανωτέρω και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Καπετάνιος και λοιποί και Σισμανίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, η δημοσίευση των οποίων επηκολούθησε της τελευταίας διασκέψεως (7.4.2015) επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 1741/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, αλλά και ενόψει της νεώτερης αποφάσεως του ΕΔΔΑ Α και Β κατά Νορβηγίας, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στην Ολομέλεια προκειμένου να κριθεί και πάλι το ζήτημα αν πολλαπλό τέλος μεγάλου ύψους, όπως το επίδικο, που επιβάλλεται σε περίπτωση λαθρεμπορίας, συνιστά «ποινή» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ και αν η επιβολή του μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της αρχής ne bis in idem.

Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου αυτό, κατόπιν επανελέγχου και εκτίμησης του πραγματικού, να ερευνήσει αν συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα ne bis in idem”.

[Με πληροφορίες από το www. humanrightscaselaw.gr]