Πρόσφατη νομολογία


5 Μαρ 2025

ΣτΕ 292/2025 Τμ.Γ: Προσδιορισμός χρόνου παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε η εξαφάνιση της …/Συν.11η/5.11.2020 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή ο προσφεύγων, μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, κλάδου ΤΕ Τελωνειακών με βαθμό Α΄, κρίθηκε ένοχος για το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 107 § 1 περ. γ΄ του Υπαλληλικού Κώδικα και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Σύμφωνα με το άρθρο 511 του ΚΠοινΔ, ο Άρειος Πάγος για λόγους δημόσιου συμφέροντος λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή του ποινικού αδικήματος που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης ενώπιόν του ποινικής απόφασης εφόσον, πάντως, μεταξύ των λοιπών προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη αυτή, κριθεί και ένας λόγος αναίρεσης βάσιμος. Ανεξαρτήτως, όμως, από την τελευταία αυτή προϋπόθεση, δεν συντρέχουν οι αυτοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας λόγου περί παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος. Η λειτουργία της παραγραφής είναι διαφορετική στην πειθαρχική δίκη σε σχέση με την ποινική διαδικασία και την ποινική δίκη, καθόσον στην πειθαρχική δίκη δεν τίθεται, όπως στην ποινική, ζήτημα ικανοποίησης των σκοπών της γενικής και ειδικής πρόληψης, το οποίο εκλείπει με την πάροδο του χρόνου, αλλά, πρωτίστως, ζήτημα δημοσίου συμφέροντος συναρτώμενου με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 112 § 5 ΥΚ) προβλέπεται το απαράγραπτο πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό. Λόγω, συνεπώς, όχι μόνον της αυτοτέλειας της πειθαρχικής εν σχέσει προς την ποινική δίκη (άρθρο 114 ΥΚ), αλλά και των διαφορετικών αυτών σκοπών στους οποίους αποβλέπουν οι καθιερούμενες από το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων κυρώσεις, έναντι εκείνων στους οποίους αποβλέπουν οι προβλεπόμενες από το ποινικό δίκαιο ποινές, δεν έχει ανάλογη εφαρμογή στην πειθαρχική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, η ισχύουσα στην ποινική δίκη αυτεπάγγελτη εξέταση της παραγραφής της ποινής σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας. Επίσης, η αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος της παραγραφής, αποκλείοντας εξ ορισμού τη δυνατότητα του τιμωρηθέντος υπαλλήλου να κρίνει ο ίδιος αν επιθυμεί ή όχι η πειθαρχική του υπόθεση να κριθεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο, δεν συνάδει με το ηθικό έννομο συμφέρον του τελευταίου όταν αυτός προκρίνει να εκκαθαριστεί η υπόθεσή του ώστε να αποδειχθεί η αθωότητά του και να επιστρέψει ηθικά δικαιωμένος στην υπηρεσία του. Τούτο ισχύει, ιδίως, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, κατά την οποία το πειθαρχικό συμβούλιο έχει περιλάβει στην απόφασή του ειδική σκέψη για τη μη παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο τιμωρήθηκε ο προσφεύγων και ο τελευταίος δεν προέβαλε σχετικό αντίθετο ισχυρισμό ούτε ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου -με υπόμνημα ή κατά την αυτοπρόσωπη παρουσία του σ’ αυτό- ούτε με την προσφυγή του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέλος δε, η αυτεπάγγελτη αποδοχή λόγου περί παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος, θα επέτρεπε την επιστροφή στην υπηρεσία με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, χωρίς προβολή σχετικού λόγου, υπαλλήλου του οποίου έχει διαπιστωθεί, με τελεσίδικη μάλιστα απόφαση, η ποινική ευθύνη για αδίκημα για το οποίο τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την ποινή της οριστικής παύσης, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη που το ιδιαιτέρως σοβαρό αδίκημα της δωροδοκίας, για το οποίο τιμωρήθηκε τελεσιδίκως ο προσφεύγων από το Πενταμελές Εφετείο, αποτελεί κώλυμα διορισμού δημοσίου υπαλλήλου και μάλιστα όχι μόνον όταν υπάρχει ποινική καταδίκη για τέλεση του αδικήματος αυτού αλλά και όταν υπάρχει απλή παραπομπή στο ποινικό ακροατήριο για το αδίκημα αυτό σύμφωνα με τις §§ 1 και 2 του άρθρου 8 του ΥΚ. (μειοψ.). Περαιτέρω, προκειμένου για πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται με περισσότερες από μία πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες αποτελούν εκδήλωση και συνέχεια (εξακολούθηση) του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος, ο χρόνος της παραγραφής δεν αρχίζει να υπολογίζεται πριν από τη συντέλεση της τελευταίας πράξης ή παράλειψης που συνιστά το σχετικό πειθαρχικό παράπτωμα, δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να τελείται το κατ’ εξακολούθηση πειθαρχικό παράπτωμα. Εν προκειμένω, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία τιμωρήθηκε ο προσφεύγων, εφαρμοστέα είναι όσα προβλέπονται σχετικώς με την παραγραφή από τις διατάξεις του άρθρου 112 του YK, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τον ν. 4057/2012. Εν προκειμένω, ο μεταγενέστερος χαρακτηρισμός του αδικήματος αυτού ως πλημμελήματος δεν επιδρά στον χρόνο παραγραφής του αντίστοιχου πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο τιμωρήθηκε ο προσφεύγων και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής του παραπτώματος αυτού. Ορθώς, επομένως, αν και με άλλη αιτιολογία, η προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση δέχθηκε ότι δεν είχε παραγραφεί το εν λόγω παράπτωμα εφαρμόζοντας την μεταγενέστερη και ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 112 § 3 Ν. 4057/2012 η οποία προβλέπει δεκαετή παραγραφή για το συγκεκριμένο πειθαρχικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο. Ενόψει της σοβαρότητας των κρινόμενων ζητημάτων, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 292/2025 Τμ.Γ - Πλήρες κείμενο »