Πρόσφατη νομολογία


17 Ιαν 2022

ΣτΕ 2460/2021 Τμ.ΣΤ: Η διάταξη περί ασκήσεως δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη απερρίφθη για τυπικό λόγο αντιβαίνει στο Σύνταγμα-Παραπομπή στην Ολομέλεια

Το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, και την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014), όρισε ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απορρίψεως αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ. Ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο» που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής κατά τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης ως απαράδεκτη, χωρίς να εξεταστεί κατά τη βασιμότητά της. Ότι είναι αυτό το νόημα της ως άνω διατάξεως, προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο και τη διατύπωσή της, όσο και από τον σκοπό και την ιστορία της. Εκτός δηλαδή από τη γενική και αδιάστικτη αναφορά σε «τυπικούς λόγους» και την ευθύς εξαρχής αιτιολόγηση της διατάξεως με γενικότητες περί εναρμονίσεως με τα ισχύοντα επί αγωγής, πληρέστερης διασφάλισης της δικαστικής προστασίας κ.λπ., με την τροποποίηση του ν. 4274/2014 και την εισαγωγή ρητών εξαιρέσεων, ιδίως εκείνης του εκπροθέσμου, έγινε σαφές ότι ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται ως εμπίπτοντα στον κανόνα κάθε εν γένει λόγο απαραδέκτου της προσφυγής ο οποίος προκάλεσε την απόρριψή της χωρίς να κριθεί η βασιμότητά της, πράγμα που θεωρήθηκε «ιδιαίτερα δυσμενές» ώστε να δικαιολογείται η παροχή μιας ακόμη ευκαιρίας για κρίση επί του βασίμου. Συνεπώς, η επίδικη εν προκειμένω περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο, μη εμπίπτουσα στις ως άνω εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για τυπικό λόγο κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 70 ΚΔΔ, η οποία ορίζει ότι επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή η άσκηση δεύτερης προσφυγής (υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζει προς τούτο). Η καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως δεύτερης προσφυγής στην προεκτεθείσα έκταση (για κάθε κατ’ αρχήν «τυπικό λόγο») έχει ως αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται σε μεγάλο βαθμό και χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος η βασική για το διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική δικονομία αρχή ης άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων· αλλά και να κλονίζεται το σύστημα κανόνων το οποίο η έννομη τάξη έχει εισαγάγει για το παραδεκτό της προσφυγής, σύστημα το οποίο υπηρετεί - και γι αυτό, άλλωστε, κρίνεται παγίως συνταγματικό- την εύρυθμη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης· και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η τροποποίησή του. Η δε περαιτέρω αιτιολόγηση της θεσπίσεως της ως άνω ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία «αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη [της προσφυγής για τυπικούς λόγους] και [...] διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων», παραγνωρίζει ότι η «δυσμενής συνέπεια» για την οποία γίνεται λόγος δεν οφείλεται παρά στην παραβίαση από τον ηττώμενο διάδικο των ισχυόντων κατά τ’ ανωτέρω και υπηρετούντων τη λειτουργία της Δικαιοσύνης δικονομικών κανόνων. Εξ άλλου, όταν ο νομοθέτης θεσπίζει ο ίδιος, κατ’ εκτίμηση των αναγκών έγκαιρης προόδου της δίκης και παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διαδικαστικές προϋποθέσεις και δικονομικά απαράδεκτα, δύναται μεν, σε περίπτωση που υφίστανται συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή αναφαίνονται έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες, να εισαγάγει εξαιρετικές ρυθμίσεις. Δεν δύναται, όμως, χωρίς τη συνδρομή δικαιολογητικού λόγου, να επιτρέπει την κατ’ εξαίρεσιν θεραπεία πάσης διαδικαστικής πλημμέλειας ή δικονομικού απαραδέκτου, διότι τότε αφενός μεν παρέχει στους εκάστοτε διαδίκους την εντύπωση ότι μπορούν χωρίς συνέπειες να παραλύουν, με παραλείψεις τους, την εκπλήρωση του ταχθέντος με τις δικονομικές ρυθμίσεις νομοθετικού σκοπού, αφετέρου δε καταλήγει σε αδικαιολόγητη επιβάρυνση της λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων με περαιωθείσες υποθέσεις, σε μη ορθολογική χρήση των πόρων που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης καθώς και σε αδικαιολόγητα ευνοϊκή μεταχείριση των διαδίκων οι οποίοι, καίτοι ηδύναντο, δεν άσκησαν το δικαίωμά τους για παροχή δικαστικής προστασίας με τον ενδεικνυόμενο δικονομικά τρόπο, έναντι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι τήρησαν άπασες τις προβλεπόμενες από τον ΚΔΔ, προϋποθέσεις, προκειμένου η προσφυγή τους να μην απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η ανωτέρω περί δεύτερης προσφυγής ρύθμιση, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1596/2019), καθώς και στην κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παράγραφος 1 και 20 παράγραφος 1) υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός μεν την ουσιαστική ισότητα στη διαδικαστική και δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου δε την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση της Δικαιοσύνης (και ειδικότερα της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 Συντ.). Λόγω της σπουδαιότητας των ανωτέρω ζητημάτων, αλλά και καθώς η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (και εξακολουθεί κατά τούτο να ισχύει και σήμερα έτι διευρυμένη), τα ζητήματα αυτά παραπέμπονται ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 2460/2021 Τμ.ΣΤ - Πλήρες κείμενο »